Ο κόσμος του Τζον Τσίβερ περιγράφει στα διηγήματά του αυτά, που πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας στην ελληνική γλώσσα, μία πραγματικότητα ευδαιμονίας και ευζωίας σε μία Αμερική που όπως και στα μυθιστορήματα του Φιτζέραλντ και του Απντάικ η λευκή φυλή παρουσιάζεται φαινομενικά καλοζωισμένη και ευημερούσα, όμως πίσω από την φαινομενικότητα αυτή κρύβεται μία υποβόσκουσα αρρυθμία κοινωνικής φύσεως που «σκουπίζει» και παρασέρνει συναισθήματα και πρόσωπα. Μοιάζουν δηλαδή οι εικόνες που σκιαγραφεί ο Τσίβερ με τους πίνακες του σύγχρονού του Έντουαρντ Χόπερ.
Ο τελευταίος – αξίζει να ρίξετε μία ματιά στα έργα του – απεικονίζει μοναχικές μορφές και ανθρώπους παγωμένους σε ένα τώρα που δεν έχει παρόν και απελπισμένα περιμένει το αργότερα, εκεί έχουν εναποθέσει τις όποιες τους ελπίδες στοιχειωμένοι σε έναν χρόνο σταματημένο. Έτσι και στον Τσίβερ, βρισκόμαστε κοινωνοί μίας τάξης ανθρώπων που έχουν χτίσει τις ζωές τους αλλά τα θεμέλια του οικοδομήματος μοιάζουν με τον γυάλινο κόσμο του επίσης σύγχρονού του Τένεσι Ουίλιαμς. Εξάλλου και ο Ουίλιαμς στο πολύ γνωστό θεατρικό του έργο σε αυτό το φάσμα κινεί τα νήματα των πρωταγωνιστών του, κρυσταλλωμένες φιγούρες χαμένες στις σκέψεις τους.
Έχει έντονα τα σημάδια της κοινωνικής αστάθειας και αναστάτωσης γιατί τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες του βρίσκονται στο μεταίχμιο των αποφάσεών τους και πάντα υπό την σκέπη της κατάρρευσης. Τελούν από καθεστώς ανισορροπίας και αμφιβολίας σε ένα περιβάλλον που αν και οικείο και καθημερινό πολεμάει με τον εσωτερικό τους κόσμο που καλεί για φυγή και απελευθέρωση. Το παρόν προδιαγράφει ένα μέλλον στασιμότητας και αυτό είναι έκδηλο και εμφανές μέσα από τα πρόσωπα/ανδρείκελα, τους πρωταγωνιστές, οι οποίοι παραπαίουν γιατί ζουν σε μία πραγματικότητα που τους συνθλίβει και παραπατούν σε κάθε προσπάθεια ν’ απεμπλακούν από μία πλασματική ευτυχία που οι ίδιοι έχουν οικοδομήσει και να μεταπηδήσουν σε ένα επόμενο βήμα μιας και το τωρινό είναι μετέωρο. Πρόκειται για φυλακισμένα όντα σε ένα στοιχειωμένο πλαίσιο που θέλουν να ονομάζουν ζωή, στην πραγματικότητα όμως και αυτό διαφαίνεται στον «Κολυμβητή», καθώς σε κάθε του βήμα συναντά έναν καθρέφτη που βαθμιαία εγκλωβίζει ακόμα και την σκιά του θέτοντας του ως υπέρτατη ανάγκη να κολυμπήσει σε άλλα νερά μήπως και εκεί βρει τον εαυτό του, έναν εαυτό που έχει όψη φαντάσματος.
Ακόμα και στο Καψουροτράγουδο όπου ο Τζακ Λόρει ακροβατεί ανάμεσα στον φόβο και στην απόλυτη κατάρρευση αφού δεν δέχεται την ήττα στην οποία ο ίδιος έχει υποβάλει τον εαυτό του, καταλαβαίνουμε πως οι άνθρωποι που ο Τσίβερ μας σερβίρει είναι έρμαια της ίδιας τους της αδυναμίας ζητώντας την λύτρωση από το σχοινί του βίου τους που κάθε μέρα τους σφίγγει. Όπως και στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, μία από αυτές ζούμε και σήμερα άλλωστε, κάθε διήγημα έχει τον κορυφαίο του, το κύριο πρόσωπο και αφηγητή αλλά ο χορός που τον πλαισιώνει, ο τραγικός αυτός χορός δεν είναι άλλος από τον ίδιο του τον περίγυρο που παρακολουθεί ατάραχος και αμέτοχος την κατακρήμνισή του. Σε κάθε διήγημα, ο περίγυρος εκφράζεται και μεταμορφώνεται ποικιλοτρόπως και είναι αυτός που μας δείχνει με όρους φωτογραφικούς το δραματικό instantané της μιζέριας στην οποία οι πρωταγωνιστές έχουν βουλιάξει.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Βαλτωμένες ανδρικές και γυναικείες φιγούρες είναι τα πρόσωπα/μαριονέτες που ο Τσίβερ χρησιμοποιεί για να ταρακουνήσει τα κακώς κείμενα μίας λευκής τάξης που οδεύει προς την καταστροφή. Η δυστυχία πλανάται σε κάθε σκηνή του παλκοσένικου που ο ίδιος έχει στήσει για να προβάλει προς εμάς αυτά που και ο Κάφκα περιγράφει στην «Μεταμόρφωση», ανθρώπους που βασανίζονται από μία βροχή πρέπει και απόκτησης αγαθών που ταριχεύουν την υπόστασή τους και την χαρά τους. Πλέουν ή μάλλον βαδίζουν σε ένα έλος ψυχικής κατάπτωσης με σημάδια κόπωσης να τους κατατρέχουν και αυτή η ενδόμυχη και ψυχολογική κούραση που επιδρά ανεξέλεγκτα ταλαιπωρεί το εγώ τους απομακρύνοντάς τους από κάθε προσπάθεια για αναδόμηση και αναγέννηση.
Ψυχογράφημα μίας Αμερικής που καταβάλει προσπάθειες να συνέλθει από το οικονομικό κραχ του 1929 που όμως εμφανίζει τα ίδια σημάδια παιδικής ασθένειας με μία δική της belle époque που τερματίζεται άδοξα με τις ανισότητες και τον ρατσισμό προς τους έγχρωμους που βρίσκεται προ των πυλών. Προφητικός ο Τσίβερ και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους διηγηματογράφους της εποχής του και είναι ευχής έργον που μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά με μεγάλη επιτυχία που αποδίδει εύστοχα τον λόγο του και τα νοήματά του που κανείς πρέπει να τα ψάξει στην δική του πραγματικότητα γιατί οι άνθρωποι δύσκολα αλλάζουν, οπότε κάθε μικρή αλλαγή είναι ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα για να παραφράσω την γνωστή ρήση του Γκαγκάριν.
«Δεν είναι η μυρωδιά του καλαμποκόψωμου που μας ανασταίνει, είναι τα φώτα και τα σημάδια της αγάπης και της φιλίας»
Το βιβλίο του Τζον Τσίβερ, Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.