Στην έκθεση κυριαρχούν τρία βασικά υλικά: η πέτρα, το μάρμαρο και το χαρτί, με τα οποία ο Γεροδήμος έχει δουλέψει και στο παρελθόν, και που αντιπροσωπεύουν το καθένα ξεχωριστά από έναν τόπο. Χρησιμοποιεί θραύσματά τους, τα φέρνει κοντά μέσα στο κάθε έργο, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και το περιβάλλον μέσα στον οποίο τα έργα αυτά θα συνυπάρξουν και θα «αγκαλιάσουν» τον θεατή.
-Σύμφωνα με το δελτίο τύπου, η έκθεσή σας σηματοδοτεί την επιστροφή σας σε τόπους που ενεργοποιούν τη μνήμη και τις αισθήσεις, δηλαδή στα τρία υλικά με τα οποία έχετε δουλέψει. Συγκεκριμένα στην πέτρα, στο μάρμαρο και στο χαρτί, που αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τον τόπο καταγωγής σας (την Ήπειρο) και τους δύο τόπους σπουδών σας (την Τήνο και την Αθήνα). Μήπως τελικά δεν είναι μια επιστροφή αλλά ένα ξεκίνημα, μια αφετηρία;
Σωστά επισημαίνετε ότι είναι μια αφετηρία. Όλα ξεκίνησαν από ένα ερευνητικό project που είχα λάβει από το Υπουργείο Πολιτισμού το 2020 όπου μπήκα σε μια διαδικασία να ξαναπάω σε γνώριμους τόπους και να ξαναδώ κατά κάποιο τρόπο από την αρχή όλη μου την πορεία. Γύρισα πίσω να ξαναδώ τα υλικά και να τα ξαναπάρω απ’ την αρχή. Να δω ποια είναι η σύστασή τους, η υλικότητά τους, το χρώμα τους, όπως όταν ξεκίνησα πριν χρόνια, αλλά και μέσα από όλες τις εμπειρίες που έχουν εγγραφεί μέχρι σήμερα. Έτσι στην νέα αυτή δουλειά θέλησα να συλλέξω τις μνήμες μου και βάση αυτών να φέρω τα υλικά κοντά, σαν να συνυπάρχει ο ένας τόπος δίπλα στον άλλον και μαζί δημιουργούν ένα νέο τόπο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
-Παρόλο που έχετε διαμορφώσει, κατά κάποιον τρόπο, ξεχωριστούς χώρους στο Potential Pro-ject, έχω την αίσθηση ότι δημιουργείτε έναν ενιαίο τόπο, έναν χώρο που μπορεί να παραπέμπει σε βιομηχανικό χώρο, σε αποθήκη υλικών ή και στο εργαστήριό σας. Για παράδειγμα, το κεντρικό γλυπτό, το οποίο αποτελείται από χαρτόνια και μάρμαρο, είναι σαν μια στοίβα από παλέτες, ενώ τα επιτοίχια έργα με τα θραύσματα/πλακίδια μαρμάρου, πέτρας και χαρτιού μοιάζουν σαν δειγματολόγια. Συμφωνείτε με αυτή την προσέγγιση; Έχετε δημιουργήσει κατά κάποιο τρόπο το σύμπαν σας;
Ο κάθε δημιουργός μπαίνοντας στη διαδικασία να παρουσιάσει τη δουλειά του, έχει αυτό το στοιχείο, να φέρει τον προσωπικό του κόσμο. Στην προκειμένη περίπτωση, η έκθεση Τρεις Τόποι έχει εκείνα τα στοιχεία από την επεξεργασία των έργων στο εργαστήριο και δημιουργεί μια αίσθηση σαν ο ένας χώρος, αυτός του εργαστηρίου, να μπήκε μες στον άλλον, στο χώρο παρουσίασης, και να συνδέθηκαν αρμονικά, χωρίς βέβαια αυτό να το προβάλλω παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται. Για παράδειγμα, στην έκθεση κάποιος μπορεί να δει τη στοίβαξη των υλικών που δημιουργούν έναν όγκο, που μπορεί να συναντήσει κανείς σε μεγάλες αποθήκες υλικών, ή ακόμα τη σκόνη από την κοπή και επεξεργασία μέσα στο χώρο του εργαστηρίου ή ένα καβαλέτο στήριξης για τη μεταφορά υλικών. Βέβαια όλα αυτά παρουσιάζονται μέσα από τη γλώσσα της γλυπτικής, εστιάζοντας έτσι, ώστε να έρθει ο θεατής πιο κοντά με την ύλη. Ένα ακόμα βασικό σημείο που ερευνώ σε κάθε μου παρουσίαση, είναι το πώς μπαίνει και λειτουργεί ο θεατής στο χώρο δηλαδή ποιο έργο συναντάει πρώτο, με ποιους τρόπους μπορεί να συνεχίσει την πορεία του μέσα σε αυτόν και στα έργα, τι επιλογές διαδρομών έχει, πώς κινεί το σώμα του κτλ. Οπότε επεμβαίνω στο χώρο έτσι ώστε η περιήγησή του στην έκθεση να είναι μια εμπειρία όπως διαβάζεις ένα βιβλίο.
-Επίσης αυτό το κεντρικό γλυπτό, το οποίο βασίζεται στην αλληλεξάρτηση των χαρτονιών και των μαρμάρων, θυμίζει τον Πύργο, το κλασικό παιχνίδι ισορροπίας. Γιατί σας ενδιαφέρει αυτή η ισορροπία που όμως είναι πολύ εύθραυστη;
Το πρώτο γλυπτό που συναντά κάποιος μπαίνοντας στο χώρο του Potential Project είναι αυτό το έργο ή ο πύργος, όπως αναφέρει ο επιμελητής της έκθεσης Χριστόφορος Μαρίνος, που δημιουργεί αυτή την αίσθηση ισορροπίας. Αποτελείται από κομμάτια στοιβαγμένων χαρτονιών τα οποία κυριαρχούν καθώς καταλαμβάνουν αρκετό όγκο και από μαρμάρινα δοκάρια που διαχωρίζουν τα χαρτόνια και παράλληλα συγκρατούν το έργο έτσι ώστε να ισορροπήσει. Τα υλικά αυτά μαζί δημιουργούν έναν όγκο περίπου 2,5 μέτρων ύψος. Ένα στοιχείο που με ενδιέφερε ήταν να αντιστρέψω τους όρους των υλικών. Για μένα βιωματικά το μάρμαρο είναι το πρώτο υλικό που έπιασα ήδη από πολύ μικρή ηλικία δίπλα στην δουλειά του πατέρα μου, και έτσι το μάρμαρο έγινε για μένα αυτό το υλικό που στηρίζει για να ορθωθεί κάτι άλλο, δεν είναι δηλαδή απλά ένα υλικό ή ένας τόπος, είναι χρόνος, είναι στιγμές στις οποίες πάντα θα επιστρέφω για να ακουμπήσω κάτι για να κάνει ένα βήμα λίγο παραπάνω. Ό,τι ορθώνεις μπροστά σου μπορεί κάποια στιγμή να αλλάξει και να καταρρεύσει αν υπερεκτιμήσεις το τι είναι αυτό που έχεις πλάσει, αρκεί μια λάθος κίνηση.
-Σύμφωνα με το Χριστόφορο Μαρίνο, «Τα έργα του Γεροδήμου, συμπεριλαμβανομένων των ανάγλυφων κολάζ που παρουσιάζει μέσα σε κάδρα, είναι θραύσματα φτιαγμένα από άλλα θραύσματα». Μπορείτε να μας εξηγήσετε, αυτή την προσέγγισή σας; Γιατί σας ενδιαφέρει να δουλεύετε με θραύσματα;
Όλη η δουλειά μου εδώ και πάνω από 10 χρόνια εμπεριέχει αυτό το στοιχείο. Πάντα ξεκινάω από ένα θραύσμα που για μένα δεν αποτελεί απλώς ένα μέρος ενός όλου, αλλά αντιθέτως σηματοδοτεί το όλο, όπου τις περισσότερες φορές αυτό το απόσπασμα αποκαλύπτει την αλήθεια, την οποία το όλο είναι ανίκανο να αποκαλύψει.
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι πώς αυτά τα διαφορετικά θραύσματα όταν έρθουν το ένα δίπλα στο άλλο, έχοντας το καθένα τη δικιά του ιστορία, δημιουργούν κάτι εκ νέου. Κάθονται δίπλα δίπλα, ακουμπάνε και συνομιλούν για να συνυπάρξουν και να ενώσουν τους διαφορετικούς κόσμους.
-Τα έργα σας έχουν κοινά στοιχεία με αυτά των καλλιτεχνών της δεκαετίας του ’60. Είναι μια γενιά, η οποία προσπάθησε να φύγει από τον καμβά και να εξαπλώσει τα έργα της στον χώρο. Εσείς γιατί επιλέγετε να βάλετε τα κολάζ από θραύσματα μέσα στο πλαίσιο της κορνίζας;
Πάντα όταν δουλεύω το κάθε έργο, σκέφτομαι τον χώρο που το περιβάλλει. Στα μικρά ανάγλυφα δημιουργώ έναν χώρο μέσα στον χώρο, έναν κύβο μέσα στον κύβο. Όλες αυτές οι ανάγλυφες συνθέσεις για μένα είναι έργα που τα σκέφτομαι για το δημόσιο χώρο που στην προκειμένη στιγμή τα βλέπουμε υπό κλίμακα. Λειτουργούν σαν μικρογραφίες, προσχέδια ή στιγμιότυπα, που παράλληλα ορίζουν και οριοθετούν την καθαρότητα του λευκού χώρου. Το περίγραμμα της κορνίζας για μένα γίνεται και είναι μέρος του έργου.
-Τέλος, στο επιμελητικό κείμενο αναφέρεται ότι σας ενδιαφέρει πολύ η επαφή μεταξύ των υλικών σας, δηλαδή το σημείο συνάντησης-επαφής τους, το οποίο εσείς το αντιλαμβάνεστε ως «χασμωδία». Μπορείτε να μας μιλήσετε για αυτή την προσέγγισή σας;
Την πρώτη φορά που άκουσα για την χασμωδία ήταν δουλεύοντας πάνω στην προηγούμενη ατομική μου έκθεση, όπου σε μια συζήτηση η φίλη Ελεάνα Βλάχου, συγγραφέας και ιστορικός/μουσειολόγος, μου ανέφερε για αυτό το στοιχείο που συναντάμε συνήθως στη μουσική. Δηλαδή το χάσμα, το κενό που δημιουργείται αν διακοπεί η εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού που ονομάζεται χασμωδία.
Ήθελα αυτό το κενό να λειτουργήσει και ως σημείο συνάντησης. Διαφορετικά κομμάτια, διαφορετικών υλικών δημιουργούν μια δράση συνεύρεσης η οποία εξομαλύνει τις αντιθέσεις και αφήνει ελεύθερη τη διαλεκτική τους σχέση έτσι ώστε να δίνουν την αίσθηση πως ήταν από πάντα μαζί.
Διαβάστε επίσης:
Βασίλης Γεροδήμος – Τρεις τόποι: Έκθεση στο Potential Project