Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για μία από τις επιφανείς λογοτέχνες του 20ου αιώνα με σαφές και καθαρό το αποτύπωμά της στην πορεία της λογοτεχνίας τον περασμένο αιώνα. Αυτό είναι το πρώτο της μυθιστόρημα στο οποίο ήδη διαφαίνεται η αφηγηματική της δεξιοτεχνία, η οποία και την εδραίωσε στο χώρο προσφέροντάς της την βράβευση με το Booker για το βιβλίο της Θάλασσα, θάλασσα. Η επιρροή της στα γράμματα υπήρξε έκδηλη και δεν περιορίστηκε μόνο στα μυθιστορήματα αλλά και σε άλλα είδη γραφής αποδεικνύοντας το πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο ταλέντο της. Σε αυτήν την πρώτη λογοτεχνική της απόπειρα και έχοντας την ορμή της νιότης να κυλάει στις φλέβες της, ξεδιπλώνει όλες τις ανησυχίες και αγωνίες ενός συγγραφέα που αναμετριέται με τον εαυτό του και θέλει να δει τον εαυτό του να βγαίνει νικητής από αυτήν την αναμέτρηση.
Αναζητώντας μια ζωή με νόημα μέσα από τα όνειρα και τις φιλοδοξίες
Η Μέρντοχ μας συστήνει τον Τζέικ, έναν τυχοδιώκτη που πασχίζει να ορθοποδήσει οικονομικά και που περιμένει μια μέρα να γευτεί τη δόξα, την αναγνώριση και τον πλούτο του συγγραφέα. Παραπατάει ανάμεσα στον έρωτα και τη φιλοδοξία και παλεύει με νύχια και με δόντια να βγει στο προσκήνιο όσο πιο σύντομα γίνεται, αρχικά με μεταφράσεις για τις οποίες θεωρεί τον εαυτό του ένα είδος αυθεντίας. Οι γνωριμίες του στο πολύβουο Λονδίνο τόσο με παλιούς έρωτες όσο και με φίλους ευελπιστεί πως θα προσδώσουν στη ζωή του μια αλλαγή και έναν άνεμο φρεσκάδας ξεκλειδώνοντάς τον από το τέλμα της μη εργασίας. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που βρίσκονται χωρίς χρήματα και χωρίς στέγη και γυρνάνε δεξιά και αριστερά εκλιπαρώντας από γνωστούς να τους δώσουν λίγη σημασία και προσοχή. Αυτό θα γίνει αρχικά με την επαφή το νήμα της οποίας θέλει να ξαναβρεί με μια παλιά αγαπημένη του την Άννα.
Ο Τζέικ δεν είναι από αυτούς που ντρέπονται να μιλήσουν για την κατάστασή του, το αντίθετο μάλιστα. Ξετυλίγει το κουβάρι της ατυχίας του σαν να έφταιγε κάποιος άλλος για αυτήν και όχι εκείνος που δεν βρίσκει μια κανονική δουλειά καθώς πάντα αναμένει την αναλαμπή στη ζωή του να εισέλθει σαν το άγιο πνεύμα και να τον σώσει από μια μίζερη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Εμφανίζεται ιδιαίτερα δραστήριος καθώς αναζητά το αποκούμπι και το απάγκιο σε παλιούς φίλους όπως είναι ο Χιούγκο, οι συζητήσεις με τον οποίο τον βοηθούν μάλιστα να γράψει ένα βιβλίο για το οποίο εμφανίζεται διστακτικός και αμήχανος. Έχει στην πραγματικότητα και κατά μία έννοια υποκλέψει στοιχεία από την επικοινωνία και τις συζητήσεις του με τον παλιό του φίλο και έχει χρησιμοποιήσει αυτά τα δεδομένα για να χτίσει ένα βιβλίο που δεν του ανήκει ολοκληρωτικά αλλά κατά το ήμισυ και μόνο. Δυσκολεύεται να το ομολογήσει και για μια ακόμα φορά βρίσκεται μετέωρος και προβληματισμένος για το τι θα πράξει από εδώ και εις το εξής.
Η συγγραφέας πιστεύει πως «το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι πρώτα να στοχαστεί κι έπειτα να πράξει. Αυτή είναι η δουλειά του ανθρώπου». Ωστόσο, αυτή η σκέψη πηγαίνει αντίθετα προς τον χαρακτήρα και την φυσιογνωμία του Τζέικ, ο οποίος δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα δραστήριος και ενεργητικός παρά αργότερα όταν και αποφασίζει να πιάσει δουλειά ως νοσοκόμος σε ένα νοσοκομείο για να κάνει και αυτός μια κανονική δουλειά. Το όνειρό του βέβαια και η φιλοδοξία του παραμένουν η συγγραφή και δεν σταματά να κυνηγά το όνειρο αυτό με κάθε μέσο επιστρατεύοντας κάθε δυνατό εργαλείο που θα τον οδηγήσει στην επίτευξη του στόχου του το συντομότερο δυνατό. Έχει από κοντά τον Φιν και τον Ντέιβ από τους οποίους αποσπά συμβουλές για αυτά που πρόκειται να πράξει, είναι σαν ένα είδος συνένοχοι στην αποτυχημένη του πορεία και όμως δείχνουν να τον συμπονούν για αυτά που περνάει.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Μέρντοχ μέσα από αυτό το νεανικό σύγγραμμα, γραμμένο το 1954, μας συστήνεται και μέσα από μια φιλοσοφική ματιά προς τον πυρήνα της ψυχής του σύγχρονου ανθρώπου μας μιλά για αυτά που τον απασχολούν, την καταξίωση στο κοινωνικό σύνολο, την εργασιακή επιτυχία, την ανάγκη της απόκτησης χρημάτων και μιας θέσης εν γένει στο κοινωνικό στερέωμα που θα σημάνει αυτόματα και την αυτοπραγμάτωση. Ο Τζέικ είναι ο καθρέφτης του κάθε ανθρώπου που κυνηγά ένα άπιαστο όνειρο, που γκρεμοτσακίζεται ενώ παλεύει να το πετύχει, είναι η προσωποποίηση του ονειροπόλου που δεν το βάζει κάτω αλλά που την ίδια στιγμή ξαναζεί έναν έρωτα, αυτόν με την Άννα, που τον αποδιοργανώνει και τον εκτροχιάζει από την σταθερή του πορεία.
Η ερωτική του ζωή πνέει και αυτή τα λοίσθια και προσπαθεί τουλάχιστον να πιαστεί από κάπου για να συνεχίσει να μάχεται για την επαγγελματική του αποκατάσταση. Ο ίδιος ομολογεί: “Χίλιες φορές να είμαι ο αντικειμενικός, ψύχραιμος παρατηρητής σκηνών αχαλίνωτης διασκέδασης, ο μοναχικός άντρας που παραμερίζει μ’ένα κουρασμένο χαμόγελο τις γυναίκες που τον πλευρίζουν και τις πολύχρωμες σερπαντίνες μέσα στις οποίες οι εχθροί της μοναχικότητας σπεύδουν να τον τυλίξουν”. Η Μέρντοχ γράφει ένα μυθιστόρημα γεμάτο βαθιά νοήματα σε έναν κόσμο που αλλάζει και μάλιστα ραγδαία, έναν κόσμο που μόλις έχει βγει από έναν πόλεμο οδυνηρό, έναν κόσμο που ακόμα δεν πατάει γερά στα πόδια του και αυτό καθρεφτίζεται δίχως άλλο στη ζωή του πρωταγωνιστή που αναζητά τα δικά του πατήματα σε ένα νέο περιβάλλον κοινωνικό και οικονομικό.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Μέσα στο δίχτυ»
«Αυτό, η εύρεση εργασία, ήταν κάτι που περιστασιακά επιχειρούσαν οι φίλοι μου, και πάντα φαινόταν να τους ταλαιπωρεί με μακροσκελείς και δύσκολες διαπραγματεύσεις, ακόμα και με ίντριγκες»