Η Πινακοθήκη Γρηγοριάδη παρουσιάζει την έκθεση Υπαιθρισμός και τοπιογραφία, στην οποία το κοινό θα συναντήσει αρκετές γενιές τοπιογράφων …
Οι διαφορετικές επιδράσεις που ο καθένας έχει δεχθεί, οι αποκλίσεις, αλλά και οι συνάφειές τους συνθέτουν μιαν εικόνα της εξέλιξης της ελληνικής τοπιογραφίας.
Γνωρίζουμε ότι η τοπιογραφία στη χώρα μας υπήρξε πάντα μια δύσκολη υπόθεση. Για ιστορικούς λόγους δεν μπορέσαμε να ευθυγραμμιστούμε με τις αντίστοιχες δυτικές τάσεις από την Αναγέννηση και ύστερα. Αυτό το γεγονός είχε αρνητικές συνέπειες στη βαθύτερη και πιο ουσιαστική αντίληψη των γεγονότων, των ρευμάτων και των τάσεων που δημιουργούνταν την ίδια εποχή στην Ευρώπη.
Η εξέλιξή της τοπιογραφίας προσδιορίζεται από ουσιώδεις ασυνέχειες. Για παράδειγμα, η γενιά του τριάντα έχει μία ανθρωποκεντρική στόχευση και άρα η τοπιογραφία, εκ των πραγμάτων, τίθεται σε δεύτερη μοίρα. Στη συνέχεια, οι αναζητήσεις της πρωτοπορίας, τις δεκαετίες του πενήντα/εξήντα τη θεώρησαν ένα συντηρητικό είδος και δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με αυτό. Μόνο αργότερα, στη γενιά του σαράντα παρατηρείται μία επιστροφή στην υπαιθριστική ζωγραφική που αντιμετωπίστηκε ως ένα περιθωριακό φαινόμενο. Η γενιά του τριάντα απομακρύνθηκε από τον πρώτο ελληνικό υπαιθρισμό του Χατζή, του Μαλέα ή του Λύτρα. Αυτό το κομμένο νήμα προσπαθεί να ανασυνδέσει η γενιά του σαράντα -η δεύτερη και τελευταία σχολή υπαιθριστών στη χώρα μας- και σ’ αυτό το στοιχείο συνίσταται η σπουδαιότητά της, αλλά και η αμφισημία της προσπάθειάς της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αποτελεί παράδοξο το γεγονός ότι η ιμπρεσιονιστική ζωγραφική στη χώρα μας δεν απέκτησε ποτέ τα χαρακτηριστικά ενός ηγεμονικού ρεύματος. Όταν αναπτύσσεται στην Ευρώπη ως κυρίαρχο ρεύμα, η Ελληνική ζωγραφική βρίσκεται στον αστερισμό του ρομαντισμού και του κλασικισμού. Όταν εδώ παρουσιάζεται, έχει απωλέσει τον επαναστατικό χαρακτήρα που είχε άλλοτε στην Ευρώπη. Στην παρούσα έκθεση παρουσιάζονται σημαντικά έργα που ανήκουν στη ρομαντική παράδοση αλλά και στον Ελληνικό μοντερνισμό. Έργα των οποίων η παρουσία αποτελεί μία συνεχή αντιπαραβολή με την ιμπρεσιονιστική ζωγραφική της ίδιας περιόδου. Το σημαντικό, όμως, ήταν να ανασυγκροτηθεί η πλούσια – εν πολλοίς απωθημένη- ιμπρεσιονιστική παράδοση της τοπιογραφίας. Ιδιαίτερη σημασία έχει η έκθεση σήμερα, σε μία περίοδο που μέσα από το έργο αρκετών ιστορικών γίνεται προσπάθεια να ξαναδιατυπωθεί το περιεχόμενο της εθνικής μας σχολής.
Φιλοξενούνται έργα των: Edward Dodwell, Βικέντιου Μποκατσιάμπη, Αιμίλιου Προσαλέντη, Βασίλειου Χατζή, Λουκά Γεραλή, Επαμεινώνδα Θωμόπουλου, Στέλιου Μηλιάδη, Κωνσταντίνου Ρωμανίδη, Έκτωρα Δούκα, Γιώργου Παπάζογλους, Πέτρου Παχατουρίδη, Νικόλαου Βακαλό, Βάσου Γερμενή, Νικόλαου Νάκη, Μίκη Ματσάκη, Κώστα Πλακωτάρη, Κωνσταντίνου Παρθένη, Κωνσταντίνου Μαλέα, Γιώργου Γουναρόπουλου, Σπύρου Παπαλουκά, Φώτη Κόντογλου, Γεράσιμου Στέρη, Σπύρου Βασιλείου, Γιώργου ΜαυροοΪδη, Δημήτρη Κόκορη, Δημήτρη Δαρζέντα, Γιάννη Σεργουλόπουλου, Βύρωνα Μάγκου, Κώστα Κουνάδη, Θεόδωρου Μάρκελλου, Βλάσση Κανιάρη.
Eπιμέλεια: Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος.