Η έκθεση του Βασίλη Σίμου με τίτλο «Μια ματιά πίσω» έχει αναδρομικό χαρακτήρα και περιλαμβάνει μια επιλογή έργων του Λαμιώτη ζωγράφου από το 1954 έως το 2014. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τελευταία ατομική έκθεση του καλλιτέχνη στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε το 1985. Η έκθεση «Μια ματιά πίσω» επανασυστήνει στο αθηναϊκό κοινό έναν σημαντικό ζωγράφο της δεκαετίας του ’60, ο οποίος άφησε το δικό του στίγμα στην πόλη όπου έζησε και έδρασε.
Η ζωγραφική του Βασίλη Σίμου (1934-2014) είναι ένα ιδιαίτερο αμάλγαμα που συνδυάζει ρεαλισμό, εξπρεσιονισμό και αφαίρεση. Το έργο του είναι βαθιά ανθρωποκεντρικό και η θεματολογία εντυπωσιακά αμετάβλητη: βασικός της άξονας είναι η αγροτική ζωή και το ελληνικό τοπίο. Αν θέλαμε να αναζητήσουμε την καταγωγή της εικονογραφίας του, θα έπρεπε να ανατρέξουμε στους Έλληνες υπαιθριστές, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να αποτυπώσουν την ιδιαιτερότητα του ελληνικού φωτός. Επιπλέον, θα έπρεπε να λάβουμε υπόψη μας το προαφαιρετικό έργο του συντοπίτη του Αλέκου Κοντόπουλου, με τον οποίο μοιράζεται παρόμοια χρωματική γκάμα. Δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε τα «Καπνοχώραφα» του Καρδιτσιώτη Δημήτρη Γιολδάση, καθώς και πολλούς ακόμη Έλληνες ζωγράφους που καταπιάστηκαν με τη φύση και το ελληνικό ύπαιθρο: ενδεικτικά
αναφέρουμε την «Επιστροφή στο χωριό» του Θεόφραστου Τριανταφυλλίδη και το «Πότισμα των ζώων» του Βάσου Γερμενή. Κατά κάποιον τρόπο ο Σίμος παίρνει τη σκυτάλη από αυτούς του ζωγράφους, συνεχίζοντας το όραμά τους.
Η ρεαλιστική ηθογραφία του Σίμου διαφέρει αισθητά από εκείνη των προκατόχων του. Χωρίς να εξιδανικεύει, εξυψώνει τη χειρωνακτική εργασία των ανώνυμων ηρώων του, με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο Vincent van Gogh στους «Πατατοφάγους». Ωστόσο, ο Σίμος δεν ζωγραφίζει εσωτερικούς χώρους, ούτε δίνει έμφαση στα πρόσωπα: η προσοχή του εστιάζεται στο φυσικό-υπερβατικό φως και όχι στον τεχνητό φωτισμό μιας λάμπας. Μπορεί να μην χρησιμοποιεί φωτεινά χρώματα, όπως οι υπαιθριστές του μεσοπολέμου, αλλά το φως αποτελεί κεντρικό θέμα της δουλειάς του (κάτι που γίνεται ακόμη πιο φανερό στα τελευταία του έργα). Και το κυριότερο: παρότι η ζωγραφική του είναι κατά βάση σκοτεινή, η ματιά του είναι πάντα αισιόδοξη. Ο Σίμος αναζήτησε με τη ζωγραφική του το Χαμένο Κέντρο. Για τον ίδιο, η εικόνα ήταν άμεσα συνυφασμένη με το (άυλο) βίωμα και την πίστη. Η ζωγραφική του αποτελεί ένα χρέος προς τη γενέθλια γη, αλλά και αυτή οφείλει πολλά σε έναν ζωγράφο που την τίμησε και την εξύμνησε όσο κανένας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Βασίλης Σίμος
Ο Βασίλης Σίμος γεννήθηκε στη Λαμία το 1934. Ήταν γιος του αγιογράφου Σίμωνα Σίμου από την Υπάτη. Ξεκίνησε να σπουδάζει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1952-1955) με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη. Το 1955, με υποτροφία της ισπανικής κυβέρνησης, συνέχισε τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο στη Μαδρίτη (1955-1960), μαθητεύοντας κοντά στον Joaquín Valverde Lasarte. Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ λαμβάνοντας δίπλωμα Ζωγραφικής και Θεωρητικών και Ιστορικών σπουδών (1960- 1961). Από το 1963 έως το 1987 εργάστηκε ως καθηγητής καλλιτεχνικού σχεδίου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Λαμία. Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και την Ισπανία. Έλαβε μέρος σε πέντε Πανελλήνιες Εκθέσεις στο Ζάππειο και σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συμμετείχε στις εκθέσεις του Συλλόγου Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Κεντρικής Ελλάδος (ΣΚΕΤΚΕ). Το 1997 πραγματοποιήθηκε αναδρομική του έκθεση στην Δημοτική Πινακοθήκη Λαμίας «Αλέκος Κοντόπουλος». Το 2008 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οιωνός το βιβλίο του «Χρώμα και Μνήμες». Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο Υπουργείο Παιδείας, στην ΑΣΚΤ, στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας Μουσείο Κατσίγρα, στον Δήμο Λαμιέων, στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιώς, στη συλλογή του Μουσείου Κοτοπούλη στον Δήμο Ζωγράφου, στον Δήμο Σταυρούπολης και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πέθανε στη Λαμία το 2014.
Κείμενο έκθεσης: Χριστόφορος Μαρίνος
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Βασίλης Σίμος, Δημιουργία, 1983, λάδι σε μουσαμά, 90 x 65 εκ.