To κορίτσι με τα σπίρτα ήταν μία ιδέα που γεννήθηκε και ολοκληρώθηκε μέσα στα χρόνια της πανδημίας. Υλοποιήθηκε αρχικά ως ψηφιακό έργο με μία μικρή επιχορήγηση από το Υπουργείο Πολιτισμού και αποτελεί μέρος μίας τριλογίας από έργα με τίτλο Ιστορίες Εγκλεισμού (Το Ημερολόγιο ενός σκύλου, Το κορίτσι με τα σπίρτα, Παράξενες Ιστορίες ΙΙ). Και τα τρία αυτά ψηφιακά έργα, διακρίθηκαν σε φεστιβάλ του εξωτερικού.
Mετά από πρόσκληση του Αργύρη Ξάφη και της Ιούς Βουλγαράκη που έχουν αναλάβει τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό του θεάτρου Θησείον, θα παρουσιάσουμε το κορίτσι με τα σπίρτα με τη μορφή πια πολυμεσικής παράστασης στο θέατρο αυτό από 15 Δεκεμβρίου και για 15 μόνο παραστάσεις.
Υπήρξαν πολλοί λόγοι που με οδήγησαν στο να ξαναπιάσω το κλασικό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και να το μεταφέρω στο σήμερα και μάλιστα με φόντο τη σύγχρονη Αθήνα. Ένας από τους πιο βασικούς λόγους είναι γιατί πιστεύω ότι η θλιβερή αυτή ιστορία του μικρού κοριτσιού που έρχεται αντιμέτωπη με την αδιαφορία, τη σκληρότητα και τον κοινωνικό αποκλεισμό, είναι μία ιστορία που θα τη βλέπουμε συνέχεια μπροστά μας. Ο ανίσχυρος, ο αδύναμος, ο ανένταχτος αδυνατούν να επιβιώσουν σε μία πραγματικότητα που έχει ως αφήγημα : Όλοι εναντίον όλων και ο καθένας για τον εαυτό του.
Ο Άντερσεν μέσα από το παραμύθι του δείνει το στίγμα της εποχής του. Κατ’ αντιστοιχία και εγώ θέλησα να δώσω το στίγμα της δικής μου εποχής. Πήρα λοιπόν τις κάμερες μου και ξεχύθηκα στο κέντρο της Αθήνας την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων και φωτογράφησα τα τοπία των αντιθέσεων. Από τη μία οι στολισμένοι δρόμοι, τα λαμπερά χριστουγεννιάτικα δέντρα, οι χαρούμενες μουσικές στα μεγάφωνα και πίσω από το γιορτινό ντεκόρ ρακένδυτοι άνθρωποι να κοιμούνται σε χαρτόκουτα μέσα στο κρύο. Ένας άλλος κόσμος, καλά κρυμμένος. Η υποκρισία στο μεγαλείο της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Άρχισα να σκέφτομαι λοιπόν τι θα γινόταν αν αντιστρέφονταν οι ρόλοι και όλοι εμείς που είμαστε βολεμένοι μέσα στην ασφαλή καθημερινότητά μας, βρισκόμασταν ξαφνικά στη θέση αυτών των ανθρώπων που βρίσκονται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Και ξεκίνησα λοιπόν να επεξεργάζομαι την ιδέα ενός κοριτσιού που ζει στην Αθήνα, σε μία μεγάλη πόλη όπως και το κοριτσάκι του Άντερσεν. Ένα κορίτσι μόνο, χωρίς καμία υποστήριξη που ζει στο όριο και μας εξιστορεί στιγμιότυπα από τη ζωή της άλλοτε με πικρία κα άλλοτε με χιούμορ. Ένα κορίτσι σαν όλους εμάς, στριμωγμένο σε ένα μικρό διαμέρισμα που κρύβεται από το σποιτονοικοκύρη γιατί δεν έχει να πληρώσει το ενοίκιο. Με επιθυμίες και όνειρα, που ασφικτυά κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μεγαλούπολης.
Σε αυτή την παράσταση το αυτούσιο κείμενο του Άντερσεν και το πρωτότυπο κείμενο δημιουργούν από κοινού μία ιστορία που ακολουθεί όμως δραματουργικά τη γραμμική εξέλιξη του γνωστού παραμυθιού. Όλα τα υλικά της παράστασης μουσική, ήχος, εικόνα είναι πρωτότυπα και δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για αυτή την παράσταση.
Επί σκηνής εγώ κρατώ το ρόλο του αφηγητή, μεταμορφώνομαι σε έναν νέου τύπου παραμυθά που αντί για κάποιο κλασικό όργανο χειρίζομαι την τεχνολογία σα να ήταν μουσικό όργανο. Ελέγχω τον ήχο ήχο και το βίντεο, αφηγούμαι και τραγουδώ, φτιάχνω εικόνες με την μικρή μου κάμερα επί σκηνής και δημιουργώ ένα μικρόκοσμο που λειτουργεί σαν καλειδοσκόπιο και φωτίζει διαφορετικά σημεία της ιστορίας.
Αυτό λοιπόν το κορίτσι όπως και το κοριτσάκι του Άντερσεν, έχει μοναδική έξοδο διαφυγής τα όνειρά της. Στον κόσμο των ονείρων της ξανασυναντά αγαπημένα πρόσωπα, επιστρέφει σε γνώριμα τοπία , φέρνει στο μυαλό της την εικόνα ενός κόσμου που δεν έχει γίνει ακόμα δυστοπικός.
Πλησιάζει παραμονή Πρωτοχρονιάς και η μικρή, λίγο πριν την εκπνοή του χρόνου, δέχεται μία απροσδόκητη πρόταση. Της δίνεται η δυνατότητα να ξεκινήσει τη ζωή της από το μηδέν και να διαγράψει κάθε σκοτεινή σελίδα από το παρελθόν της, αλλά με μία έναν απαράβατο όρο : Nα πάψει να ονειρεύεται.
Στη δική μου ερμηνεία για το παραμύθι του Άντερσεν, το ποιο σημαντικό σημείο της ιστορίας είναι τα όνειρα του μικρού κοριτσιού: η φωτιά στη σόμπα, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το στολισμένο δέντρο, η γιαγιά της που εμφανίζεται σαν άγγελος και την παίρνει μαζί της μακριά από όλους αυτούς που δεν της έδωσαν καμία βοήθεια όταν την είχε ανάγκη.
Το παιδί πεθαίνει από το κρύο ανήμερα Πρωτοχρονιάς χωρίς να έχει πουλήσει ούτε ένα σπίρτο όλη την ημέρα, όμως καταφέρνει με ένα τρόπο σχεδόν μεταφυσικό να υπερβεί το σκοτάδι και να μεταβεί σε ένα κόσμο φωτεινό.
Το επόμενο πρωί, οι περαστικοί θρηνούν πάνω από το άψυχο σώμα του μικρού παιδιού. Κανείς από όλους αυτούς, όπως γράφει και ο Άντερσεν στην τελευταία φράση του παραμυθιού, δε θα μπορούσε να φανταστεί τα υπέροχα οράματα που είχε δει, ούτε ότι κάπου από ψηλά, η μικρή χαιρόταν την ωραιότερη Πρωτοχρονιά της!
Διαβάστε επίσης:
Το Κορίτσι με τα σπίρτα, σε σκηνοθεσία Violet Louise στο Θέατρο Θησείον