Ο Γιάννης Δούκας κάνει μια δυνατή θεματική επιλογή για την ποιητική του συλλογή «Το Σύνδρομο Σταντάλ». Αφορμή σχεδόν κάθε ποιήματος αποτελεί ένα άγαλμα της Αθήνας (αλλά και του Λονδίνου και άλλων πόλεων). Έτσι, φέρει στο προσκήνιο ένα πάντα αγαπημένο θέμα της Ποίησης: την Ιστορία. Η Ιστορία είναι, όμως, ιδωμένη από ένα πρίσμα «σύγχρονης ιστορικότητας», μέσα από τα γλυπτά που είναι μεν στην πόλη αλλά δεν είναι «ουσιαστικά». Και μάλιστα αυτή η «ουσία» λαμβάνει το νόημα όχι μόνο της μαρμαρωμένης ύπάρξης, αλλά και της ουσίας (:του χρόνου) που δεν δίνουμε στα αγάλματα.
Ένας ποιητής, λοιπόν, αντιμέτωπος με το τρίπτυχο Ιστορία (ή Μυθολογία)-Γλυπτική- Ποίηση. Η Γλυπτική ενσαρκώνει την Ιστορία και η Ποίηση και τις δύο μαζί (αλλά και τον εαυτό της). Δύσκολο το εγχείρημα, όταν μάλιστα δεν είναι μόνο η Γλυπτική των αγαλμάτων η κρινόμενη αλλά και η ετεροτοπία (Φουκώ) που θα «έπρεπε» να επιφέρουν. Σαν νέος Καβάφης ο Γιάννης Δούκας δεν φέρνει στην επιφάνεια αφανείς ήρωες της Ιστορίας, αλλά αφανή-μη εκτιμώμενα από τους περαστικούς αγάλματα (φιγούρα που ζητούσε την ωδή της). Τα «αποκαλυπτήρια» όντως επιτυγχάνονται: ο ποιητής σε ωθεί να ξανασκεφτείς δρομάκια της Αθήνας (ή να ξαναπεράσεις παρατηρώντας) και να θυμηθείς πλήθος γλυπτών. Σου θυμίζει ιστορικά γεγονότα διηθημένα κριτικά. Σε μεγάλο βαθμό, επίσης, κρίνει την ίδια τη γλυπτική, θεωρώντας κάποιες φορές ασύμβατη την «επί τούτοις» μοντέρνα τέχνη κάποιων γλυπτών με τη μορφή που αναπαριστούν (ο Θησέας στην Πλατεία Κοτζιά ανέκφραστος….πλωτός και βυθισμένος ως τη μύτη).
Εμφανής είναι η διαφωνία του με την περιρρέουσα των γλυπτών κατάσταση, που προκύπτει από κατάφωρη ασυμφωνία των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων με το περιβάλλον τους. Ο δρόμος, γκαλερί, καταχωνιάζει ζωή, τη διαιρεί και την εκθέτει.Τα αγάλματα δεν περνάνε μόνο απαρατήρητα αλλά και εκτίθενται, μολυσμένα από συμπεριφορές τραγικές (και σφούγγιζες τα χρώματα του σπρέι, τα βέβηλα, από πάνω της). Το Σύνδρομο Στανταλ στην Αθήνα δεν βιώνεται ως έχει· δεν πρόκειται για εκείνο το Υπέροχο-Φοβερό (Καντ) συναίσθημα αλλά για ένα άλλο που απέχει πολύ από αυτό. Πάντως και τα δύο «γλύφουν» τον εσωτερικό κόσμο του θεατή. Η συλλογή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διδακτική, μόνο από την άποψη της ποιητικής συμβουλής (που δεν εκφράζεται άμεσα) να δώσουμε σημασία πια στα αγάλματα και να ενημερωθούμε για αυτά.
Ως προς την Ποιητική, ο Δούκας ακολουθεί παραδοσιακή-«μνημειώδη» μορφή: σονέτο, και μάλιστα, στην αγγλική μορφή του (4+4+4+2). Οι ίαμβοι είναι καλοδουλεμένοι και είναι εμφανής η προσπάθεια του ποιητή να αναδείξει νέες πτυχές, κάνοντας επιτυχείς διασκελισμούς. Κάποιες φορές, όμως, η προσπάθεια αυτή είναι τόσο αισθητή, με αποτέλεσμα το ποίημα να γίνεται λιγότερο μουσικό. Αναφερθήκαμε προηγουμένως στη δυσκολία ανάδειξης του Τριπτύχου: όταν η κοινή θεματολογία των ποιημάτων (αγάλματα) και η Ιστορία (που αυτά φέρουν) είναι τόσο δυνατά στοιχεία,η Ποίηση μπορεί πολύ εύκολα να καταστεί απλό εργαλείο ανάδειξής τους. Μπορεί η ομοιοκαταληξία του Δούκα να θυμίζει «παλιά καλή εποχή», αλλά η συμπλοκή παλαιού και νέου ήταν πάντα κάτι τολμηρό και κοπιώδες. Ποιητές «μεγαλύτεροι» από τον νεόκοπο Δούκα κατάφεραν να μην επαφίενται στην αξία της Ιστορίας που αναδιηγούνται ποιητικά, αλλά να ορθώνονται υπέρ αυτής. Το αντιλαμβανόμαστε αν συγκρίνουμε το ποίημα Ο γυρισμός ποτέ της συλλογής με το Σημείο αναγνωρίσεως της Κικής Δημουλά, μιας και τα δύο αφορμώνται από το ίδιο άγαλμα.