Ο ζωγράφος Πάουλ Κλέε, ως φιλόσοφος της τέχνης και της ζωής, δήλωσε κάποτε το εξής: «Όσο πιο φρικτός γίνεται ο κόσμος, τόσο πιο αφαιρετική γίνεται η τέχνη». Δεν υπάρχει πιο γλαφυρή απεικόνιση και πιο εύστοχη αναφορά για να ξεκινήσει κανείς την περιγραφή ενός βιβλίου συγκλονιστικού ως προς τις περιγραφές και τις εικόνες που δημιουργεί στον αναγνώστη. Είναι εικόνες με αλήθειες που σπάνε κόκκαλα και σηκώνουν την τρίχα. Εκκεντρικός, ευθύς, καυστικός και σοφά χειμαρρώδης εισβάλει στον κόσμο ενός ανθρώπου που έχοντας χάσει το σπίτι του και άρα την ύπαρξή του οδηγείται σε εγκλήματα ειδεχθή αποκαλύπτοντας το φάσμα απόγνωσης και απελπισίας που τον διακατέχει, μετατρέπεται σε έναν άνθρωπο απάνθρωπο που το μόνο που πετυχαίνει με τις πράξεις του είναι να προκαλεί το κακό. Η αμερικανική λογοτεχνία είναι συνηθισμένη μέσω συγγραφέων, όπως ο Τσίβερ, ο Στάινμπεκ, ο Πάνκεικ, σε αυτού του είδους τις διακυμάνσεις, το κακό συνήθως και κατά κανόνα παραμονεύει και το καλό υπονομεύει.
Ένα καθηλωτικό ιστορικό ενός ανθρώπου σε απόλυτη σύγχυση που σκοτώνει και διαχέει το κακό
Ο Παναγιώτης Κεχαγιάς έχει αναλάβει με επιτυχία τη μετάφραση του βιβλίου αυτού που πρωτοεκδόθηκε το 1973, δέκα χρόνια περίπου πριν τον Ματωμένο μεσημβρινό που αποτελεί αναμφίβολα ένα εκ των κορυφαίων μυθιστορημάτων του προηγούμενου αιώνα καθώς και το κορυφαίο του ίδιου του Μακάρθι. Το βιβλίο αυτό κατά κάποιον τρόπο ανακοινώνει τόσο τον Ματωμένο Μεσημβρινό όσο και την τριλογία των συνόρων μέσα από την θεματική του. Δεν είναι τυχαίο που ο Μακάρθι είχε για μέντορά του τον Γουίλιαμ Φώκνερ, ο οποίος είχε ασχοληθεί με τα θέματα των ανθρώπων της αμερικανικής υπαίθρου εκεί δηλαδή όπου χτυπάει κόκκινο το καλό και το κακό. Ο Παναγιώτης Κεχαγιάς αναφέρει στην εξαιρετικά διαφωτιστική εισαγωγή του τα εξής ενδιαφέροντα: «Υπάρχουν μερικά πράγματα που μπορεί να καταλογίσει κανείς στον Μακάρθι, αλλά η απλότητα και η λιτότητα δεν συγκαταλέγονται σε αυτά. Το αρχαϊκό ή δυσνόητο λεξιλόγιο, οι δωρικές επιλογές στη στίξη (χρησιμοποιεί τα ελάχιστα δυνατά κόμματα, και ποτέ θαυμαστικά ή εισαγωγικά), η χρήση της διαλέκτου, οι μεγαλόστομοι μονόλογοι και η στέρεη δόμηση του κόσμου μέσα στον οποίο κινούνται οι ήρωες οφείλουν πολλά στο φάρο και οδηγό του, τον Φόκνερ».
Οι εικόνες που δημιουργούνται κατά την ανάγνωση του βιβλίου αυτού είναι συγκεχυμένες, είναι από τη μία η προσπάθεια να κατανοήσουμε το δράμα της απώλειας του σπιτιού για λογαριασμό του πρωταγωνιστή Μπάλαρντ, είναι από την άλλη μεριά η προσπάθεια διαχείρισης των όσων φρικιαστικών γεγονότων επακολουθούν στη ζωή του και η επιχείρηση ερμηνείας τους. Όλα ξεκινούν από αυτό το ξέσπασμα του Μπάλαρντ, ο οποίος βρέθηκε ξαφνικά να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, να μένει δίχως σπίτι και έτσι να μετατρέπεται σε ένα άγριο θηρίο καθώς ο ίδιος μοιάζει να βρίσκεται σε απόλυτη ψυχολογική κατάρρευση νιώθοντας το αίσθημα της αδικίας να τον πνίγει. Δεν έχει ακόμα όμως αρχίσει το τραγούδι της εκδίκησης καθώς παραμονεύει πάντα στα πέριξ για να πάρει πίσω το αίμα του με το αίμα των άλλων. Δεν συμμορφώνεται με καμία επιταγή και το μόνο που γνωρίζει είναι να επιτίθεται φραστικά μιας και το επόμενο στάδιο εγκληματικότητας δεν έχει ακόμα εκκινήσει. Απομονώνεται από τους γύρω του και ζει σε ένα δικό του κόσμο. Οι δολοφονίες και το χωρίς έλεος κτηνώδες παραλήρημα του πρωταγωνιστή οδηγούν τον αναγνώστη να απορεί με την σκληρότητα, τη βαναυσότητα και τη βαρβαρότητα και το μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος γεμάτος οργή και παρασυρμένος από το μίσος για τον κόσμο γύρω του.
Θύματα του Μπάλαρντ είναι αθώα κορίτσια που δεν φταίνε σε τίποτα απολύτως και όμως γίνονται βορά στις ανώμαλες ορέξεις ενός άρρωστου ανθρώπου και σαφώς η απώλεια του σπιτιού του δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση αυτές τις ανήκουστες βιαιοπραγίες που έχουν συνταράξει όλη την τοπική κοινωνία. Οι καταστάσεις δεν είναι επ’ουδενί ανεκτές, είναι αφόρητες και διακατέχονται από έναν έντονα τραγικό τόνο και από ένα ασήκωτο φορτίο. Ο χρόνος κάπου εκεί μοιάζει να σταματάει και να κοιτάει κατάματα τον πρωταγωνιστή Μπάλαρντ περιμένοντας για εξηγήσεις. Κάτι σαν τους πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ όπου η αναμονή είναι βασανιστική και εξωθεί τους πρωταγωνιστές σε ενατένιση και διάλογο με το βρώμικο εγώ τους σαν η κάθαρση δεν έχει ώρα άφιξης. Αμαρτίες, ψέματα, προδοσίες, αιματοκυλίσματα, διαφθορά και φθορά, όλα βρίσκονται στον κόσμο, τον εξουθενωμένο από τις ανθρώπινες αδυναμίες που δεν λένε να λάβουν τέλος.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Μακάρθι ονομάζει το βιβλίο αυτό Τέκνο του Θεού προσπαθώντας κατά μια έννοια να μπει στην ψυχή ενός τέτοιου ανθρώπου, όπως είναι ο Μπάλαρντ. Είναι και αυτός παιδί του Θεού πράγματι και από τον ίδιο Πατέρα ήρθε σε αυτόν τον κόσμο, είναι τέκνο του Θεού και μέλος της κοινωνίας. Πρέπει να ήταν φυσιολογικός και ήρεμος πριν οι συγκυρίες τον οδηγήσουν να πάρει τα βουνά και τα δάση μόνος, διωγμένος και κυνηγημένος, μιας και εκεί καταλήγει τελικά. Τα όσα διέπραξε, τα όσα ειδεχθή και αποτροπιαστικά έλαβαν χώρα από το χέρι του μένει να κριθούν από μια ανώτερη δύναμη. Δυστυχώς, οι κακοί δαίμονες κατάφεραν να κερδίσουν τους καλούς, αυτούς δηλαδή που κάποτε οδήγησαν τον Σωκράτη να πράττει μόνο ό,τι είναι καλό. Τώρα μένει ο Θεός να συγχωρέσει τα αμαρτήματά του και να φανεί η δύναμις και η δόξα του Θεού ως προς τα θύματά του.
Πάντως, μέσα από την αφήγηση προκύπτει και το θέμα της παράνομης οπλοκατοχής γιατί είναι να απορεί κανείς με την χρήση όπλου από έναν απλό αγρότη όπως ο Μπάλαρντ, τι δουλειά έχει το όπλο στο χέρι ενός αγρότη, ο οποίος σκορπίζει δίχως τέλος τον θάνατο και τον πόνο. Άραγε πόσες φορές δεν έχουμε παρακολουθήσει στους τηλεοπτικούς δέκτες μας ιστορίες που αφηγούνται την δολοφονία ανθρώπων από την παράνομη οπλοκατοχή. Στις περισσότερες πολιτείες της Αμερικής όπου η διακίνηση των όπλων είναι ελεύθερη και αγοράζονται όπως οι τσίχλες δίχως καμία απαίτηση αδείας, το φαινόμενο έχει κατακλύσει και θορυβήσει τους πολίτες σε σημείο που οι τοπικές κοινωνίες, μιας και η κάθε πολιτεία υπόκειται σε δικούς της νόμους, βρίσκονται σε καθεστώς πανικού. Το μυθιστόρημα του Μακάρθι είναι πολυδιάστατο, πολυεπίπεδο και πολυδύναμο και αναδύεται μέσα από τα έγκατα μιας κοινωνίας που δείχνει πολλές φορές το χειρότερο πρόσωπό της και ο ίδιος ως ενεργό μέλος μιας τέτοιας κοινωνίας μπορεί και καταγράφει τα όσα δραματικά συμβαίνουν χωρίς να πάρει θέση αλλά παραθέτοντας γεγονότα και καταστάσεις.
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Τέκνο του Θεού»
«Δεν είχε σταματήσει στιγμή να βρίζει. Όποια κι αν ήταν η φωνή που του μιλούσε δεν ήταν δαίμονας αλλά κάποιος πρότερος εαυτός που είχε αφήσει πίσω και που παρ’ όλα αυτά επέστρεφε κάπου κάπου για να τον λογικέψει, ένα χέρι που τον τραβούσε πίσω από το χείλος της καταστροφικής του μανίας»
«Ένας άντρας μοναχικός. Όσοι πήγαιναν στου Κίρμπι για να πιουν τον πετύχαιναν νυχτιάτικα δίπλα στο δρόμο, καμπουριασμένο και μόνο, με την καραμπίνα στο χέρι σαν κάτι που δεν μπορούσε ν’ αποτινάξει»
Διαβάστε επίσης:
Οι εκδόσεις Gutenberg αποχαιρετούν τον Κόρμακ Μακάρθι με την έκδοση του βιβλίου «Τέκνο του Θεού»