“Δεν έχουν άδικο όσοι τοποθέτησαν αυτό το αριστούργημα δίπλα στον Παίκτη του Ντοστογιέφσκι” αναφέρεται στο επίμετρο αυτής της εξαιρετικής έκδοσης ενός βιβλίου μαρτυρίας για την κοινωνία της απομόνωσης, του αποκλεισμού και της εγκατάλειψης, για την εποχή όπου η δυστυχία και η θλίψη είχαν εισιτήριο πρώτης θέσης στα βαγόνια ενός εκτροχιασμένου τρένου. Ο Φάλαντα αυτοπροσωπογραφείται και ζωγραφίζει με λογοτεχνικούς όρους ένα πορτραίτο, το δικό του πορτραίτο κατά βάση, ένα άτομο βασανισμένο και καταπονημένο όχι τόσο από τον χρόνο όσο από την αγωνία του να εξωτερικεύσει αυτά που τον απασχολούν και τον κατατρέχουν.
Πότης σημαίνει ήρωας του καιρού του, ένα εξπρεσιονιστικό μοντέλο της εποχής του εξαρτημένο από τις ανθρώπινες αδυναμίες και αποδυναμωμένο από κάθε λογής παραστρατήματα. Είναι ένας παλαιστής απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό που τον παρασέρνει σε ατοπήματα και, ελλείψει αυτοπεποίθησης τον βυθίζει όλο και περισσότερο στην ασθένεια που τον λιώνει, την μέθη. Είναι επιθετικός, νιώθει πως απειλείται, μισεί ό,τι πριν από λίγο αγαπούσε. Εξαίρεση από όλα αυτά, τα παιδιά του, τα οποία λάτρευε και για τα οποία αφιέρωσε πολλά παραμύθια ακόμα και μέσα από την φυλακή. Η τρυφερότητα ενός ανθρώπου για τα παιδιά μπορεί και διώχνει τα σύννεφα που μαζεύονται για τον υπόλοιπο κόσμο. Σκιαγραφεί έναν ολόκληρο ψυχικό κόσμο, έναν κόσμο απόμακρο και ξένο για εκείνον που ο ίδιος βίωσε από τα παιδικά του χρόνια μέχρι και τον θάνατό του από μακρόχρονη χρήση οινοπνεύματος και ουσιών που όμως ήταν το παράθυρο για να κοιτάξει τον μαγικό κόσμο της γραφής κατάματα και να βρει εκεί το καταφύγιο της ψυχής του.
Ο Χανς Φάλαντα, αυτό είναι το ψευδώνυμο που εμπνεύστηκε από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, γεννήθηκε το 1893 μέσα σε μία οικογένεια όπου ο πατέρας ασκούσε έντονη την καταπίεση και εκείνος με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και ισχυρή την αίσθηση της μοναχικότητας παρέμενε σε δύσκολη θέση μην μπορώντας να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του. Από μικρή ηλικία βρέθηκε μπλεγμένος σε καβγάδες με καταστροφική για τον ίδιο κατάληξη, αργότερα κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση χρημάτων και άρχισε από νωρίς να γεύεται όπως ο Φιτζέραλντ την απόλαυση του ποτού και της μέθης, αυτής της αίσθησης φυγής από τα επίγεια και της ανύψωσης σε μία άλλη πραγματικότητα που όμως μετά από λίγο καθίσταται αρρωστημένη και καταθλιπτική και τελικά γίνεται μαρτυρική. Η εξάρτηση του και η έντονη ανάγκη του για ποτό τον μετέτρεψε σε έναν άνθρωπο επικίνδυνο, αλλόκοτο, παρείσακτο και αυτή του η συμπεριφορά τον οδήγησε στην απόπειρα δολοφονίας της πρώτης του γυναίκας. Αυτό το επεισόδιο αναφέρεται έντονα στον Πότη, ένα ψυχογράφημα αυτής του της αυθυποβολής σε μία ουσία που στάθηκε μεν αφορμή να εμπνευστεί τον Πότη, αλλά από την άλλη δε τον καταδίκασε να αποδράσει νέος για το αιώνιο ταξίδι, μόλις το 1947.
Στον Πότη, τον οποίο και ολοκλήρωσε έγκλειστος στο ίδρυμα – αυτό αποτελεί πρωτόγνωρο λογοτεχνικό κατόρθωμα – ξεδιπλώνει όλες του τις ενδόμυχες και ακατέργαστες σκέψεις. Παρατηρούμε έναν άνθρωπο δέσμιο των επιθυμιών του, χαμένο στα όνειρα που του εξασφαλίζουν οι αποδράσεις των μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ που καταναλώνει σε βάρος της ζωής που ζούσε σαν αυτή η ζωή να μην ήταν για αυτόν κατάλληλη και να έψαχνε μίαν άλλη. Μοιάζει να θέλει να σβήσει ό,τι έχει χτίσει, η καθημερινότητα τον συνθλίβει και θέλει όσο τίποτε άλλο να απαλλαγεί από την θέση υποχείριου που τον έχει υποβαθμίσει η γυναίκα του. Αντίπαλός του και αντίδικός του έχει γίνει αυτή που νόμιζε πως θα περάσει το υπόλοιπο μίας ζωής χαρισάμενης. Τίποτα περισσότερο από το ποτό δεν τον ικανοποιεί, μέσα στο ποτήρι του σναπς που κατεβάζει μονομιάς σβήνει όλες του τις ανησυχίες, τις έγνοιες του και την μελαγχολία που τον έχει κυριολεκτικά κυριεύσει, εκεί στον πάτο του ποτηριού αφήνει τα κάθε λογής βάσανα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Έρβιν Ζόμερ, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι το alter ego του Φάλαντα, σε αυτόν εναποθέτει τις ελπίδες του, σε αυτόν θέτει ως αποστολή να σηκώσει όλα τα βάρη του, είναι μία μορφή απολογίας και ομολογίας για έναν Σωκράτη που και ήπιε και ανακουφίστηκε πρόσκαιρα αλλά που στο τέλος το πλήρωσε ακριβά με την ίδια του την ύπαρξη. “Το ποτό αποκοιμίζει τις σκέψεις, μαλακώνει τους πόνους”, αυτή είναι η πεμπτουσία της υπόστασης του Πότη, του ανθρώπου που παρά τα δεινά που επέφερε στην ζωή του το ποτό – καταστράφηκε επαγγελματικά, έγινε έρμαιο των αρχών που πλέον τον αντιμετώπιζαν ως έναν κοινό εγκληματία χωρίς ταυτότητα και έχασε κάθε επαφή με την γυναίκα του, την οποία και απείλησε να σκοτώσει και εκείνη με την σειρά της τον τιμώρησε με διαζύγιο – συνέχισε να το αποζητά σαν τον ναρκομανή που διψάει για την δόση του. Στο κύκνειο άσμα του αυτό που λαχταρά όσο τίποτε άλλο είναι μία τελευταία γουλιά ώστε να “γευτεί την ατέλειωτη ευτυχία {…} Θα είμαι πάλι νέος, θα δω την πλάση να ανθίζει”.
Η Έμη Βαικούση στο εξαιρετικό επίμετρο που εμπλουτίζει και μας μαθαίνει πολλά για το πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκε ο Πότης αναφέρει: “Σ’ αυτή τη μεγαλειώδη τοιχογραφία της γερμανικής κοινωνίας, ο συγγραφέας σκιαγραφεί τις τύχες των ηρώων του στην περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ’20”. Αυτή είναι η κληρονομιά της γερμανικής σχολής του μεσοπολέμου στην οποία συγκαταλέγονται ο Τσβάιχ, ο Ροτ, ο Μπροχ και άλλοι με την διαφορά πως ο Φάλαντα ήταν ο μόνος ή ίσως από τους λίγους που προτίμησαν να παραμείνουν στην Γερμανία εν μέσω πολέμου και να αποτυπώσουν ιδίοις όμασσι την παρακμή μίας ολόκληρης κοινωνίας, να γευτούν πικρά τους κανόνες της απαγόρευσης και της άρνησης, να στερηθούν την ελευθερία τους. Ίσως τελικά ένας και από τους λόγους του διεξόδου που προτίμησε ο Φάλαντα για να ξεφύγει από τις εικόνες της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και του ολέθριου ολοκληρωτισμού ήταν η διαφυγή στον δρόμο των ουσιών, είτε αυτό λέγεται αλκοόλ είτε ναρκωτικές ουσίες. Ο ίδιος σημειώνει: “Είναι τόσο ορμητική, τόσο αβυσσαλέα αυτή η ανάγκη στο κορμί μου, μία δίψα να με καταπιεί ολόκληρο, αν δεν βρω να τη χορτάσω”. Τελικά πόσο εύκολο είναι να αντισταθεί ο ανθρώπινος νους σε πειρασμούς και να μην δαγκώσει το μήλο που συνήθως εξ’ ορισμού γνωρίζει πως θα τον οδηγήσει σε μία αμαρτία που δεν έχει γυρισμό? Πόσο μπορεί να “ενδίδει” ο άνθρωπος? Πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος για να εισέλθει μόνο για λίγο σε μία σφαίρα απόλαυσης θυσιάζοντας και χαραμίζοντας κεκτημένα και πρόσωπα αγαπημένα; Πάλι θα χρησιμοποιήσω τα λεγόμενα του Φαλάντα που δηλώνει χαρακτηριστικά: “Η λογοτεχνία ζει απ’ αυτή την αντίθεση ανάμεσα στο Καλό και το Κακό”.
“Θέλω να επιλέξω εγώ τον θάνατό μου, σαν ελεύθερος άνθρωπος”
Το βιβλίο του Hans Fallada, Ο Πότης, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη. Διαβάστε πληροφορίες για το βιβλίο, εδώ.