Εν αρχή ην ο λόγος γιατί ο λόγος υπάρχει λόγος να λέγεται. Και εδώ λέγεται με ήχο εποχής που ηχεί στα αυτιά μας μέσα από την φωνή μίας ανήσυχης ύπαρξης που ακούγεται στο όνομα Στέφαν Τσβάιχ.
Από τον Γιάννη Αντωνιάδη
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Στέφαν Τσβάιχ λοιπόν ξανά στο προσκήνιο, αυτήν την φορά με ένα έργο ημιτελές. Ημιτελές όχι ως προς την σύλληψη της ιδέας που είχε να πραγματευτεί και να επεξεργαστεί, αυτήν την είχε διασφαλισμένη στο μυαλό του, ένα μυαλό πολυμήχανο και ανικανοποίητο συνάμα. Ήταν όμως οι συνθήκες πολιτικές και κοινωνικές της περιόδου του μεσοπολέμου που τον ανάγκασαν να το αφήσει ημιτελές και ανολοκλήρωτο, αφήνοντάς μας σε ένα πέπλο μυστηρίου για αυτό που τελικά μας φύλαγε για το τέλος, αν είχε υπάρξει τέλος. Ποια θα ήταν η πιθανή εξέλιξη της ιστορίας και των πρωταγωνιστών του? Το επίμετρο από τον Knut Beck μας δίνει μία μικρή αίσθηση των όσων ο συγγραφέας ενδεχομένως να ένιωθε και εξέφρασε γλαφυρά μέσω των γραπτών του αλλά τα συμπεράσματα είναι καταδικά μας.
Όπως και στον «Επικίνδυνο οίκτο» έτσι και εδώ με μία άλλη σκοπιά, πιο θηλυκή μέσα από τα μάτια της Κριστίνε Χοφνέλερ, μίας υπαλλήλου στα αυστριακά ταχυδρομεία, ο Τσβάιχ καταπιάνεται με την παρακμή ενός κόσμου που μυρίζει διάλυση και καταποντισμό του κοινωνικού ιστού και των αξιών που μέχρι και την Belle époque τον όριζαν. Τα τύμπανα του πολέμου έχουν σωπάσει αλλά η σιγή είναι πιο σθεναρή και πολύβουη από τα πυροβόλα και τις φωνές στο μέτωπο, το ρήγμα των ηθών και της ίδιας της ζωής ακουμπάει την καθημερινότητα διαχέοντας αβεβαιότητα και αστάθεια για το μέλλον των εθνών. Το ερώτημα που ευλόγως τίθεται είναι αν άραγε οι άνθρωποι της κατά τα άλλα ανεπτυγμένης Ευρώπης ζούσαν σε μία πλάνη και σε μία ματαιότητα ευδαιμονίας περιμένοντας το μπαρούτι του επόμενου πολέμου να σημάνει. Η ελευθερία και το ανέμελο του βίου τους δυστυχώς έμελλε να αντικατασταθεί από ένα νέφος και μία καταχνιά που ο ίδιος ο Τσβάιχ την αισθάνθηκε στο πετσί του όταν και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στο Λονδίνο για να αποφύγει την λαίλαπα του ναζισμού.
Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο της πλήρους αποδόμησης τοποθετεί και την νεαρή Κριστίνε, μία αθώα και ήσυχη υπάλληλο ταχυδρομείου σε μία απόμακρη πόλη της Αυστρίας να παλεύει με την ίδια της την υπόσταση, φοβισμένη και τρομαγμένη θα έλεγα από την ίδια της την μοίρα. Σαν ένας άλλος Προμηθέας βρίσκεται δέσμια των καθηκόντων της, βουτηγμένη σε ένα παρόν που δεν αποπνέει με τίποτα άρωμα μέλλοντος. Καφκική φιγούρα που θυμίζει «Μεταμόρφωση» θα πνιγεί από την μέθη της αλλαγής όταν προσκαλείται από την πλούσια θεία της σε ένα ταξίδι που δεν έχει πραγματοποιήσει ποτέ της. Θα αφήσει πίσω της και με βαριά καρδιά την άρρωστη μητέρα της για να προβεί σε ένα βήμα μετέωρο και πρωτόγνωρο για αυτήν. Πόσο ισχυρή είναι η μεταστροφή σε μία σφαίρα που δεν γνωρίζεις ούτε την τροχιά της και η ταχύτητα μπορεί και να σε συνθλίψει? Σαν ψάρι έξω από τα νερά του που το έβγαλαν από την γυάλα, η Κριστίνε βιώνει μία αλλαγή εσωτερική και εξωτερική, που η λάβα της «καίει» την ψυχοσύνθεσή της, ψάχνοντας πατήματα για να προσαρμοστεί και όταν απεκδυθεί των δισταγμών της παρασύρεται από την ηδονή της ευτυχίας και την μέθη ενός βίου έκδηλου στα δικά της μάτια.
Ο Τσβάιχ συνδιαλέγεται με την εποχή του, βάζοντας σε πρώτο πλάνο με το ραβδί του σκηνοθέτη την αμφιβολία που διακατέχει το αύριο σε έναν κόσμο που παρακμάζει, που διαλύεται σβήνοντας τα ίχνη που τον συνέδεαν με το ένδοξο και ακμάζον παρελθόν. Με χαρακτήρες που άλλοτε αγγίζουν τον Ντίκενς και άλλοτε τον Μπαλζάκ, φτιάχνει ένα δικό του μείγμα ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, προβάλλοντας αυτήν την φορά την Κριστίνε, σαν ένα άλλο κορίτσι με τα σπίρτα που προσπαθεί να συνέλθει όταν εξέρχεται από την σκληρή πραγματικότητα μίας ζωής βαρετής και πληκτικής για να εισέλθει σε ένα ονειρικό παραμύθι που όμως για αυτήν καταντάει εφιάλτης. Η μεταμόρφωση για την Κριστίνε είναι προσωρινή και το τέλος της παραμονής στο θέρετρο του Εγκαντίν – όπου και ο ίδιος ο Τσβάιχ διέμεινε για να διαπιστώσει τελικά ιδίοις όμμασι την ψευτιά και την ουτοπία της πολυτέλειας – συνοδεύεται από πλείστα ερωτήματα για την ίδια της την ζωή. Το ερώτημα του Σαίξπηρ να ζει κανείς ή να μην ζει επανέρχεται μεγαλοπρεπώς για να της τονίσει την επιθυμία για έξοδο ηρωική από την μιζέρια, η οποία την κατατρώγει σε καθημερινή βάση.
Η επιστροφή της από τον υπέροχο κόσμο του Εγκαντίν την βρίσκει και πάλι απελπισμένη. Τότε εμφανίζεται ως από μηχανής θεός, ο Φέρντιναντ, άγνωστος και ασήμαντος μουσουργός να χτυπήσει την πόρτα της συνείδησής της και να την καλέσει να εκτελέσουν μαζί το σχέδιο του, ένα σχέδιο φυγής από το δυσμενές πλαίσιο στο οποίο το κράτος κρίνεται ως ηθικός αυτουργός, μιας και τους έχει καταδικάσει σε οικονομική δυσπραγία. Αδυνατούν να ζουν με περιορισμούς που γκρεμίζουν τα όνειρά τους, εκείνος αποφασισμένος και εκείνη καταδεκτική καταστρώνουν την επόμενή τους μέρα γνωρίζοντας τους κινδύνους μίας πιθανής αποτυχίας. Δεν υπάρχει όμως κάτι να τους εμποδίζει ή να τους καθηλώνει μιας και η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων τους έχει στραγγαλίσει κάθε χαρά και κάθε μελλοντική προοπτική. Παίρνουν λοιπόν την τύχη στα χέρια τους και το «ναι» της Κριστίνε σημαίνει την απαρχή ενός νέου εκκινήμματος που κανείς από τους δύο δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το που θα οδηγήσει.
Ο Τσβάιχ, εμμέσως πλην σαφώς, κινεί τα νήματα του νου του εμβαθύνοντας χωρίς λύση στα θέματα που απασχολούν τον ίδιο, θέματα που από το 1934 τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει την συγγραφή αυτού του βιβλίου, θέματα που δεν μπόρεσε ποτέ να αντιμετωπίσει και να λύσει τον γόρδιο δεσμό που τόσο λαχταρούσε. Όπως στο βιβλίο έτσι και στην ίδια του ζωή το θέμα της αυτοκτονίας είναι υψηλά στην λίστα του και δυστυχώς δεν μπόρεσε να αποφύγει το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει. Ψυχολογικά κατατρεγμένος από τις ίδιες του τις αγωνίες, βάζει τέλος στην ζωή του αυτοκτονώντας το 1942 στην Βραζιλία μαζί με την συνοδοιπόρο του Λόττε αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό, όπως το κενό δημοκρατίας που εν τέλει θα οδηγήσει στο ξέσπασμα ενός ακόμη οδυνηρού πολέμου.
«Όταν ένας άνθρωπος πλέει σε πελάγη ευτυχίας, έχει συνήθως μειωμένη παρατηρητικότητα. Όλοι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αυτού του κόσμου είναι κακοί ψυχολόγοι. Μόνο όσοι τρώγονται από την ανησυχία έχουν τεταμένες τις αισθήσεις τους»
Το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ με τίτλο “Η μέθη της μεταμόρφωσης”, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.