Το Φεστιβάλ Ηλιούπολης παρουσιάζει την καλοκαιρινή παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου “Τραχίνιες” σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου, την Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013.
Του Κρόνου ο γιός που κυβερνά
τίποτε δίχως πόνο δεν έχει αφήσει στους θνητούς.
Μα έπειτα έρχεται χαρά
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
και όλα κύκλους κάνουν
όπως στον ουρανό γυρνά
ο αστερισμός της Άρκτου.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο μετά την επιτυχημένη Άλκηστη και σκηνοθετεί έναν 26μελη θίασο σε μία από τις σπουδαιότερες τραγωδίες του Σοφοκλή που παρουσιάζεται για δεύτερη μόλις φορά στο Εθνικό Θέατρο – η πρώτη ήταν το 1970 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού.
Μια συγκλονιστική τραγωδία με θέμα το απόλυτο πάθος της Διηάνειρας για τον Ηρακλή και τις ακραίες συνέπειές του. Ένας κόσμος όπου ο έρωτας κινεί ορμητικά και ανεξέλεγκτα τις πράξεις των ηρώων, αλλά αναδεικνύεται δηλητηριώδης και καταστροφικός, καθώς η θεοί εκδικούνται και η γνώση δεν οδηγεί στο φως. Ένα έργο για τον τρόμο του ανθρώπου μπροστά σε ένα σύμπαν που προσπαθεί να δαμάσει αλλά αποδεικνύεται τελικά πως λίγο κατανοεί. Η Διηάνειρα, ερωτευμένη και απελπισμένη, θα προσπαθήσει να κερδίσει ξανά την αγάπη του Ηρακλή, με ένα ερωτικό φίλτρο από το αίμα του Κένταυρου Νέσσου – όμως στην προσπάθειά της να αποτρέψει το αναπόφευκτο θα προκαλέσει χωρίς να το θελήσει το θάνατο του αγαπημένου της.
Στην Τραχίνα η ερωτευμένη Διηάνειρα περιμένει με αγωνία την επιστροφή του Ηρακλή. Κι ενώ πλημμυρίζει με χαρά όταν ο κήρυκας Λίχας της ανακοινώνει ότι ο Ηρακλής επιστρέφει σώος και νικητής, βυθίζεται στη θλίψη όταν μαθαίνει ότι ο άντρας της είναι ερωτευμένος με τη νεαρή και όμορφη κόρη του Ευρύτου Ιόλη που βρίσκεται ανάμεσα στις σκλάβες. Απελπισμένη, θυμάται το αίμα που της είχε δώσει ο Κένταυρος Νέσσος για να το χρησιμοποιήσει σαν ερωτικό φίλτρο που θα μπορούσε να ξυπνήσει και πάλι την αγάπη του Ηρακλή. Ποτίζει με το αίμα έναν χιτώνα και τον στέλνει δώρο στον Ηρακλή να το φορέσει στις θυσίες που θα κάνει πριν έρθει στη πόλη. Το αίμα όμως είναι ποτισμένο με το δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας και λιώνει πάνω στις σάρκες του Ηρακλή όταν έρχεται σε επαφή με το φως και τη φωτιά. Τις φριχτές υποψίες της Διηάνειρας επιβεβαιώνει ο γιος της Ύλλος λέγοντάς της πως ο Ηρακλής αργοπεθαίνει με τρομερούς πόνους και έρχεται στην Τραχίνα. Η Διηάνειρα δεν θα τον δει ποτέ – αυτοκτονεί στο νυφικό της κρεβάτι ενώ ο Ηρακλής παραδίδεται στο θάνατο γνωρίζοντας πια πως όλοι οι παλιοί χρησμοί έχουν επαληθευτεί.
Συντελεστές:
Απόδοση – Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά – κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Κίνηση: Χρήστος Παπαδόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Μιχελή
Διανομή (με σειρά εμφάνισης):
Διηάνειρα: Άννα Μάσχα
Τροφός: Φιλαρέτη Κομνηνού
Ύλλος: Θάνος Τοκάκης
Κορυφαία: Άννα Καλαϊτζίδου
Άγγελος, Γέρων: Κώστας Μπερικόπουλος
Λίχας: Γιώργος Χρυσοστόμου
Ιόλη: Ελένη Μπούκλη
Ηρακλής: Αργύρης Ξάφης
Χορός:
Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Ηλιάνα Γαϊτάνη, Δάφνη Δαυίδ, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Αμαλία Κοσμά, Χαρά Κότσαλη, Ελίνα Μάλαμα, Ηρώ Μπέζου, Νάνσυ Μπούκλη, Ειρήνη Μπούνταλη, Σεβίλλη Παντελίδου, Ιωάννα Παρασκευοπούλου, Μαρίνα Σάττι, Καλλιόπη Σίμου, Αγγελική Τρομπούκη
Μουσικοί: Guido de Flaviis (Σαξόφωνα), Θοδωρής Βαζάκας (Κρουστά), Γιώργος Σκριβάνος (Φλάουτα)
Σημείωμα του σκηνοθέτη:
Οι Τραχίνιες του Σοφοκλή έχουν χαρακτηριστεί σαν το έργο της «γνώσης που έρχεται πολύ αργά». Πρόκειται για έργο βαθιά φιλοσοφικό, ιδιότυπο και εξαίσια ποιητικό. Είναι ίσως το πιο σπάνια παιγμένο έργο του αρχαίου τραγικού ίσως γιατί παρ’ ότι συναρπαστικό, αντιστέκεται στις υπεραπλουστευμένες ερμηνείες, καθώς το αμφίθυμο φως με το οποίο ο ποιητής φωτίζει τους ήρωες και την πλοκή του δεν τις υποβοηθά. Κι όμως μέσα απ’ αυτήν την συγκλονιστική σφαιρικότητα της οπτικής του Σοφοκλή και τα εσωτερικά νήματα πάνω στα οποία υφαίνει την εσωτερική δομή του, το έργο δικαιώνεται ως ένα λεπταίσθητο και ταυτόχρονα βίαια ορμητικό αριστούργημα. Η υπόθεσή του αφορά το τέλος του Ηρακλή. Του πιο σπουδαίου και παντοδύναμου ήρωα της Ελληνικής μυθολογίας. Παρ’ ότι οι εξωτερικοί κίνδυνοι που έχει αντιμετωπίσει υπήρξαν τεράστιοι το τέλος του έρχεται από τον «εσωτερικό» του περίγυρο, από ένα μαγικό φίλτρο με το οποίο η γυναίκα του Δηιάνειρα ποτίζει τον χιτώνα του πιστεύοντας ότι έτσι θα ξανακερδίσει τον έρωτά του. Έχουν όμως πέσει και οι δύο θύματα μιας μοιραίας πλάνης. Το φίλτρο είναι στην πραγματικότητα ένα δηλητήριο που διαβρώνει τις σάρκες του υπεράνθρωπου ήρωα και η Δηιάνειρα , η πιο ευγενής και τρυφερή από τις ηρωίδες του Σοφοκλή γίνεται άθελά της η ίδια αιτία καταστροφής του ανίκητου ως τότε άντρα της. Το περίεργο όμως είναι πως ο Σοφοκλής παρουσιάζει τον λαοφιλή αυτόν ήρωα «αρνητικό», ένα «τέρας» σχεδόν σαν αυτά που ο ίδιος εξόντωνε στους άθλους του. Σαν μια ακραία εικόνα του ανθρώπινου εγωισμού που όμως ταυτόχρονα γεννά τον οίκτο καθώς εξεγείρεται ενάντια στον «άδικο» αφανισμό του και μάχεται ως την τελευταία στιγμή το παράλογο του θανάτου.
Ο άνθρωπος όσο και αν πολεμάει να γνωρίσει το άγνωστο και να εδραιώσει την πολυπόθητη ασφάλεια στη ζωή του το πεπρωμένο πάντα θα τον ξαφνιάζει, όπως η φύση που παραμένει αδάμαστη, αναγεννητική συνάμα και καταστροφική, αδιαφορώντας για τους ανθρώπινους μόχθους, τις προσδοκίες και τις οργανωμένες προσπάθειες να διευρυνθούν τα ανθρώπινα όρια. Είναι όμως ταυτόχρονα πρωταρχική και ταυτόσημη ιδιότητα του ανθρώπου να αναζητά αυτό ακριβώς το ξεπέρασμα των ορίων του. Οπότε η μάχη παρατείνεται στο διηνεκές και κάθε ανθρώπινη γενιά όσο και να δείξει σύνεση, δύναται να γίνει μάρτυρας της πτώσης των «μύθων» της και των ηρώων της, ενώ ταυτόχρονα αυτή η «απομυθοποίηση» προκύπτει σαν μια σχεδόν φυσική ανάγκη για εξέλιξη και στη θέση του «μύθου» έρχεται ο «λόγος», η λογική, ο διάλογος. Στο τέλος , το κεντρικό «σώμα» της τραγωδίας η «κοινότητα» των απλών ανθρώπων, ο χορός που αποτελείται από άμαθα στην αρχή του έργου κορίτσια της Τραχίνας –του απόμακρου τόπου όπου λαμβάνουν χώρα τα ανήκουστα και που είναι αυτές , οι φαινομενικά ασήμαντες, που δίνουν τον τίτλο στο έργο- μυείται σε μια ωμή πραγματικότητα από πτώσεις γιγαντιαίων διαστάσεων . Σαν να δίνεται από την κοινότητα η βουβή υπόσχεση πως θα υποστηρίξουν τον Ύλλο ,τον ήρωα της δικής τους γενιάς, το γιό της Διηάνειρας και του Ηρακλή, στην προσπάθειά του να συζεύξει τα άκρα του φαινομενικά αγεφύρωτου χάσματος που χώριζε τους κόσμους και το ήθος των δύο γονιών του . Μέσα από την ανάληψη της ευθύνης να συνεχιστεί παρά τη φρίκη και τις απώλειες μια γενιά εξανθρωπισμένων πια απογόνων διαφαίνεται δειλά ένα μέλλον, αν όχι πιο εύκολο τουλάχιστον πιο συνειδητό, όπου ο άνθρωπος δεν υποτάσσεται χωρίς να αναρωτηθεί και να αμφισβητήσει ακόμα την παντοδυναμία μύθων, «θεών» και «τεράτων» κυρίως όμως και πάνω απ’ όλα την δική του.
Θωμάς Μοσχόπουλος