Η περιπλάνηση στα άδυτα της οικογενειακής ζωής στα τέλη της δεκαετίας του ’50 σε μία Ουγγαρία που αλλού πατά και αλλού βρίσκεται λόγω των πολιτικών εξελίξεων είναι αυτό που προσφέρει η Ζούζα Μπανκ σε αυτό το πολύ φιλόδοξο αλλά συνάμα και αινιγματικό μυθιστορηματικό τοπίο που έχει διαμορφώσει.
Ένα τοπίο ομιχλώδες και στάσιμο σαν έναν βαλσαμωμένο αετό που περιμένουν να ξυπνήσει. Τα γεγονότα που θα σημάνουν αλλαγές θα έλθουν 10 χρόνια αργότερα με την άνοιξη της Πράγας και τις δραματικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Εν τω μεταξύ στην μπανκική πραγματικότητα ο χρόνος κυλάει, τα πρόσωπα εναλλάσσονται και παρεισφρέουν νέα, όμως όλα μοιάζουν να έχουν παγώσει σε μία αναμονή που ποτέ δεν φτάνει. Αυτά που η Μπανκ περιγράφει θυμίζουν επιβάτη που έχει στηθεί στην αποβάθρα και ανυπομονεί για την έλευση του συρμού που όμως για λόγους ανεξήγητους κόλλησε στις ράγες.
Εδώ οι παραστάσεις μεταβάλλονται, το κολύμπι στο οποίο επιδίδονται ο Ίστι και ο πατέρας του προδίδουν δραστηριότητα, κίνηση, κάτι που αναγγέλλει την αλλαγή της μέρας αλλά όχι και την πραγματική αλλαγή. Η πολιτική κατάσταση μυρίζει μπαρούτι και κρίνεται έκρυθμη κάτι που η συγγραφέας υπονοεί εμμέσως πλην σαφώς καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησής της. Κάποιες φορές μοιάζει να μεταπηδά από την μία σκηνή στην άλλη σε ένα παζλ λέξεων και φράσεων που απλά υπάρχουν, γιατί οι άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τις πολιτικές διεργασίες που δεν τους επηρεάζουν άμεσα αλλά τις αναμένουν, απλά ζουν και υπάρχουν.
Και όμως αυτή η αποκρυσταλλωμένη ατμοσφαιρικότητα, αυτή η επικίνδυνη στασιμότητα και ακινητοποίηση που όπου να ναι θα χιμήξει σαν θηρίο – σαν έτοιμο περιμένει να βγει από το κλουβί κατασπαράζοντας κάθε τι παλιό και ριζωμένο – όλα αυτά είναι ικανά να τα πουν όλα. Πόσες φορές άλλωστε η υπερβολική ησυχία δίνει την σκυτάλη στον θόρυβο που έμοιαζε με αρκούδα σε χειμερία νάρκη; Γράφει κάπου: «Εκείνο το πρωί ο χρόνος έμοιαζε άχρηστος και ενοχλητικός, κάτι που θέλεις να το ξεφορτωθείς, να το διώξεις από πάνω σου».
Όλη η ιστορία βασίζεται στην αφήγηση της κόρης που δίνει το στίγμα της δικής της οικογένειας, μέλη της οποίας είναι ο αδερφός της, ο Ίστι και ο Κάλμαν, ο πατέρας της. Μίας οικογένειας που έχει διαμεληθεί και ψάχνει τα κομμάτια της ακριβώς όπως η χώρα αναζητά την δική της τύχη σε ένα εύθραυστο περιβάλλον μετά από έναν οδυνηρό πόλεμο. Έναν πόλεμο που άλλαξε άρδην τις ισορροπίες και τις συνθήκες καθιστώντας τις κοινωνίες και τα μέλη της πιόνια χαμένα και ατάκτως εριμμένα σε μία σκακιέρα όπου οι άνθρωποι περιμένουν τον παίκτη ή τους παίκτες για να τους μετακινήσουν σε έναν διαφορετικό τοπικό προσδιορισμό.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μέχρι αυτό να συμβεί και κανείς δεν γνωρίζει το πότε μιας και τα γεγονότα έχουν την δική τους ιστορία, οι μορφές περιφέρονται άσκοπα και ανέμελα απολαμβάνοντας το κολύμπι. Το κολύμπι για τον Ίστι όπως άλλωστε και για τον πατέρα του θα μπορούσε να συμβολίζει την κάθαρση από κάθε βάσανο σε μία κολυμπήθρα του Σιλωάμ ή σε έναν Ιορδάνη ποταμό, παράλληλα όμως είναι και η βουτιά στο νερό της λήθης, σε αυτό που παίρνει μακριά τις κακές αναμνήσεις και την αίσθηση της απώλειας για τη μητέρα και σύζυγο που έφυγε ξαφνικά στη Δύση με το τρένο του αποχαιρετισμού για να ξεφύγει από μία ζωή που της είχε γίνει βάρος ασήκωτο. Η ανάμνηση της μητέρας είναι ένα στοιχείο που δεν αφήνει την ζωή να φύγει μπροστά, είναι σαν την άμμο του κολυμβητή που πασχίζει να απαλλαγεί από αυτήν αλλά όλο και κάποιος κόκκος της θα του θυμίζει την θάλασσα, θάλασσα είναι και η μητέρα. Και μέσα σε όλα αυτά το κολύμπι, αυτή η ευχάριστη συντροφιά κρύβει παγίδες για τον Ίστι όταν μην λογαριάζοντας τον κίνδυνο βουτάει στα νερά της παγωμένης λίμνης για να βρει την μητέρα του που την οραματίζεται? Ποιο είναι αυτό το μαγικό φίλτρο που τάραξε την λογική του και παραβίασε την μέχρι τότε υπακοή στον πατέρα του και την αδερφή του για να προσπαθήσει να αγγίξει την χαμένη στοργή που τόσο λαχταρά;
Η Μπανκ μοιάζει να έχει ρίξει γέφυρες επικοινωνίας με τα διηγήματα του κορυφαίου Αμερικανού Τζον Τσίβερ, ένα εκ των οποίων έχει τον ίδιο τίτλο και περιγράφει ακριβώς όπως και η Μπανκ στιγμές και εικόνες μίας ζωής μετέωρης και αβέβαιης. Η Μπανκ, όπως και ο Τσίβερ, αλλά μέσα από ένα άλλο πλαίσιο και πρίσμα περισσότερο ψυχολογικό, σκόπιμα θέτει τους ήρωές της προσκολλημένους σε ένα παρόν που θέλει να αποκτήσει μέλλον για να ξεφύγει από ένα παρελθόν που έχει επιφέρει εξάντληση. Και αυτό γιατί ο φράχτης που θα αρχίζει να υψώνεται στα τέλη της ίδιας εποχής και θα χωρίσει στα δύο την Γερμανία μοιάζει να έχει υψωθεί και σαν τοίχος στις ψυχές των ανθρώπων που θυμίζουν αγρίμια εγκλωβισμένα σε ένα απέραντο κελί.
Το αν οι δροσοσταλίδες της ευτυχίας και το αν ο ουρανός θα δείξει το γαλανό του πρόσωπο είναι κάτι που η Μπανκ διαπραγματεύεται συνεχώς, φάσκει και αντιφάσκει, το αποτέλεσμα και τα συμπεράσματα από αυτήν την μονομερή και συνεχόμενη διαπραγμάτευση από μέρους της εναπόκειται σε μας να τα ξεδιαλύνουμε. Ο ρόλος του συγγραφέα εξάλλου είναι να θέτει ερωτήματα, να εγείρει αμφιβολίες και σαν ένας μικρός θεός να αφήνει το φύλλο που ίπταται να πλανάται, άγνωστο αν θα το δει να προσγειώνεται, απαραίτητο για αυτό το έδαφος να είναι πρόσφορο και πλούσιο σε δεκτικότητα.
«Χωρίς τα φύλλα τους τα δέντρα μοιάζουν με σκούπες, σαν να μπορείς να σκουπίσεις τον ουρανό μ’ αυτές»
Το βιβλίο της Ζούζα Μπανκ, “Ο κολυμβητής” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι. Διαβάστε πληροφορίες για το βιβλίο, εδώ.