Από τη Νομική στο Θέατρο και στη Λογοτεχνία. Πολυμεταφρασμένος και πολυβραβευμένος δηλώνει πως: «Η ατομική μας εξέλιξη, από την μέρα που γεννιόμαστε ως τη μέρα που πεθάνουμε, είναι μια συναρπαστική, αν και συχνά επώδυνη, διαδικασία και δίνει ένα κάποιο νόημα στην τρομακτική αντίστροφη μέτρηση του χρόνου ζωής μας» και πιστεύει πως: «στην ιστορία της λογοτεχνίας εγγράφονται οι συγγραφείς που έπλασαν συγκλονιστικούς ήρωες». Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα, από τις εκδόσεις ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ, με το βιβλίο του «Οι τέσσερις τοίχοι» το 2000 και τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου του περιοδικού “Διαβάζω”. Ακολούθησε το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Ο φιλοξενούμενος» το 2004. Στην πεζογραφική του παραγωγή, ακολούθησαν, η συλλογή διηγημάτων «Φυσικές ιστορίες» 2006 και το μυθιστόρημα «Το ελάχιστο ίχνος» για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Πεζογραφίας του Λογοτεχνικού περιοδικού ΚΛΕΨΥΔΡΑ. Η σχέση του το θέατρο μετρά σημαντικές παραστάσεις και συνεργασίες και διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε θεματικές ανθολογίες και έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Σεμνός, διακριτικός και ευθύβολος μας μιλά για την τέχνη, την κρίση της εποχής, τη συγγραφική επανάσταση και μας αφήνει να ακολουθήσουμε τα συγγραφικά του σημαντικά ίχνη στο χώρο της ελληνικής Λογοτεχνίας. Tο θεατρικό του έργο ΚΕΙΚ ανεβαίνει (ξανά) στις 13 Φεβρουαρίου στο Εθνικό Θέατρο, στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος.
Συνέντευξη: Τέσυ Μπάιλα
Culturenow.gr: Στο τελευταίο σας βιβλίο, «Το ελάχιστο ίχνος» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ροδακιό και τιμήθηκε με το Βραβείο Πεζογραφίας του Περιοδικού ΚΛΕΨΥΔΡΑ, γράφετε: «ένιωθε χρέος του να σωθεί κάπου με ασφάλεια αυτό το ελάχιστο ίχνος». Είναι η προσωπική εξέλιξη το ελάχιστο ίχνος που οφείλουμε να αφήσουμε πίσω μας και τι ακριβώς ορίζει αυτή την εξέλιξη;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης: Η ατομική μας εξέλιξη, από την μέρα που γεννιόμαστε ως τη μέρα που πεθάνουμε, είναι μια συναρπαστική, αν και συχνά επώδυνη, διαδικασία και δίνει ένα κάποιο νόημα στην τρομακτική αντίστροφη μέτρηση του χρόνου ζωής μας. Όσο η κλεψύδρα μας (για να κάνω λογοπαίγνιο με τον τίτλο του περιοδικού) αδειάζει, οφείλουμε να μη μένουμε αδρανείς αλλά να κάνουμε βήματα, έστω κι αν το έδαφος που κατακτούμε είναι ίσως φτωχό και λίγο. Το ίχνος αυτής της διαδρομής, κι αν ακόμη είναι ελάχιστο, δεν παύει να ‘ναι σημαντικό.
Cul. N.: Πόσο βαθύ είναι το ίχνος που αφήνουν οι επιθυμίες μας στους άλλους κύριε Χατζηγιαννίδη;
Β. Χ.: Από μία άποψη, καλό θα ήταν οι δικές μας επιθυμίες να μη χαράζουν ίχνη, και μάλιστα βαθιά, στις ζωές των άλλων. Σκέφτομαι τώρα, ας πούμε, τις επιθυμίες των γονιών που συχνά καπελώνουν την εξέλιξη των παιδιών τους. Ας χαράζει ο καθένας τα δικά του ίχνη καλύτερα. Και μακάρι αν είναι αξιόλογα να σταθούν πηγή έμπνευσης και για άλλους.
Cul. N.: Από το εμβληματικό «Τέσσερις τοίχοι» έως το «Ελάχιστο ίχνος» οι ζωές των ηρώων σας μπλέκονται η μία μέσα στην άλλη. Κι αυτό που κάνει τους ήρωες τόσο γοητευτικούς είναι το σμίξιμο των ιδιαιτεροτήτων τους μέσα σε έναν κλειστοφοβικό αφηγηματικό κόσμο, εξαιρετικά σαγηνευτικό. Πώς στήνονται οι ήρωες του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη;
Β. Χ.: Εδώ είναι όπου ο συγγραφέας βρίσκεται αντιμέτωπος με τη θεϊκή διάσταση της δουλειάς του: στο πλάσιμο των ηρώων. Στη δημιουργία ζώντων και εξελισσόμενων οργανισμών που, αν και φανταστικοί, φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά αληθινών προσώπων, οι ζωές των οποίων μάλιστα μένουν χαραγμένες στην αιωνιότητα – ενώ αντιθέτως οι ζωές των πραγματικών ανθρώπων, στη συντριπτική τους πλειονότητα, σβήνονται και ξεχνιούνται. Η Άννα Καρένινα θα υπάρχει για πάντα, και σχεδόν φτάνουμε να πιστέψουμε πως υπήρξε ιστορικό πρόσωπο, το ίδιο όπως η Αικατερίνη η Μεγάλη. Η ικανότητα του συγγραφέα να γεννά ανθρώπους από το κεφάλι του (όπως ο Δίας γέννησε την Αθηνά) ξεπερνά αυτό που θα ονομάζαμε «καλλιτεχνική έφεση», σαν αυτή του ζωγράφου ή του χορευτή, είναι μια άλλη λειτουργία, ανώτερη, που υποκρύπτει ένα είδος ίσως διαστροφής. Διανοητική και ταυτόχρονα ψυχική λειτουργία που κρίνει, κατά τη γνώμη μου, το μέγεθος του συγγραφέα. Νομίζω πως στην ιστορία της λογοτεχνίας εγγράφονται οι συγγραφείς που έπλασαν συγκλονιστικούς ήρωες, περισσότερο από τους συγγραφείς που έπλεξαν συναρπαστικές ιστορίες.
Cul. N.: Ένα καλό μυθιστόρημα, δηλαδή, χαρακτηρίζεται από το χτίσιμο των ηρώων του και δεν είναι απλώς ένα αφηγηματικό παιχνίδι ανάμεσα στην ιστορία, τη γλώσσα και τους ήρωες.
Β. Χ.: Α μα πρέπει να συντρέχουν και τα δυο. Ένα εξαίσιο αφηγηματικό παιχνίδι που δεν ενσαρκώνεται από ενδιαφέροντες, πολυεπίπεδους χαρακτήρες, καταλήγει σε μια ανούσια σεναριακή άσκηση. Αλλά και ολοκληρωμένοι χαρακτήρες που κινούνται χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς δηλαδή οργανικό ρόλο μέσα στην ιστορία, στο τέλος φθίνουν, ωσάν ζωηρά σπερματοζωάρια που δεν βρήκαν ποτέ το στόχο.
Cul. N.: Ο Μότζαρτ είχε πει ότι «το μυθιστόρημα είναι μια ανειλικρινής μνήμη». Είναι η αφήγηση μια μνήμη που ανακαλείται ή ένας τρόπος να ξεπεράσει ο συγγραφέας τις προσωπικές του εμμονές καταγράφοντας τους εσωτερικούς κραδασμούς της συνείδησής του;
Β. Χ.: Πιστεύω πως κάθε σημαντικό έργο αποτυπώνει, λιγότερο ή περισσότερο, αυτό που ονομάζετε “εσωτερικούς κραδασμούς της συνείδησης” του συγγραφέα, μ’ άλλα λόγια την προσωπική του ματιά στον κόσμο όπως τη διαμορφώνει ο ιδιαίτερος ψυχισμός του. Όσο μάλιστα πιο ιδιαίτερος ο ψυχισμός και όσο πιο ανιχνεύσιμος στο γραπτό, τόσο μεγαλύτερη η ισχύς. Αυτό βέβαια είναι κάτι διαφορετικό από την απλή ανάκληση γεγονότων και την καταγραφή βιωματικών εμπειριών. Στη λογοτεχνία δεν μας ενδιαφέρουν τα αληθινά περιστατικά περισσότερο από τα φανταστικά. Μας ενδιαφέρει η αληθινή, η αυθεντική, αποτύπωση των ελιγμών στον νοητικό λαβύρινθο του συγγραφέα.
Cul. N.: Είναι η συγγραφή ένας μοναχικός δρόμος προς την αυτογνωσία, ένας τρόπος για να δημιουργήσουμε μέσα μας νέες ιδέες και να έρθουμε σε επαφή με τη γνώση μιας ολόκληρης εποχής για να κατανοήσουμε καλύτερα, εν τέλει, και τον εαυτό μας;
Β. Χ.: Μπορεί. Αλλά να σας πω κάτι, η προσωπική ωφέλεια του συγγραφέα δεν είναι το πιο σημαντικό εδώ. Σίγουρα μπορεί ένας άνθρωπος να βρει με το γράψιμο λύσεις σε θέματα που τον απασχολούν, κι αυτό είναι υπέροχο, αλλά δεν καθιστά αυτομάτως τα γραπτά του αξιανάγνωστα από τον υπόλοιπο κόσμο. Λίγο μας απασχολεί αν κατάφερε ο Κάφκα να βρει ανακούφιση από ποικίλα προσωπικά του προβλήματα γεμίζοντας λευκές σελίδες. Το έργο του όμως θα μας απασχολεί πάντα.
Cul. N.: Νομική, Θέατρο, λογοτεχνία. Από τον «Σωσμένο» του Μποντ στο «Ελάχιστο ίχνος» και από τη θεατρική αναγνώριση στις λογοτεχνικές διακρίσεις. Πόση απόσταση χωρίζει αυτές τις προσωπικές διαδρομές;
Β. Χ.: Στη δική μου συνείδηση δεν υπάρχει διαχωρισμός. Όλα ρουφούν από τον ίδιο κορμό, την ίδια ρίζα. Την ίδια ανάγκη εκτονώνουν και με το ίδιο ψυχικό υλικό πλάθονται.
Cul. N.: Πιστεύετε δηλαδή ότι οι μορφές τέχνης είναι μια σειρά από συγκοινωνούντα δοχεία;
Β. Χ.: Ναι, βέβαια. Οι τεχνικές κι ο τρόπος αλλάζουν μόνο. Τα εργαλεία. Όλα τα άλλα είναι ίδια. Δηλαδή ο πόθος, το βάσανο, η απόλαυση, η απογοήτευση, η ανάγκη, το “duende”.
Cul. N.: Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια επαναστατική πράξη;
Β. Χ.: Για τον ίδιο τον δημιουργό, ναι. Με την έννοια ότι μπορεί μέσω αυτής να αγγίξει ή να ξεπεράσει κάποια προσωπικά όρια που του έχουν επιβληθεί. Ή μπορεί επίσης να είναι επαναστατική όταν εισάγει ένα τόσο ιδιαίτερο ύφος και τρόπο έκφρασης ώστε να δημιουργήσει ρεύμα, “σχολή”, που θα σφραγίσει την κατοπινή καλλιτεχνική δημιουργία. Όπως για παράδειγμα ο Μπέκετ στο θέατρο ή ο Τζόις στην πεζογραφία. Σε άλλου είδους επαναστατικές λειτουργίες της τέχνης δεν πιστεύω. Για την ακρίβεια, μου μοιάζουν κομματάκι ύποπτες.
Cul. N.: Κ. Χατζηγιαννίδη, έχετε πει πως: «τουλάχιστον αν μιλάμε για ανθρώπινες αξίες τίποτα δεν μπορεί να χαθεί ανεπιστρεπτί». Τι μπορεί τελικά να χαθεί ανεπιστρεπτί μέσα στην κρίση;
Β. Χ.: Χρόνος. Ζωτικός χρόνος. Πολύτιμες ανθρωποώρες. Που θα σπαταληθούν παλεύοντας για μια βιώσιμη συνθήκη, ή σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο. Κι ο χρόνος μας που χάνεται είναι, δυστυχώς αναντικατάστατος.
Cul. N.: Και ο ρόλος της λογοτεχνίας σήμερα που οι πολιτικές ζυμώσεις και η οικονομικοκοινωνική κρίση έχει διαποτίσει την κοινωνία; Πιστεύετε πως ο σύγχρονος άνθρωπος θα στραφεί σε αυτή, ώστε να βρει το πολιτισμικό αντιστύλι που χρειάζεται; Η Ελλάδα της κρίσης και της αισθητικής παρακμής μπορεί να περιμένει κάτι από τη λογοτεχνία;
Β. Χ.: Όπως λέμε και για τους καλούς φίλους μας στη ζωή, η λογοτεχνία είναι πάντα εκεί! Έτοιμη να προσφέρει στους οπαδούς της στιγμές αισθητικής και πνευματικής απόλαυσης. Αλλά και κάτι άλλο πιο σημαντικό: τη συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κατασκευασμένος να αντιμετωπίζει δυσκολίες, να αντιμετωπίζει κρίσεις. Αυτό κάνουν (σχεδόν ανεξαιρέτως) όλοι οι λογοτεχνικοί ήρωες, άλλοτε βγαίνουν νικητές άλλοτε όχι. Καμιά φορά ο αναγνώστης παίρνει απόσταση και καταφέρνει ύστερα να δει τον ίδιο του τον εαυτό σαν μυθιστορηματική μορφή που έχει να ξεπεράσει συγκεκριμένες δυσκολίες. Τι κι αν πρόκειται για ψευδαίσθηση – τα εμπόδια μοιάζουν μεμιάς λιγότερο ανυπέρβλητα.
Cul. N.: Είναι η τέχνη λοιπόν μια λύση ελπίδας;
Β. Χ.: Καλά θα κάνουμε να το πιστέψουμε.