Οι μεγάλοι έρωτες (ποιός νοιάζεται αν είναι νόμιμοι ή παράνομοι, όταν εκείνη την κρύα μέρα πριν τα μέσα του Φλεβάρη μοιάζουν όλοι τους με χαμογελαστά βρέφη στη θερμοκοιτίδα;) είναι σχοινιά. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Όταν φθάνεις στην άκρη τους, και πίστεψέ με, φθάνεις πιο γρήγορα από όσο νομίζεις ή μπορείς να φανταστείς, πρέπει να δένεις σφιχτό κόμπο και να κρατιέσαι εκεί με νύχια και με δόντια. Πρέπει, με άλλα λόγια, να χορταίνεις τον έρωτα στην κάθε τρελή έκφανσή του, να ξορκίζεις τους ψευδοηθικούς κανόνες για το χατίρι του, να γαντζώνεσαι από το μπράτσο που αγαπάς, να κουρνιάζεις στον κόρφο που ποθείς, και να αντιλαμβάνεσαι πρώτος από όλους ότι η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου ανάμεσα στις υπόλοιπες 364 του χρόνου, είναι άλλη μια ευκαιρία να αγαπάμε, να λέμε ότι αγαπάμε και να το δείχνουμε με κάθε τρόπο.
Σε καιρούς που σπανίως εκφράζουμε με σαφήνεια όσα νιώθουμε, η Λογοτεχνία που δεν θα είχε καμία απολύτως αξία αν δεν την απασχολούσε ο έρωτας, τον παρουσιάζει σαν ρούχο. Όταν λερωθεί, τον πλένει. Όταν ξηλωθεί, τον μπαλώνει. Κι αν σε κάτι επιμένει, είναι στο να κρατά τους πρωταγωνιστές της ντυμένους όσο πιο πολύ μπορεί. Ακόμα κι όταν ο κόσμος απειλεί να τους γδύσει. Ο κόσμος που ονομάζει τις ηδονές που δεν έχει δοκιμάσει, διαστροφές. Ο ίδιος κόσμος που τάχα βάφεται κόκκινος απ’ τις αμαρτίες μας και ο κόσμος που αρνείται να χωρέσει στο σκληρό και αγύριστο κεφάλι του το ότι είναι πολύ καλύτερο να σ’ αγαπούν στην κόλαση, παρά να ζεις δίχως αγάπη στον παράδεισο.
Η Άννα Καρένινα του Λέοντος Τολστόι που εκδόθηκε ως βιβλίο το 1878, πρόκειται για μια τέτοια ιστορία, όπου η αγάπη είναι ο δικτάτορας μπροστά στον οποίον όλα τα υπόλοιπα πάθη αφανίζονται. Τραγική και διαχρονική η ηρωίδα του Ρώσου, αποδεικνύεται πως έχει εραστή σοκάροντας τους πάντες. Είναι ο κόμης Βρόνσκι που αλωνίζει στην καρδιά και το κορμί αυτής της καταπιεσμένης γυναίκας. Αυτός είναι που γίνεται σωσίβια λέμβος για τη ζωή της που θυμίζει ναυάγιο. Αυτός ο άνδρας είναι ένας σταυρός περασμένος στον μακρύ λαιμό της, η ευτυχία που για κάποιον μυστήριο λόγο δεν τής αξίζει, η στερνή στροφή και επιλογή της. Αχ, και να ήταν εξίσου αρκετός για να την γλιτώσει από τα διλήμματά της, από την κατακραυγή και τον θάνατο! Αυτοί οι δύο άνθρωποι αγαπήθηκαν ενάντια στη λογική, τη συνείδηση, τα πρέπει και τα μη. Όμως τι πήγε στραβά στο τέλος; Τι πηγαίνει πάντα στραβά με τους έρωτες που γίνονται πυροτεχνήματα σε ορίζοντες συννεφιασμένους και θολούς; Ποιά μαύρη τρύπα τους καταπίνει;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Τολστόι ανοίγει ακούραστους διαλόγους με τους αναγνώστες του. Τους καλεί να ξεσκεπάσουν, να μελετήσουν και να νιώσουν όλα αυτά τα πλάσματα που δίνουν αμαρτωλά ραντεβού σαν φτάνουν στη ζωή. Επιβάλλει εμμέσως τη μοιχεία ως την εφαρμογή της δημοκρατίας στον έρωτα, και μας προτρέπει 140 χρόνια μετά την έκδοση του μείζονος μυθιστορήματός του, αν είναι να αγαπήσουμε, να αγαπήσουμε κάποιον που το έχει πραγματική ανάγκη. Η λογοτεχνία του Τολστόι αποτελεί την επανάσταση του ανθρώπου ενάντια σ’ αυτό που είναι, και θα είναι πάντα εδώ για όποιον θέλει να την ανακαλύψει ακόμα και ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, μια και δεν καθορίζουν οι έρωτές μας το ποιοί είμαστε, αλλά ο τρόπος που τους αντιμετωπίζουμε. Ο πατέρας της Ρωσικής Λογοτεχνίας δεν ψάχνει το γιατί στην αγάπη. Ξέρει από πρώτο χέρι πως σε αυτήν δεν χωρά ούτε λογική, ούτε εξήγηση, ούτε λύση. Εμείς μόνο να συμφωνήσουμε μπορούμε.
Και να συνεχίσουμε να ερωτευόμαστε.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται στο διήγημά του «Η κυρία με το σκυλάκι», και ο Άντον Τσέχωφ το 1899. Η μικρή ιστορία του, για την οποία ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ισχυρίστηκε ανοιχτά πως είναι η τελειότερη που γράφτηκε ποτέ, ξεκινά στη Γιάλτα. Εκεί ο Ντιμίτρι Γκούροφ, ένας ώριμος άνδρας με πλούσιο ιστορικό στην απιστία, περνά μερικές μέρες μακριά από την οικογένειά του. Σύντομα θα αρχίσει να διεκδικεί την προσοχή της νεαρής γυναίκας που ατενίζει καθημερινά την προκυμαία με παρέα το μικρόσωμο σκυλάκι της. Το ότι οι δυο τους θα γίνουν εραστές, καθίσταται από την πρώτη στιγμή σαφές στον αναγνώστη. Το ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ερωτικό από το δωμάτιο ενός φθηνού ξενοδοχείου, του οποίου οι τοίχοι ποτίζονται ταυτόχρονα με ζωή και θάνατο, θα το ανακαλύψουμε όταν οι συνεργοί του ερωτικού εγκλήματος χωρίζουν για να επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους. Στη Μόσχα, ο Γκούροφ θα νοσταλγεί την κοπέλα που έζησε μαζί της ένα καλοκαιρινό πάθος. Εκεί όπου όλα θα μοιάζουν στα μάτια του άχαρα και μουντά, θα καταλάβει πως το να ερωτεύεσαι είναι τόσο εκθαμβωτικό που αφήνει πολύ λίγο χρόνο και διάθεση για οτιδήποτε άλλο. Θα επισκεφθεί την ερωμένη του. Τίποτα δε μπορεί να τον κρατήσει μακριά της. Άλλωστε, δεν έχει θεσπιστεί κανένας σκληρός νόμος που να χωρίζει δυο λευκά περιστέρια, δυο καρδιές που συγχρονίζουν τους παλμούς τους, δυο ψυχές που συμπληρώνουν η μία την άλλη.
Με το ανοιχτό τέλος, ο ιατρός και συγγραφέας, Τσέχωφ παραδέχεται στον αναγνώστη πως τελικά ο έρωτας είναι που δίνει μορφή στο πεπρωμένο του καθενός, πως υπάρχει άμιλλα ακόμα στην αμαρτία και πως ακόμα κι αν το σφάλλειν θεωρείται ανθρώπινο, η αγάπη είναι η σκόνη που ρίχνει στους ώμους μας ένας αόρατος θεός, και δε μπορεί σε καμία των περιπτώσεων να είναι ένα λάθος.
Τίποτα δεν είναι λάθος. Και τίποτα δεν οδηγεί στην ευτυχία όταν οι άλλοι επεμβαίνουν στα καθήκοντα και τις απολαύσεις μας. Εδώ βασίζεται η τραγωδία που έγραψε ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ το 1595. Βαθιά έχθρα χωρίζει τους Καπουλέτους και τους Μοντέγους. Οι δύο αριστοκρατικές οικογένειες της Βερόνας όμως, λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο που δεν είναι άλλος από τον αγνό έρωτα. Ο νεαρός Ρωμαίος θέλει να κάνει γυναίκα του την Ιουλιέτα, της οποίας η ομορφιά θυμίζει τον ήλιο που σκάει ως ατόφιο χρυσάφι σε άχρωμους ουρανούς. Παρόλο που αρχικά παρουσιάζεται ερωτευμένος με τη Ροζαλίνα, το φλογερό κόκκινο βέλος δε θα αργήσει να τον βρει κατευθείαν στην καρδιά. Ο ιερέας Λαυρέντιος δέχεται να παντρέψει τα δύο παιδιά σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να λήξει το μίσος των οικογένειών τους, όμως δε θα προλάβει. Θα χαθούν ζωές, τιμές και πολύτιμος χρόνος, και ο νεανικός έρωτας μοιάζει με καζάνι που βράζει.
Ο Σαίξπηρ δομώντας στιγμές και θεατρικές σκηνές πάθους και χάους, κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο ως και την τελευταία στιγμή. 423 χρόνια απ’ την έκδοση του έργου του, εξακολουθεί να πείθει αναγνώστες και θεατές πως ένας άνθρωπος αξίζει τόσο όσο αυτό που αγαπά, και πως μερικές φορές το να ερωτεύεσαι είναι μια παρακινδυνευμένη πράξη που σού μαθαίνει τα όριά σου. Τα όρια του γνώρισε κι υπερέβη ο Ρωμαίος σαν έμαθε εσφαλμένα ότι η αγαπημένη του είναι νεκρή. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Θα την ακολουθούσε παντού και ποιός ξέρει, ίσως εκεί στον άλλον κόσμο ο γάμος τους να γινόταν το πιο ζηλευτό από τα πανηγύρια του παραδείσου. Όταν η Ιουλιέτα μαθαίνει το κακό που την έχει βρει, όταν συνειδητοποιεί το βάρος κάθε επιλογής των άλλων που βαραίνει τους δικούς της ώμους, θα μιμηθεί τον Ρωμαίο. Ο έρωτας στο τέλος δίνει τις απαντήσεις που μάς χρωστά και πιστοποιεί το ότι οι πιο καυτές θέσεις στον Άδη είναι κρατημένες για όσους τολμούν και τον αρνούνται, ενώ καταφέρνει να φωτίζει τους ανόητους και να τυφλώνει τους σοφούς.
Από παρόμοιες συμπληγάδες θα περάσουν στον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες το 1985, ο νεαρός Φλορεντίνο Αρίσα και η συνομήλική του Φερμίνα Δάσα. Μέσα από τις επιστολές που ανταλλάσσουν, ζουν τον απόλυτο έρωτα. Αυτόν που γίνεται τοίχος αδιαπέραστος για τα δεινά, τις προσβολές και τις θανατηφόρες νόσους του κόσμου. Μέχρι που ο πατέρας της θα δώσει μια και θα τον γκρεμίσει. Έτσι απλά. Παντρεύοντας τη Φερμίνα με τον γιατρό Χουβενάλ Ουρμπίνο. Μαζί του δεν θα περάσει άσχημες μέρες, αλλά όλες τους θα διέπονται από ένα τεράστιο δυσερμήνευτο κενό. Το κενό που μάς συντροφεύει όταν φεύγει η αληθινή αγάπη από το πλευρό μας. Το κενό που μας δημιουργούν όλα τα λάθος άτομα που εισβάλλουν στη ζωή μας. Το κενό που εξαλείφεται μονάχα όταν το συναίσθημα και τα πράγματα μπαίνουν στη σωστή σειρά. Όταν ο σύζυγος της Φερμίνα πεθαίνει, οι δύο ήρωες μετά από 51 χρόνια, 9 μήνες και 4 μέρες ενώνονται ξανά κι αναβιώνουν τη μεγάλη τους αγάπη. Εκείνη, μια σπίθα που ολοένα και θεριεύει, καίει τα σωθικά τους. Τούς επιστρέφει όσα στερήθηκαν στα νεανικά τους χρόνια με φόντο την Καραϊβική.
Ο συγγραφέας του θρυλικού «Εκατό χρόνια μοναξιά», πλέκει μια αριστουργηματική μνεία στο ερωτικό πάθος που δε σβήνει συμφωνώντας με ερωτευμένους και μη, αναγνώστες στο ότι η σπουδαιότερη ευτυχία στη ζωή είναι η διαπίστωση ότι κάποιοι άνθρωποι δεν παύουν ποτέ να μας αγαπούν, στο ότι η τρέλα ενός άντρα ίσως και να είναι η γυναίκα ενός άλλου άντρα, και στο ότι όποιος έχει την καρδιά έχει και το κορμί. Όσα χρόνια και αν περάσουν. Όσες αρρώστιες κι αν μας βρουν.
Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου λοιπόν, δίνουμε την αγάπη που οφείλουμε να δίνουμε και όλες τις υπόλοιπες μέρες. Η λογοτεχνία άλλωστε, μας προτρέπει να δρούμε έτσι. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ή μια νύχτα ασίγαστου πόθου με το έτερον ήμισυ, μπορεί να μη σημαίνει τίποτα αν δεν επαναλαμβάνεται. Οι άνθρωποι που είναι όλοι εν δυνάμει μυθιστορηματικοί ήρωες, οφείλουν να ερωτεύονται σα να μην υπάρχει αύριο. Να ερωτεύονται καθημερινά.
Οφείλουν επίσης να διαβάζουν για τον έρωτα, να αδράχνουν ευκαιρίες που η ζωή τούς αρνείται. Μέσα στις σελίδες να συναντούν λέξεις που συνευρίσκονται μεταξύ τους, και να προχωρούν προς την αγάπη με την σιγουριά και την ακρίβεια του υπνοβάτη. Στις 14 Φλεβάρη ανάμεσα σε περιπαθή φιλιά, αγκαλιές και μελίρυτα λόγια, ας στοχαστούμε σε καθεμιά από τις αναγνώσεις μας πάνω σε όσα φέρνουν τον έρωτα στις ψυχές μας, επειδή όταν τον κατέχουμε, νιώθουμε παντοδύναμοι, ενώ όταν αυτός λείπει, δεν φαίνεται στους άλλους, μα κυκλοφορούμε με ένα αόρατο πένθος στο μπράτσο μας. Κι αυτό πονάει. Γίνεται αόρατη αιτία και σαράκι που μάς κατατρώει από μέσα.
Η ανάγνωση αφορά τα έργα:
«Άννα Καρένινα» – Εκδόσεις Σ.Ι Ζαχαρόπουλος (Τόμος Ι, ΙΙ)
«Η κυρία με το σκυλάκι» – Εκδόσεις Libro
«Ρωμαίος & Ιουλιέτα» – Εκδόσεις Πατάκη
«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» – Εκδόσεις Λιβάνη