Η Ανορεξία της Ύπαρξης: μια ποιητική συλλογή, στην οποία η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ με βαθύτατη ωριμότητα φαίνεται να ενατενίζει πανοραμικά πλέον την Ύπαρξη, αλλά και να συμμετέχει ως μικρο- ύπαρξη δραματικά σε αυτήν. Στην ποίησή της ενοφθαλμίζονται ίχνη από λογοτεχνικά και φιλοσοφικά ρεύματα με τρόπο ισορροπημένο και πρωτότυπο, με αποτέλεσμα να δίδεται η εντύπωση ότι η ποιήτρια κρατάει μόνο τα καλά από όσα συνάντησε στη μέχρι στιγμής ποιητική της πορεία.
Πού έγκειται, όμως, η Ανορεξία της Ύπαρξης; Γιατί να φτάσει κάποιος στο σημείο να βιώνει αυτή την Αρρώστια-Πραγματικότητα; Η απάντηση βρίσκεται διάσπαρτη σε στίχους της συλλογής: Η θεά Συνήθεια/ ακόμη και την ανάσα διατάζει/να μπαινοβγαίνει/αν οργανικά πάνε όλα καλά. Η ζωή καταντά, λοιπόν, μια συνήθεια αναπνοής, μια συνήθεια που θεοποιείται, αφού έχει τη δύναμη να τα κάνει όλα κινήσεις αυτόματες/ που ευκολύνουν τη μέρα. Όταν η ύπαρξή σου πάσχει από ανορεξία ο πόνος δεν έχει όνομα ούτε χρώμα, η υπόσχεση των αγίων για αιώνια ζωή φαντάζει τρομακτική• ποιος θα άντεχε τόση (και τέτοια) ζωή; Αλλά ακόμη και η υγεία χάνει το νόημά της, όταν το μέλλον κάνει απεργία. Γίνεται και η ίδια η υγεία άνοστη, αφού το κορμί που την φέρει αδυνατεί να συγκινηθεί απ’ το λίκνισμα των φύλλων στο αεράκι. Η σωματικότητα των αισθημάτων- πάγια στη μοντέρνα μας ποίηση- αξιοποιείται στο έπακρο. Ορμάται από τη σωματική ωραιότητα και τον ηδονισμό του Καβάφη (γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω/ να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα…), για να φτάσει να εκφράσει άλλοτε υψηλές (χωρίς να εννοούμε ιδεαλιστικές) ιδέες (το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου) και άλλοτε απλές καθημερινές αλήθειες. Η Ανορεξία τουλάχιστον τροφοδοτεί την Ποίηση. Η ίδια η ποιητική συλλογή λειτουργεί έτσι ως ελπίδα αλλά και ως αντίδοτο στην ανορεξία.
Υπάρχουν, όμως, κι άλλες καλά κρυμμένες ελπίδες. Η ελπίδα πολλές φορές δίνεται ειρωνικά (η τελευταία μέρα μου/ όλο αναβάλλει τον ερχομό της), ακόμη και ως δυνατότητα να «βαρεθούμε» τη θεά Συνήθεια και να την εγκαταλείψουμε! Έπειτα, οι «ελλείψεις» μπορούν να ιδωθούν ως προστασία από αυτά που θα χάσουμε, αφού στην ουσία θα χάσουμε λιγότερα… Στις Σωσίβιες Λεπτομέρειες (χαραμάδα ελπίδας στη συλλογή) η ποιήτρια δηλώνει πως μόνο κάποιες λεπτομέρειες την βοηθούν να επιβιώσει. Δεν διστάζει, μάλιστα, να αποστραφεί με διδακτική σχεδόν διάθεση στον αναγνώστη, κάτι που ελάχιστες φορές επιχειρεί, και να του πει: Μάζεψε λοιπόν το σκουπιδάκι, λέω/ και ξέχνα το βουνό/των απορριμμάτων/που στοιβάζονται γύρω σου. Ωστόσο, οι ελπίδες λειτουργούν σαν διακοσμητικά στοιχεία ενός ποιητικού οικοδομήματος που στηρίζεται στον υπαρξισμό (που φτάνει στα όρια του μηδενισμού) και στον κυνισμό. Βέβαια, ο χαρακτηρισμός του υποβάθρου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αναγνωστική πρόσληψη: αυτό που για πολλούς είναι νιχιλιστικό για άλλους είναι απλώς πολύ ρεαλιστικό, η πικρή αλήθεια.
Η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ μιλά αφαιρετικά αλλά και συγκεκριμένα, σαν να βρίσκεται σε δικαστήριο και να προσπαθεί να πείσει με τεκμήρια για την τραγικότητα της πραγματικότητας, για τη «συντηρητική μελαγχολία που δε λέει να ξεσπάσει σε απελπισία.» Σε μια εποχή όπου ακόμη και το φεγγάρι αποχωρεί και αφήνει μόνο του κάθε ανόητο θηλυκό, όπου ο ήλιος πλέον δύοντας στην ουσία πεθαίνει μαζί με τη μέρα, το μόνο που μπορεί να νιώσει κανείς είναι αδιαφορία. Ακόμη και σε αυτό η θεά Συνήθεια έπαιξε τον ρόλο της, αφού καθιστά τα πορφυρά ηλιοβασιλέματα να φαντάζουν άδεια. Το φως συνδέεται και με το όνειρο, που τροφοδοτείται μόνο με σκοτάδι. Να μια πικρή αποτύπωση της αλήθειας! Ακόμη και το καλό τρέφεται από το κακό, αλλιώς πώς θα φανερωθεί; Το καλό δεν θα κάνει διαφορά σε ανοιχτόχρωμο παρασκήνιο. Και ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσουμε το σκοτάδι είναι τα δάκρυα, που, ωστόσο, συνιστούν μια εσωτερική πορεία προς τη συνειδητοποίηση του τίποτα που ποτέ δε θ’ αντικρίσουμε/ ούτε την άδεια σάρκα του/ θ’ αγγίξουμε ποτέ./Αυτό το στείρο τίποτα/ που και δάκρυα στεγνώνει. Μόνο μια ποιητική ιδιοφυία κινείται τόσο άνετα σε θέματα αμιγώς υπαρξιστικά, ισορροπώντας δεξιοτεχνώς ανάμεσα στον μηδενισμό και στον ρεαλισμό, αφού ακόμη και οι πιο κυνικές αλήθειες είναι διατυπωμένες κατά τρόπο που σε ωθούν να πεις «Κι όμως έτσι είναι.»
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η εν λόγω ποιητική συλλογή μπορεί να αντιμετωπιστεί και ως Λεξικό. Η Ποίηση έχει την ανάγκη να δίνει Ορισμούς, με τον δικό της τρόπο βέβαια. Ορισμούς κάποιες φορές πολύ πιο αισθητούς και εγγύτερους σε εμάς από αυτούς των Λεξικών. Η ποιήτρια, σαν λεξικογράφος, παραδίδει τον τρόπο με τον οποίο η ίδια ορίζει (και καθορίζεται από) την πραγματικότητα. Η θάλασσα δεν είναι πόθος/που πλέει στ’ ανοιχτά/αλλά φόβος του βυθού: ο φόβος ως το νέο και μεγαλύτερο πάθος για τον σύγχρονο άνθρωπο επηρεάζει ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον αιώνιο έρωτα με τη θάλασσα. Η καχυποψία εισβάλλει σε όλα τα πλαίσια της πραγματικότητας και διαστρέφει τις ωραίες έννοιες. Στις Υπαρξιακές Ερωταποκρίσεις ο έρωτας ορίζεται ως το αντίθετο του αληθινού που έδινε στο πραγματικό ουσία : η ποιήτρια θεάται τον έρωτα μακρόθεν, αφού ο χρόνος είναι συντελεσμένος, ένα ακόμη στοιχείο ανορεξίας της ύπαρξης. Ο ορισμός είναι εξοργιστικά ανοιχτός σε εξηγήσεις• λέξεις όπως αληθινό, πραγματικό και ουσία δεν καθιστούν απτή την οριστέα έννοια. Δύσκολα, όμως, θα υπάρξει αναγνώστης που να μην νιώσει την ευστοχία του. Η Ποίηση αυτοαναιρείται: λέει όσα λέει με αυτά που δεν λέει! Σε άλλο ποίημα οι άνθρωποι ορίζονται ως το κουραστικό αντίθετο της μοναξιάς. Ως μεταπολεμική ποιήτρια η Ρουκ βιώνει και αποτυπώνει την κατάφαση στη μοναξιά, την οποία θεωρεί ως το βαθύτερο γνώρισμα της ύπαρξης. Πρόκειται για μια παραδοχή αλλά και αποδοχή, αν και πρέπει κανείς να φτάσει στα γεράματα, για να το δει έτσι. Και η ίδια στα νιάτα της έβλεπε τους ανθρώπους σαν πηγάδια που στο βάθος τους έκρυβαν μυστικά δροσερά και παρήγορα. Τέλος, η ηδονή: ν’ αγγίζεις το φθαρτό/ και να παραμερίζεις το θάνατο. Η ηδονή με σημείο εκκίνησης το φθαρτό σώμα καταφέρνει να παραμερίσει- έστω και στιγμιαία- τον θάνατο, μάλιστα μόνο όταν το καταφέρνει αυτό, είναι γνήσια ηδονή.
Ο ερωτισμός είναι διάχυτος και συμπλέκεται με έναν καλά χωνεμένο λυρισμό που έρχεται εκεί που δεν τον περιμένεις. Ο λυρισμός αυτός καταφέρνει να κάνει γλυκείες κάποιες ουσιαστικά υπερρεαλιστικές εικόνες, η υποβλητικότητά του δαμάζει όποια υπερβολή θα μπορούσε να φέρει ο μοντερνισμός. Ο στίχος ελεύθερος και απελευθερωμένος από συμβάσεις• συμφωνεί με την ομοιοκαταληξία, όποτε τον συμφέρει. Η μουσικότητα καλά κρυμμένη και καθόλου παραδοσιακά έκδηλη εξασφαλίζεται και μέσω του εξομολογητικού τόνου. Όλα αυτά εκφέρονται με μια γλώσσα τόσο απλή, που ενθαρρύνουν για την ουσία του όρο «δημοτικός», όπως τον εννοούμε σήμερα. Διαβάζοντας ποτέ δεν σου προκαλείται μια κάποια ανοικείωση από κάποια λέξη, κάτι που δύσκολα επιτυγχάνεται από σύγχρονους συγγραφείς σε μια –όχι τόσο φανερά- αλλά περίεργη γλωσσικά εποχή.
Η ποιητική συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, με τίτλο Ποίηση 1963-2011, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.