Από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορεί το βιβλίο, Βερολινέζικα χρονικά του Γιόζεφ Ροτ σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου.

 
Το 1920, ο Γιόζεφ Ροτ, ο πιο διάσημος γερμανόφωνος ανταποκριτής της εποχής του, έφτασε στο Βερολίνο. Τα άρθρα του για αυτό επηρέασαν μια ολόκληρη γενιά συγγραφέων, ανάμεσά τους και τον Τόμας Μανν. Αντηχούν τους βίαιους κοινωνικούς και πολιτικούς παροξυσμούς που αδιάκοπα απειλούσαν την εύθραυστη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Ο Ροτ κινήθηκε πίσω από το παραπέτασμα της πιο ξακουστής μητρόπο­λης της εποχής της τζαζ, όπως δεν έκανε κανένας άλλος Γερμανός συγγρα­φέας της εποχής του. Έγινε ο χρονικογράφος της ζωής των κατοίκων της που ήταν ξεχασμένοι από όλους: ανάπηροι του Πρώτου Παγκόσμιου πολέ­μου, Εβραίοι μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη που κατέκλυζαν την πόλη, άστεγοι στα άσυλα, αστοί στα δημόσια λουτρά, όλα τα ανώνυμα πτώ­ματα στα νεκροτομεία, ενώ ταυτόχρονα περιέγραψε τις πιο φαντασμαγορικές όψεις της πρωτεύουσας, τους δημόσιους κήπους και τις μεικτές πισίνες, τα τρένα και τα τραμ, τους ουρανοξύστες και την αναδυόμενη βιομηχανία του θεάματος. Αντιλήφθηκε από τους πρώτους τη διαφαινόμενη απειλή του ναζιστικού κόμματος, που τελικά θα τον οδηγήσει στην αναγκαστική υπερορία. Γι’ αυτό είχε βαλθεί να χαρτογραφήσει το τοπίο της ηθικής χρεοκοπίας και της απατηλής ομορφιάς της πόλης και να μας δώσει ένα απαράμιλλο πορ­τραίτο της σε μια στιγμή κομβική για την ιστορία της.
Ο Ροτ έπιασε το σφυγμό της Ευρώπης αυτών των αβέβαιων ημερών που προηγήθηκαν της μεγάλης κατάρρευσης μιας ηπείρου και του χαμού ενός ολόκληρου πολιτισμού.
Το τελευταίο συγκλονιστικό κείμενο, «Το Auto-da-fé του πνεύματος», γραμμένο το 1933, μιλάει ακριβώς για το κάψιμο των βιβλίων από τους Ναζί έξω από το Ράιχσταγκ και την τραγική θέση των συγγραφέων που καταργήθηκε το έργο τους στη μητρική τους γλώσσα.
 

Μαζί με την έκδοση διατίθεται δίφυλλο σε ειδικό χαρτί με το τελευταίο κείμενο που έγραψε ο Γιόζεφ Ροτ στις 22 Μαΐου 1939, λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του, με τίτλο Η ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΓΚΑΙΤΕ ΣΤΟ ΜΠΟΥΧΕΝΒΑΛΝΤ.

 
Ο Γιόζεφ Ροτ γεννήθηκε το 1894 από εβραίους γονείς στην Ανατολική Γαλικία (σημερινή Ουκρανία). Σπούδασε φιλοσοφία και γερμανική φιλολογία στο Λέμπεργκ και στη Βιέννη. Το 1916 κατάχθηκε στον αυστριακό στρατό και έλαβε μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Στο διάστημα του μεσοπολέμου εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Βιέννη και στο Βερολίνο, όπου έζησε δώδεκα χρόνια (μετά το 1920). Ήδη από το 1922 εντοπίζει και στηλιτεύει από τους πρώτους τον Χίτλερ. Εβραίος ο ίδιος, ασκεί έντονη κριτική στη συμβιβαστική στάση της εβραϊκής κοινότητας. Το πρώτο του μυθιστόρημα, “Το δίχτυ της αράχνης”, δημοσιεύτηκε το 1923 σε συνέχειες σε αυστριακή εφημερίδα και είχε αρκετή επιτυχία. Το 1926 έμεινε τέσσερις μήνες στη Σοβιετική Ένωση όπου αρχίζει να γράφει τα μυθιστορήματα “Φυγή χωρίς τέλος” και “Ο βουβός προφήτης”. Από το 1932 δηλώνει σ’ ένα φίλο του: “Πρέπει να φύγουμε. Θα κάψουν τα βιβλία μας και θα είμαστε εμείς ο στόχος… Πρέπει να φύγουμε ώστε μόνο τα βιβλία μας να παραδοθούν στην πυρά.” Στις 30 Ιανουαρίου του 1933, τη μέρα που ο Χίτλερ αναγορεύεται καγκελάριος του Ράιχ, ο Ροτ μεταναστεύει οριστικά στο Παρίσι, όπου θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του φτωχός και αλκοολικός, ως το θάνατό του το 1939. Άφησε έργο εκτεταμένο και ποικίλο: δεκατρία μυθιστορήματα, οχτώ μεγάλα αφηγήματα, τρεις τόμους δοκιμίων και ανταποκρίσεων, αμέτρητα άρθρα. Κυριότερα μυθιστορήματά του: “Hotel Savoy” (1924), “Φυγή χωρίς τέλος” (1927), “Το εμβατήριο Ραντέτσκι” (1932) και “Η κρύπτη των Καπουτσίνων” (1938). Στο κύκνειο άσμα του, “Ο θρύλος του Αγίου Πότη” (1939), ο Ροτ χωρίς να αυτοβιογραφείται, δίνει μια γλαφυρή, γλυκιά και ταυτόχρονη τραγική μυθιστορία της απόλυτης παράδοσης στο πάθος του.