Το «Something About England» των Clash συμπεριλήφθηκε στο «Sandinista!» του 1980, έναν δίσκο που οδήγησε στα άκρα τη σύγκρουση μεταξύ του συγκροτήματος και της δισκογραφικής CBS, όταν ζήτησαν να κυκλοφορήσει ως τριπλό άλμπουμ σε τιμή ενός απλού single. Τα τερτίπια που σκάρωνε ο Τζο Στράμερ (Joe Strummer) και η παρέα του στους κατά καιρούς μεγάλους των δισκογραφικών συνεχίζουν να διαδίδονται από στόμα σε στόμα μεταξύ των μουσικόφιλων και αποτελούν ενδεικτική στάση ενός συγκροτήματος που δεν θυσίασε την καλλιτεχνική δημιουργία για το κέρδος. Κι αν οι Clash θεωρούνται οι τελευταίοι πραγματικοί punk rockers, ο Στράμερ ήταν ένας ταξικός αποστάτης που έκανε τον τρόπο ζωής του συμβατό με τη μουσική του και όχι τούμπαλιν, όπως συνηθίζεται στα πλαίσια του lifestyle. Με αφορμή τη γέννησή του στις 21 Αυγούστου του 1952, εξερευνούμε γιατί ο Strummer ήταν ένας από τους τελευταίους rock θρύλους.
“So leave me now the moon is up /But remember all the tales I tell /The memories that you have dredged up/ Are on letters forwarded from hell”.
Η εποχή του Woody
Ο Τζο Στράμερ γεννήθηκε ως John Graham Mellor στην Άγκυρα, μία μέρα σαν σήμερα. Ο πατέρας του Ronald Ralph Mellor ήταν μέλος του βρετανικού διπλωματικού σώματος που κινούνταν από τόπο σε τόπο τακτικά, ενώ η μητέρα του Anna Mackenzie εργαζόταν ως νοσοκόμα και ακολουθούσε τις μεταθέσεις του συζύγου της. Τα πρώτα χρόνια ακολούθησε κι αυτός τις συχνές οικογενειακές μετακινήσεις, ενώ λίγο πριν τα δέκα του χρόνια εισήχθη στο City of London Freemen’s School στο Σάρεϊ, έξω από το Λονδίνο. Παρότι κορόιδευε το πλαίσιο του ιδιωτικού σχολείου όπου φοιτούσε, παραδεχόταν συχνά ότι αποτέλεσε αφορμή για να ακούσει rock μουσική, και ειδικότερα εκείνη που προερχόταν από την άλλη όχθη του Ατλαντικού. Οι επιρροές του rock ‘n’ roll και της folk ήταν έκδηλες από τα πρώτα μουσικά του βήματα, ενώ είχε υιοθετήσει και το ψευδώνυμο Woody Mellor, ως φόρο τιμής στον Woody Guthrie, γνωστό μουσικό της folk και ενεργό αντιρατσιστή. Όπως σημειώνει ο Brian Cogan, ο Strummer δεν ήταν μόνο πιο κοσμοπολίτης από τους άλλους μαθητές, ήταν εκείνος που πειραματιζόταν περισσότερο. Δεν είναι σαφές εάν ο Strummer ντρεπόταν για τους γονείς του ή απλά χρειαζόταν μια αλλαγή, αλλά πριν το καταλάβουν οι περισσότεροι φίλοι του, ο νεαρός John Mellor είχε εξαφανιστεί και στη θέση του είχε φτάσει ένα νέο πλάσμα, ο Γούντι, ο περιπλανώμενος μουσικός.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Τα επόμενα χρόνια ενεπλάκη με τις σπουδαστικές ενώσεις και τα συνδικάτα και έγινε μέλος των Flaming Youth που αργότερα μετονομάστηκαν σε Vultures (1973). Το 1974, το συγκρότημα διαλύθηκε και ο Strummer έπαιζε περιστασιακά στο δρόμο για λίγο και στη συνέχεια αποφάσισε να δημιουργήσει ένα άλλο συγκρότημα με τους συγκάτοικούς του, που ονομαζόταν 101ers, αφού που πήρε το όνομά του από τη διεύθυνση του οικήματος όπου είχαν κάνει κατάληψη, στην 101 Walterton Road στο Maida Vale. Αλλά ο Γούντι δεν ήταν απλώς ένας folk κιθαρίστας. Από νωρίς είχε αρχίσει να εργάζεται πάνω σε πιο πολυπολιτισμική κοσμοθεωρία. Σύμφωνα με τον Salewicz, «ένα από τa κύρια θέματα στον στίχο των Clash ήταν η άνοδος μιας πολυπολιτισμικής Βρετανίας». Ενώ προσπάθησε να ενσωματώσει τις ιδέες του στους 101’ers, τα άλλα μέλη της μπάντας αντιστεκόταν και τα reggae πειράματά τους περιορίζονταν σε μεγάλο βαθμό μόνο στις πρόβες. Ο Strummer βρέθηκε ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους και δύο αντικρουόμενες ταυτότητες από νωρίς. Αυτή δεν θα ήταν η τελευταία φορά. Ο νεαρός Mellor φάνηκε να περιορίζεται από τον Woody και η σπουδή του πάνω στο punk τον οδήγησε σε αλλαγή ταυτότητας, στην υιοθέτηση της νέας του περσόνας, που έμελλε να τον κάνει γνωστό: αυτή του Joe Strummer.
The Clash και πολιτικό punk rock
Ανοίγοντας μία συναυλία των Sex Pistols, ο Strummer είδε το φως το αληθινό και γνώρισε τους Bernie Rhodes και Mick Jones, αυτούς που έμελλαν να γίνουν οι μουσικοί συνοδοιπόροι του για τα επόμενα χρόνια. Μαζί με τους Paul Simonon και Nicky Headon έφτιαξαν τους The Clash, το συγκρότημα που άλλαξε μια για πάντα τον ρου της παγκόσμιας μουσικής. Μέσα σε 10 χρόνια, από το 1976 έως το 1986, οι Clash κυκλοφόρησαν τα «The Clash» (1977), «Give ‘Em Enough Rope» (1978), «London Calling» (1979), «Sandinista!» (1980), «Combat Rock» (1982) και «Cut The Crap» (1985).
Ο ήχος των Clash ήταν λιγότερο αντισυμβατικός από αυτόν των Sex Pistols, και οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες αφού μιλάμε για τις δύο πιο γνωστές punk rock μπάντες της Βρετανίας εκείνη την εποχή. Οι πρώτοι ήταν μελωδικοί, οι δεύτεροι εκρηκτικοί, οι πρώτοι είχαν επιρροές από dub και ήχους της Καραϊβικής, οι δεύτεροι ήταν φασαριόζοι και άτεχνοι νέοι. Ο σκοπός ήταν ο ίδιος, να προκαλέσουν τον κατεστημένο καθωσπρεπισμό, τα μέσα όμως διέφεραν. Η μουσική των Clash ενθάρρυνε και προώθησε την υιοθέτηση ενός «κοινού σκοπού» μεταξύ της λευκής νεολαίας της εργατικής τάξης, των μαύρων και των μεταναστών. Αγκάλιασαν τη dub και reggae στη μουσική τους, και ενσωμάτωσαν ακόμη και τον πρώιμο ήχο ραπ όταν το hip-hop ήταν ακόμα στα γεννοφάσκια του. Το punk ήταν ένας συμβολικός τόπος που παρείχε στον Strummer το τέλειο χωνευτήρι ήχων και εμπειριών, τσαμπουκά, βιτριολικού χιούμορ, προώθηση της μουσικής των καταπιεσμένων που έμεναν στη σκιά στο αυστηρό περιβάλλον των ’70 που πάσχιζε να συνέλθει από τα ανέμελα ‘60s.
Το punk του επέτρεψε να μετατραπεί από εργαζόμενος μουσικός σε ήρωας της εργατικής τάξης, αυτός που μιλάει εκ μέρους της και εκφράζει τις ανησυχίες της. Ήδη από τη νεαρή του ηλικία ο Strummer ήταν θετικά διακείμενος προς τον διεθνισμό και τις ανοικτές πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Η αυτοκτονία του αδερφού του τον επηρέασε σημαντικά, καθώς και η γενικότερη αποξένωσή του από την οικογένεια και η στροφή στο ναζισμό και το Εθνικό Μέτωπο της Αγγλίας. Ο Strummer συνεργαζόταν τακτικά με πολιτικές οργανώσεις και δήλωνε την εναντίωση του στην αστυνομική βία, τον ρατσισμό, την καταπίεση και το μιλιταρισμό, κομβικούς άξονες της θατσερικής διακυβέρνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι το «London Calling» είναι άμεσα συνυφασμένο με τους ταξικούς και πολιτικούς αγώνες ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία, ενώ το «Sadinista!» είναι αφιερωμένο στους επαναστάτες που ανέτρεψαν τον δικτάτορα Anastasio Somoza Debayle στη Νικαράγουα. Μαζί με τους Clash συμμετείχε στην Anti-Nazi League και στο Rock Against Racism, ενώ υποστήριξαν τις δράσεις της αναρχικής οργάνωσης Class War, διοργανώνοντας ζωντανές εμφανίσεις διαμαρτυρίας.
Το «παιδικό όνειρο» των Mescaleros
Όταν οι Clash άρχισαν να καταρρέουν, ο frontman τους βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα της εμπορευματοποίησης ή της διάλυσης, και επέλεξε τη δεύτερη επιλογή. Ο Strummer συνέχισε να δουλεύει με εκκεντρικές φυσιογνωμίες της μουσικής και underground σκηνοθέτες, κάνοντας cameo εμφανίσεις σε ταινίες, ενώ διετέλεσε και παραγωγών μεταξύ άλλων και των θρυλικών Pogues. Ο Strummer είχε κατακτήσει ένα stardom το οποίο δεν μπορούσε να αποποιηθεί, αλλά δεν το υιοθέτησε και ποτέ. Όσο ο John Lydon των Sex Pistols πρωταγωνιστούσε σε διαφημίσεις για βούτυρο, ο Strummer έμενε γνωστός μόνο για τις μουσικές του δραστηριότητες, οι οποίες συνοδεύονταν από πολιτικά προτάγματα. Παρότι είχε απομυθοποιήσει την ιδέα της επαναστατικής ανατροπής, εργαζόταν ενεργά προς την κοινωνική σύμπνοια και τη δημιουργία αντιστάσεων απέναντι στην διχαστική εξουσία. Ήταν ενεργός υποστηρικτής περιβαλλοντικών οργανώσεων, ακόλουθος των δράσεων κατά των πυρηνικών όπλων, συνειδητοποιημένος vegetarian, συναγωνιστής των κοινωνικών διεκδικήσεων. Δηλωμένος εραστής της αμερικανικής μουσικής και της τοπικής κουλτούρας, συνήθιζε να εκτοξεύει καταγγελίες ενάντια στις παρεμβάσεις των ΗΠΑ σε τρίτα κράτη και στο απόστημα της βρετανικής αποικιοκρατίας, που συνέχιζε να ενυπάρχει στο συλλογικό φαντασιακό ενός λαού που ακόμα δεν δεχόταν ότι το αυτοκρατορικό παρελθόν είχε περάσει μια και καλή στην ιστορία.
Οι τελευταίες του δουλειές με τους Mescaleros ήταν μία προσπάθεια επανεφεύρεσης της σύγχρονης reggae, επιστρέφοντας τις ρίζες του Woody και της folk. Όπως ισχυρίζεται ο Brian Cogan, o Strummer ένιωθε ότι οι Mescaleros ήταν το «παιδικό του όνειρο», εκεί όπου μπορούσε να είναι ο εαυτός του και να συγκεράσει τις προσωπικότητες που είχε δημιουργήσει καθ’ όλη την πορεία του. Έχοντας μεταβολίσει όλες τις μουσικές επιρροές του, δημιουργούσε συνεκτικές μελωδίες που δεν απομακρύνονταν από τον στόχο της επιδίωξης της κοινωνικής αλλαγής. Ο Strummer έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 50 ετών μετά από καρδιακή ανακοπή, έχοντας καταφέρει να επιτύχει αυτό που ονειρευόταν: να οξύνει την ευελιξία των ορίων μεταξύ μουσικών ειδών και πολιτισμών και να δώσει φωνή σε όσους αναζητούσαν τη συσπείρωση μέσα από τη μουσική.
Πηγή: joestrummerfoundation.org, theconversation.com, gq-magazine.co.uk, uncut.co.uk, mic.gr, mixanitouxronou.gr, Barry J. Faulk, Brady Harrison (2014): Punk Rock Warlord: The Life and Work of Joe Strummer, Gregor Gall (2022): The punk rock politics of Joe Strummer
Photo Credits: John Coffey