Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ένας από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς του 20ού αιώνα που ευτύχησε να έχει φανατικούς αναγνώστες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Η επανέκδοση του συνόλου του έργου του από τις εκδόσεις Διόπτρα ήταν ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός, το οποίο συνοδεύτηκε από μία έκπληξη: την έκδοση για πρώτη φορά του έργου του «Ο ανήφορος», η ύπαρξη του οποίου ήταν άγνωστη μέχρι τότε στο ευρύ κοινό. Η Βίκυ Κατσαρού, η οποία επιμελήθηκε της έκδοσης του Ανήφορου, μας δίνει το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκε το εν λόγω μυθιστόρημα και εξηγεί γιατί μπορεί να προβληματίζει αλλά και να συγκινεί τον σύγχρονο αναγνώστη τόσα χρόνια μετά.
***
-Πού τοποθετείται χρονικά και από άποψη θεματολογίας ο Ανήφορος στην εργογραφία του Νίκου Καζαντζάκη;
Ο «Ανήφορος» γράφτηκε το 1946 στην Αγγλία, όπου βρέθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης λόγω της τιμητικής πρόσκλησης που δέχτηκε από το Βρετανικό Συμβούλιο, αλλά και για να μιλήσει σε μια σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών στο BBC ακριβώς μετά τη συγγραφή και έκδοση του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Αναχώρησε για την Αγγλία στις 2 Ιουνίου του 1946 με κύριο σκοπό του ταξιδιού του να συζητήσει με τους διανοούμενους της εποχής για τα προβλήματα που ταλάνιζαν τον άνθρωπο μετά τον πόλεμο. Ενάμιση μήνα μετά θα εγκατασταθεί στο Κέιμπριζ, σε ένα δωμάτιο που του νοίκιασε το Βρετανικό Συμβούλιο, και θα αρχίσει να γράφει τον «Ανήφορο». Η δράση του εκτυλίσσεται αμέσως μετά τον πόλεμο, σε Κρήτη και Αγγλία.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο βασικός ήρωας, ο Κοσμάς, έπειτα από απουσία είκοσι χρόνων και την ενεργή συμμετοχή του στον πόλεμο, επιστρέφει στην πατρίδα του, το Μεγάλο Κάστρο, μαζί με την Εβραία γυναίκα του, τη Νοεμή, η οποία κουβαλάει την πανανθρώπινη μνήμη του Ολοκαυτώματος και μαζί της την ερώτηση για την αξία της ζωής. Έχουν περάσει μόλις μερικές μέρες από τον θάνατο του πατέρα του κι η Κρήτη μετράει τις πληγές της αναβιώνοντας προσωπικές ιστορίες θάρρους και πόνου. Ο άνθρωπος που βγαίνει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να στοχαστεί, ένας άνθρωπος που δεν έχει σωθεί, που κινδυνεύει, και ο Κοσμάς μεταβαίνει στη μεταπολεμική Αγγλία για να τον σώσει. Το προσωπικό κόστος της επιλογής του είναι τεράστιο. Όμως αυτό είναι το χρέος, αυτός είναι ο ανήφορος που όλοι πρέπει να διαβούμε.
-Στον «Ανήφορο» η πλοκή τοποθετείται στην εποχή κατά την οποία γράφτηκε, τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τι κάνει το έργο επίκαιρο για τον σημερινό αναγνώστη;
Θα τολμούσα να πω ότι το έργο αυτό είναι από κάθε άποψη επίκαιρο για τον σημερινό αναγνώστη. Στο καζαντζακικό σύμπαν τα πάντα είναι ανήφορος, ανάβαση, αγώνας για εξύψωση, πάλη προς τον εξευγενισμό του ανθρώπου, ώστε να γίνει πραγματικά άνθρωπος απορρίπτοντας τις συμβάσεις, περιφρονώντας το όριο του θανάτου, σπάζοντας τις φυλετικές διακρίσεις, αγαπώντας τη ζωή πάνω από όλα. Για τον Καζαντζάκη δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τον Ανήφορο, την εξέλιξη. Εξάλλου η δαρβινική εξέλιξη και η Élan vital του Ανρί Μπερξόν διατρέχουν όλα του τα έργα. Με αυτή την ξεκάθαρη στάση του ο συγγραφέας απέχει από κάθε μορφή στράτευσης, καίγεται από τον πόθο για δράση, βάζει τη ζωή πάνω από όλα, πάνω από την Ιδέα, δεν βολεύεται με τον θάνατο, μα αποστρέφει πάντα τα μάτια από τη σύμβαση. Αυτός είναι ο «Ανήφορος», ο δρόμος προς την ελευθερία, ο δρόμος προς τον Άνθρωπο. Κι ο «Ανήφορος» είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, αν σκεφτούμε ότι ζούμε σε μια εποχή πνευματικής ένδειας, πολέμου, φτώχειας, όπου η τεχνολογική εξέλιξη έχει κυριεύσει τον άνθρωπο – όλα αυτά αποτελούν προβληματισμούς του Κοσμά, του κεντρικού ήρωα, και τον ωθούν σε δράση. Γιατί τα ίδια προβλήματα μας βασανίζουν και τώρα και αναζητούμε απαντήσεις. Επίσης σημαντική κι η θέση της γυναίκας, αφού βασική ηρωίδα είναι η Νοεμή, αυτή η τρομαχτική μα συνάμα τρυφερή γυναικεία φιγούρα, που κουβαλά τη μνήμη του Ολοκαυτώματος. Πρόκειται για μια γυναίκα που παρακινεί σε δράση, δεν την αναστέλλει, πραγματική σύντροφος και συνοδοιπόρος του Κοσμά, που στέκεται δίπλα του βράχος και παρουσιάζεται ενίοτε πολύ πιο ορθολογίστρια από εκείνον σε ό,τι αφορά την πραγματικότητα και το αίσθημα της ευθύνης.
-Πού αποδίδεται η μακρόχρονη παραμονή στην αφάνεια του συγκεκριμένου έργου;
Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Ίσως γιατί θέλησε να το εκδώσει στο εξωτερικό για να απευθυνθεί σε ένα παγκόσμιο κοινό, αλλά η μετάφρασή του, που ήδη υλοποιούνταν, καθυστέρησε αρκετά, ή γιατί η «Διεθνής του Πνεύματος» που θέλησε να δημιουργήσει τον απογοήτευσε. Αλλά και γιατί περιέχει κομμάτια που έχουν μεταφερθεί σε άλλα έργα, όπως στον Καπετάν Μιχάλη, παρότι πλέον γνωρίζουμε ότι το χρονικό πλαίσιο στον Ανήφορο είναι το σωστό, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Καζαντζάκης υπήρξε μέλος στην Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη, που συγκρότησε ο πρωθυπουργός Πέτρος Βούλγαρης το καλοκαίρι του 1945. Στο κεφάλαιο «Κρήτη» στον «Ανήφορο» ακούμε τους ανθρώπους να εξιστορούν τον πόνο τους και τα δεινά τους, τι βίωσαν στο πέρασμα των Γερμανών, και γι’ αυτό είναι ένα κεφάλαιο με τεράστια συναισθηματική φόρτιση, που όμως στον Καπετάν Μιχάλη μεταπλάθεται αφηγηματικά και τοποθετείται ιστορικά στα 1889.
-Αναφορικά με το σύνολο του έργου του Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο επανεκδίδεται από τις εκδόσεις Διόπτρα, με ποιον τρόπο έγινε προσπάθεια να ανταποκρίνονται τα νέα βιβλία στις ανάγκες του σύγχρονου αναγνώστη;
Ξέρουμε ότι ο Καζαντζάκης έχει κατηγορηθεί για τη γλώσσα του, ότι είναι δύσκολη για έναν νεαρό αναγνώστη. Για αυτό τον λόγο έχουμε συμπεριλάβει υποσελίδιες σημειώσεις με λέξεις εν δυνάμει άγνωστες για το νεαρό κοινό. Επίσης έχει γίνει οπτική μελέτη του έργου του, ώστε να δημιουργηθεί νέα γραμματοσειρά που να ομοιάζει στον γραφικό χαρακτήρα του Νίκου Καζαντζάκη, μοντέρνα όμως και ευανάγνωστη, φέρνοντας έτσι, μαζί με τα νέα εξώφυλλα, τον Καζαντζάκη στον 21ο αιώνα. Επίσης, όλα τα βιβλία πλαισιώνονται από πολύ κατατοπιστικά κείμενα εξεχόντων ακαδημαϊκών, που έχουν ασχοληθεί ενδελεχώς με το έργο του και επανασυστήνουν τον Καζαντζάκη στον 21ο αιώνα, αποδεικνύοντας τη σημασία της επικαιρότητας του στοχασμού του στο σήμερα.
-Τι θα λέγατε σε έναν αναγνώστη για τον οποίο ο «Ανήφορος» είναι η πρώτη του επαφή με το έργο του Καζαντζάκη;
Να προσεγγίσει με την καρδιά του ανοιχτή, σαν να περνάει το κατώφλι ενός ναού. Ο λόγος του Καζαντζάκη είναι σοβαρός, σωματικός, αψύς. Στον «Ανήφορο» πάλλεται ακόμη ελεύθερα η φλέβα του ως ποιητή. Υπάρχει ένας υπόγειος συναισθηματισμός κάτω από το κειμενικό χώμα αυτού του μυθιστορήματος, ένα αρμονικό ξεδίπλωμα της ιστορίας, που συγκινεί με το πραγματικό βάθος της. Κι αυτή η ποιητικότητα στη γλώσσα του του επέτρεψε να υφάνει την αφηγηματική του δεινότητα, πλέκοντας ιστορίες που διαπερνούν τις δεκαετίες.