Τσακ Μπέρι: Η σκοτεινή πλευρά του «πατέρα του ροκ εν ρολ»

Σε ένα αφιέρωμα έξω από τα συνηθισμένα, πέρα από τα ροκ έπη, φέρνουμε στην επιφάνεια το αποσιωπημένο ποινικό παρελθόν του Τσακ Μπέρι και το άκαιρο του «ο νεκρός δεδικαίωται».

Συχνά αποδίδεται στον Τσακ Μπέρι η γέννηση του ροκ εν ρολ, κάτι που δεν ισχύει απόλυτα. Αν μπορούσαμε να πιάσουμε την άκρη του νήματος, θα χρειαζόταν να πάμε πολύ πολύ πίσω, στην αφετηρία των χορωδιακών σχημάτων των εκκλησιών του Νότου, εκεί όπου η πνευματικότητα απέκτησε έναν πολύχρωμο και δυναμικό χαρακτήρα. Η συνεισφορά του Τσακ Μπέρι εκτιμάται από το διαχρονικό αποτύπωμα του ήχου του και την επιρροή που άσκησε στην μουσική. Πράγματι δεν ήταν ο μόνος που έπαιξε ροκ. Θα ήταν άδικο προς όλους εκείνους που βοήθησαν να διαμορφωθεί μία ολόκληρη μουσική παράδοση. Όμως το δικό του παίξιμο καθόρισε την μετέπειτα πορεία και δημοτικότητα του είδους. Σε αντίθεση με τα συνήθη αφιερώματα σε σπουδαίους καλλιτέχνες, εδώ δεν επιχειρείται απλώς μία προσέγγιση του έργου του Τσακ Μπέρι, αλλά μία προσπάθεια να επαναφέρουμε στη μνήμη μας τις αρνητικές πλευρές της ζωής του, χωρίς να παραγνωρίζεται η καλλιτεχνική αξία του μουσικού.

Η καλλιτεχνική άνθηση

Ο Τσακ Μπέρι γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1925 στο Σεντ Λούις του Μιζούρι, σε μία οικογένεια που ενθάρρυνε το ενδιαφέρον του για τη μουσική. Παρά τα θετικά ερεθίσματα που είχε κατά την ανατροφή του, από νωρίς βρέθηκε με βεβαρημένο ποινικό μητρώο για κλοπές και μία απόπειρα ληστείας με χρήση όπλου κατά τη διάρκεια της πρώτης του προσπάθειας να επισκεφτεί στην Καλιφόρνια. Οι γονείς του ήταν παιδιά σκλάβων, ωστόσο η μητέρα του ήταν μία από τις λίγες μαύρες γυναίκες της εποχής που είχαν πτυχίο πανεπιστημίου, ενώ μάλιστα διετέλεσε και διευθύντρια σχολικής μονάδας. Από την άλλη, ο πατέρας του ήταν ξυλουργός και διατελούσε πάστορας στην τοπική εκκλησία Βαπτιστών, όπου συγκεντρωνόταν όλη η κοινότητα. Εκεί ο Τσακ Μπέρι μυήθηκε στη μουσική από μικρός, ένα ενδιαφέρον που διατήρησε καθ’ όλη την εφηβική του ηλικία, μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε μαζί με μία παρέα φίλων να εγκαταλείψουν το σχολείο και να κινηθούν δυτικά, προς την Καλιφόρνια. Η διαδρομή τους ήταν σαρωτική, με τους νεαρούς να προβαίνουν σε μικροκλοπές και φάρσες με ψεύτικα όπλα, όπως ανέφερε ο Μπέρι στη βιογραφία του, και δεν άργησε να σταματήσει βίαια με τη σύλληψή τους, την πρώτη από τις πολλές που ακολούθησαν. Ο Τσακ Μπέρι πέρασε τρία χρόνια σε αναμορφωτήριο, απ’ όπου αποφυλακίστηκε μία μέρα σαν και σήμερα, ανήμερα των 21ων γενεθλίων του.

Με την επιστροφή στην κοινότητα, ο Τσακ Μπέρι συμμορφώθηκε με τις κοινωνικές επιταγές. Το 1948 παντρεύτηκε την Τόντι Σαγκς, με την οποία έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του, και έκανε διάφορες δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του, παίζοντας ερασιτεχνικά και σε μουσικά κλαμπ του Σεντ Λούις. Η εκ νέου ενασχόλησή του με τη μουσική αυτή τη φορά είχε καλύτερα αποτελέσματα, καθώς απέσπασε το πρώτο του συμβόλαιο με την Chess Records και ένα κοινό που λάτρευε τις country συνθέσεις του, που συνήθως αποδιδόταν σε λευκούς μουσικούς, με Rhythm & Blues στοιχεία.

Με την Chess ο Μπέρι ηχογράφησε τα πιο γνωστά κομμάτια του: το «Maybellene» (1955), μία διασκευή του κλασικού «Ida Red», το «Roll Over Beethoven» (1956), το «Rock and Roll Music» (1957) και το γνωστότερο όλων «Johnny B. Goode» (1958), μεταξύ άλλων. Το ακατέργαστο R&B του άρχισε να γίνεται γνωστό στους μουσικούς κύκλους της εποχής, όμως αποδοκιμάστηκε από το μαύρο κοινό, που τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 έδειχνε μεγαλύτερη αδυναμία στην Motown μουσική. Η επιρροή που άσκησε τα προσεχή χρόνια ήταν παροιμιώδης. Σπάζοντας τα όρια του «μαύρου ήχου» και των κλειστών κλαμπ του Σικάγο, οι συνθέσεις του μπήκαν στα μεγαλύτερα στούντιο και σαλόνια του κόσμου, καθώς τις οικειοποιήθηκε μία σειρά μουσικών που σήμερα θεωρούνται οι κορυφαίοι της ροκ, αναφέροντας ενδεικτικά τους Beatles, τους Rolling Stones και τους Led Zeppelin από την Αγγλία και τους Έλβις Πρίσλεϊ, Μπρους Σπρίνγκστιν και Beach Boys από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πέρα από τον ήχο, η ευρηματικότητα του Μπέρι αναγνωρίζεται και στο στιχουργικό κομμάτι. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 2016, όταν ο Μπομπ Ντίλαν έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το Esquire έγραψε, «με όλο τον σεβασμό… Ο Τσακ Μπέρι είναι ο αληθινός ποιητής του ροκ εν ρολ».

Η προσωπική πτώση

Εκτός από τις επιτυχίες και τη δόξα, η ζωή του μεγάλου μουσικού παρουσιάζει αρκετές σκιές. Μία σύλληψη και καταδίκη, που σημειώθηκε ενώ εκείνος βρισκόταν στην κορυφή της καριέρας του είχε λάβει τεράστιες διαστάσεις την εποχή εκείνη, σήμερα όμως φαίνεται να έχει ξεχαστεί. Το 1959 ο Μπέρι συνελήφθη σύμφωνα με τον νόμο Μανν επειδή πέρασε τα σύνορα μαζί ένα 14χρονο κορίτσι, την Τζάνις Εσκαλάντι. Ο νόμος Μανν είναι η κοινή ονομασία για μια ομοσπονδιακή νομοθεσία που αρχικά ήταν γνωστή ως Νόμος των Ηνωμένων Πολιτειών για την κυκλοφορία των λευκών σκλάβων του 1910. Αν και προοριζόταν ως εργαλείο για την καταστολή της οργανωμένης πορνείας, η αόριστη γλώσσα του νόμου Μανν σχετικά με τη μεταφορά γυναικών για «ανήθικους σκοπούς» κατέστησαν τις διατάξεις του σε γενικές γραμμές ανεφάρμοστες, όμως εφαρμόστηκε στην περίπτωση του Τσακ Μπέρι, ο οποίος καταδικάστηκε για το έγκλημα και εξέτισε ποινή φυλάκισης δύο ετών. Σύμφωνα με τον ίδιο τον κατηγορούμενο, μετέφερε την Εσκαλάντι στο Σεντ Λούις προκειμένου να πιάσει νόμιμα δουλειά στο κλαμπ του. Η υπεράσπιση του Μπέρι δεν κρίθηκε αξιόπιστη από το σώμα των ενόρκων, που αποτελούταν αποκλειστικά από λευκούς άνδρες και το 1960 καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε ετών και πρόστιμο 5.000 δολαρίων. Η αρχική καταδίκη ακυρώθηκε λόγω ρατσιστικών σχολίων και προκαταλήψεων και διατάχθηκε νέα δίκη από ομοσπονδιακό εφετείο, όπου ο Μπέρι θα καταδικαζόταν ξανά σε επανάληψη τον Μάρτιο του 1961. Όπως ανέφερε ο μουσικός και επί χρόνια συνεργάτης του, Καρλ Πέρκινς, το περιστατικό άλλαξε για πάντα τον Μπέρι. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 η απόδοσή του άρχισε να φθίνει, όπως και η παραγωγή νέας μουσικής.

Ωστόσο, οι περιπέτειές του με τον νόμο δεν τελείωσαν το ’60. Μετά τις τακτικές συλλήψεις και κατηγορίες για φοροδιαφυγή, που συχνά αποδίδονται σε μουσικούς οι οποίοι πληρώνονται τοις μετρητοίς και όχι με πίστωση, το 1989 υπήρχαν στοιχεία ότι ο μουσικός μετέφερε μεγάλα φορτία κοκαΐνης στη θήκη της κιθάρας του. Η έρευνα αποδείχτηκε φιάσκο αναφορικά με τα ναρκωτικά, καθώς στο σπίτι του βρέθηκαν μόλις λίγα γραμμάρια κάνναβης, τρία όπλα και περισσότερα από 122.000 δολάρια μετρητά. Το πιο σκανδαλώδες εύρημα ήταν το τεράστιο αρχείο πορνογραφίας, συμπεριλαμβανομένων δεκάδων βιντεοκασετών, φωτογραφιών και βιβλίων, μερικά από τα οποία φαίνονταν να δείχνουν ανήλικα κορίτσια. Την ίδια εποχή, ο Μπέρι μηνύθηκε από τις γυναίκες υπαλλήλους του εστιατορίου του, καθώς αποδείχτηκε ότι είχε τοποθετήσει βιντεοκάμερα στο μπάνιο του εστιατορίου του. Ο Μπέρι ισχυρίστηκε ότι είχε εγκαταστήσει την κάμερα για να πιάσει μία εργαζόμενη που ήταν ύποπτη για κλοπή από το εστιατόριο, κάτι που καταρρίπτεται από το υλικό που φάνηκε να διατηρεί στο αρχείο του. Παρόλο που η ενοχή του δεν αποδείχθηκε ποτέ στο δικαστήριο, το 1994 ο Μπέρι δέχτηκε τον συμβιβασμό απέναντι σε ομαδική αγωγή, πληρώνοντας 830.000 δολάρια και συμφώνησε επίσης με μια παρόμοια αγωγή, που είχε καταθέσει μια πρώην εργαζόμενη σε εστιατόριο και μια άλλη γυναίκα για 310.000 δολάρια.

Η μεταθανάτια αποσιώπηση

Σίγουρα το έργο δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον δημιουργό· η cancel culture δεν είναι η λύση σε μία εποχή επαναπροσέγγισης και επανεξέτασης της τέχνης υπό τους κοινωνικούς όρους που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια. Από την άλλη, η νοοτροπία «άλλοι καιροί, άλλα ήθη» και η επευφημία καλλιτεχνών, αποφεύγοντας τις αναφορές στις ακανθώδεις πτυχές της ζωής τους δημιουργούν μία ύποπτη, αν όχι απαράδεκτη, κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όπου οι αμαρτίες ξεπλένονται με τις καθαγιασμένες δεξιότητες, είτε αυτές είναι οι υποκριτικές, είτε οι μουσικές. Όπως αναφέρει η αρθρογράφος Hadley Freeman στην Guardian, οι περισσότεροι έσπευσαν να αποχαιρετίσουν τον Τσακ Μπέρι με δακρύβρεχτες ιστορίες και αναφορές στην σπουδαία συνεισφορά του στη μουσική. Κανένας δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη μουσική ιδιοφυΐα του, όμως η αποσιώπηση των αρνητικών, κι εν προκειμένω εγκληματικών, γεγονότων προβληματίζει και προσβάλλει τόσο τις γυναίκες που υπέφεραν από τις πράξεις του ίδιου όσο και τη συλλογική προσπάθεια να πάψουν οι παραβιαστικές συμπεριφορές.

Κι αν τέτοιου είδους συμπεριφορές αποδίδονται στον sui generis χαρακτήρα των δραστών ή στο δόγμα «σεξ, ναρκωτικά, ροκ εν ρολ», δεν θα πρέπει να ρομαντικοποιούνται αλλά να συμπληρώνουν το παζλ του χαρακτήρα που γέννησε το κάθε έργο τέχνης. Και στην περίπτωση του Τσακ Μπέρι, αξίζει να θεωρείται ο μουσικός που προσέφερε την πιο συνεκτική και θελκτική απόδοση του ροκ εν ρολ σε μία νέα γενιά μουσικών. Γι’ αυτό το αξεπέραστο αποτύπωμα, ο Τσακ Μπέρι αξίζει να θεωρείται «πατέρας του ροκ εν ρολ», όχι επειδή αποτέλεσε το σημείο μηδέν, αλλά για τον κεφαλαιώδη ρόλο του στο γενεόγραμμα του ροκ, καθώς κατάφερε να ενώσει πολλά διακριτά στοιχεία από την τζαζ και την μπλουζ και να δημιουργήσει μοναδικής δύναμης κομμάτια. Κι όπως κάθε πατέρας, έτσι κι αυτός χάραξε μία πορεία πέρα από το πεντάγραμμο, με την οποία οφείλουμε να αναμετρηθούμε.

Πηγή: Bruce Pegg: The Life and Hard Times of Chuck Berry, britannica.com, countrymusichalloffame.org, rockhall.com, nypost.com, npr.com, guardian.com, history.com, rocking.gr

Φωτογραφία: “Chuck Berry With Bruce Springsteen & The E Street Band – Johnny B. Goode”, Rock & Roll Hall of Fame, YouTube

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ