«Οφείλουμε ακόμα να μάθουμε πώς να είμαστε σύγχρονοι του Τζόυς». Με αυτή τη φράση ξεκινάει ο Ρίτσαρντ Έλμαν τη βιογραφία του Τζέημς Τζόυς (1882-1941), δεκαοχτώ χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του Οδυσσέα και της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν.
Στην Επικίνδυνη γραφή ο Φεντερίκο Σαμπατίνι, καθηγητής σύγχρονης λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, συγκεντρώνει αποσπάσματα από τα μυθιστορήματα, τα δοκίμια, τις επιστολές και αυτοβιογραφικά κείμενα του Τζόυς, ξεδιπλώνοντας το πανόραμα της σκέψης του. Ο συγγραφέας γράφει «επικινδύνως» όταν εξερευνά τους πιο κρυφούς μαιάνδρους της ζωής, μας λέει ο Τζόυς – ο αναγνώστης του Τζόυς πρέπει να είναι έτοιμος να «διαβάσει επικινδύνως», να αντιμετωπίσει μια πορεία που, ακόμα και όταν φαίνεται εύκολη και ακίνδυνη, κρύβει στην πραγματικότητα μια διαρκή πρόκληση.
Το έργο του Τζόυς, υποδειγματικό και σήμερα, βυθίζει τις ρίζες του στο βάθος της ανθρώπινης εμπειρίας και την ίδια στιγμή την αποχωρίζεται, υπηρετώντας την πρόθεση όχι να απεικονίσει ή να περιγράψει, αλλά να «αναδημιουργήσει ζωή από τη ζωή».
«Το σημαντικό δεν είναι αυτό που γράφουμε αλλά πώς γράφουμε και, κατά τη γνώμη μου, ο σύγχρονος συγγραφέας πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα διατεθειμένος να ριχτεί στην περιπέτεια διατρέχοντας οποιονδήποτε κίνδυνο».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Τζέημς Τζόυς
Ο Τζέημς Τζόυς γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1882 σ’ ένα προάστιο του Δουβλίνου, το µεγαλύτερο από τα δέκα παιδιά µιας τυπικής ιρλανδικής οικογένειας – πατέρας αντικληρικαλιστής και φιλελεύθερος, µητέρα πιστή καθολική. Σπούδασε µετ’ εµποδίων, λόγω των προβληµάτων της αρχικά εύπορης και στη συνέχεια κατεστραµµένης οικονοµικά οικογένειάς του, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά στο University College του Δουβλίνου.
Άρχισε να δηµοσιεύει, κυρίως κριτικές, από το 1900 και εντεύθεν, ενώ παράλληλα τραγουδούσε για λόγους βιοπορισµού, καθώς ήταν θαυµάσιος τενόρος. Τον Ιανουάριο του 1904 ολοκλήρωσε το Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία (Εκδόσεις Πατάκη 2001, εισαγωγή-µετάφραση Άρης Μπερλής), η δηµοσίευση του οποίου, ωστόσο, απορρίφθηκε, και την ίδια χρονιά, στις 6 Ιουνίου, γνωρίστηκε µε τη Νόρα Μπάρνακλ, καµαριέρα τότε σε ξενοδοχείο. Την ερωτεύτηκε µε πάθος και µαζί της εγκατέλειψε τον Οκτώβριο την Ιρλανδία.
Αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Ζυρίχη και στη συνέχεια στην Τεργέστη, όπου ο Τζόυς εργάστηκε ως δάσκαλος στη σχολή Berlitz. Εκεί γεννήθηκαν τα δυο τους παιδιά, ο Τζόρτζιο και η Λουτσία, και εκεί έζησαν επί δεκαπέντε χρόνια, µε µια διακοπή τον Ιούλιο του 1906, όταν µετοίκησαν στη Ρώµη, όπου ο Τζόυς βρήκε δουλειά σε τράπεζα. Το 1909 προσπάθησε, σε συνεργασία µε άλλους επιχειρηµατίες, να λειτουργήσει έναν κινηµατογράφο στο Δουβλίνο, εγχείρηµα που δε στέφθηκε µε επιτυχία, και παράλληλα αγωνιζόταν να εκδώσει τη συλλογή διηγηµάτων του Δουβλινέζοι. Το βιβλίο τυπώθηκε το 1914 από τον οίκο Grant Richards.
Την ίδια χρονιά άρχισε να δηµοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό Egoist το Πορτρέτο του καλλιτέχνη και ο ίδιος αφοσιώθηκε στη συγγραφή του Οδυσσέα. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσµίου πολέµου έζησε στη Ζυρίχη και µετά τη λήξη του, έπειτα από πρόσκληση του ποιητή Έζρα Πάουντ, µετοίκησε στο Παρίσι, όπου και παρέµεινε για τα επόµενα περίπου 20 χρόνια. Το 1922 εκδόθηκε ο Οδυσσέας, ενώ την ίδια περίοδο επεξεργαζόταν το µυθιστόρηµα Αγρύπνια των Φίννεγκαν, το οποίο εκδόθηκε ολοκληρωμένο, µετά από βασανιστική προσπάθεια, το 1939.
Στις 4 Ιουλίου 1931, ύστερα από 27 χρόνια κοινής ζωής, ο Τζόυς παντρεύτηκε τη Νόρα Μπάρνακλ (από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν οι επιστολές του προς την ισόβια σύντροφό του, Γράμματα στη Νόρα, μετάφραση Κατερίνα Σχινά, 2013). Στις 14 Δεκεµβρίου 1940 η οικογένεια Τζόυς εγκατέλειψε το Παρίσι για τη Ζυρίχη, όπου έναν µήνα αργότερα, στις 13 Ιανουαρίου 1941, ο Τζόυς, εξαντληµένος από τον χρόνιο αλκοολισµό του, θα πεθάνει πρόωρα, σε ηλικία 58 ετών.