Βιβλίο: Οι Σειρήνες της Αλεξάνδρειας – François Weerts

«Η πολιτική στο μυθιστόρημα είναι όπως ένας πυροβολισμός σ’ ένα σαλόνι». Αυτήν την ρήση του Σταντάλ φαίνεται να προτάσσει και να υπερασπίζεται ο François Weerts όταν οικοδομεί μία ιστορία με άρωμα πολιτικο-κοινωνικό και όλα αυτά υπό την σκέπη ενός γνήσιου και εκρηκτικού, ως προς την εξέλιξή του, αστυνομικού νουάρ μυθιστορήματος.

«Η πολιτική στο μυθιστόρημα είναι όπως ένας πυροβολισμός σ’ ένα σαλόνι». Αυτήν την ρήση του Σταντάλ φαίνεται να προτάσσει και να υπερασπίζεται ο François Weerts όταν οικοδομεί μία ιστορία με άρωμα πολιτικο-κοινωνικό και όλα αυτά υπό την σκέπη ενός γνήσιου και εκρηκτικού, ως προς την εξέλιξή του, αστυνομικού νουάρ μυθιστορήματος.

Από τον Γιάννη Αντωνιάδη

Ο συγγραφέας δεν εξαντλεί την έμπνευσή του μόνο στην σύλληψη μίας ακόμα αστυνομικής υπόθεσης αλλά εμπλέκει ιστορικά στοιχεία για μία συγκεκριμένη περίοδο ενώ παράλληλα θίγει το μέγα κοινωνικό ζήτημα του εμπορίου λευκής σαρκός που ακμάζει όσο ποτέ. Στην κατά τα άλλα ανεπτυγμένη και ευημερούσα πρωτεύουσα της Ευρώπης, τις Βρυξέλλες, η υποκρισία έχει και τα όριά της. Η εικόνα και βιτρίνα αυτής της ευνομούμενης πόλης σκιάζεται από τις θελκτικές βιτρίνες που πλημμυρίζουν την νύχτα και αντιπαραβάλλονται με τις βιτρίνες των μαγαζιών και των εστιατορίων. Άλλος κόσμος ο ένας την ημέρα, άλλη πραγματικότητα η άλλη την νύχτα. Εξάλλου, της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει.

Εδώ βέβαια δεν πρόκειται απλά για καμώματα αλλά για κάτι σοβαρότερο και τρομακτικότερο. Ο Weerts, μέσω του Αντουάν Νταγιέζ του πρωταγωνιστή δημοσιογράφου του μας φέρνει κοντά σε ένα ζοφερό παρόν, το παρόν της εκμετάλλευσης του ανθρώπου. Εδώ η εκμετάλλευση παίρνει την μορφή της πορνείας, ενός άθλιου και εξευτελιστικού «αθλήματος» που αποφέρει ισχυρά και άμεσα κέρδη στους «επιχειρηματίες» αυτών των κουτιών της ηδονής. Μιας ηδονής που όπως περιγράφεται εδώ είναι μία επικίνδυνη αποστολή για τους «εργαζόμενους», στην προκειμένη περίπτωση εργαζόμενες αυτής.

Η νύχτα στις Βρυξέλλες φωτίζεται παράνομα από τα φώτα που ακτινοβολούν οι βιτρίνες των «σειρήνων» όπως αποφασίζει να ονομάζει ο συγγραφέας τις ιέρειες του έρωτα, σειρήνες γιατί πρέπει να θέλξουν και τις οποίες παρουσιάζει ως δέσμιες ενός ή πολλών «καρχαριών» που λυμαίνονται τα ύδατα ενός ρυπαρού υπόκοσμου. Ένα τέτοιο κουτί είναι και η «Αλεξάνδρεια», αυτός ο θλιβερός ναός όπου εκτελείται η δεύτερη φάση των καθηκόντων των «σειρήνων» που είναι η ικανοποίηση των κάθε λογής ανομολόγητων ή μη ορέξεων των πελατών, άλλοτε σεβόμενοι τα πρόσωπα που έχουν απέναντί τους και άλλοτε υποβαθμίζοντας την υπόσταση τους σε βαθμό ανεπίτρεπτο και καταδικαστέο.

Οι ένοικοι του, οι ακούραστες αλλά και άγνωστες εργάτριες ενός μεροκάματου που μπορεί να κοστίζει ακριβά στους εκάστοτε πελάτες αλλά κοστίζει ακόμα περισσότερο σε αυτές που ξεγυμνώνονται για να προσφέρουν μία υπηρεσία άκρως προσβλητική και καθόλου επικερδή για τις ίδιες.

Αυτή είναι η μία πτυχή της ιστορίας που πλάθει για χάρη μας με τόση λεπτομέρεια όση χρειάζεται για να νιώσει ο αναγνώστης πως έχει να κάνει με ένα αστυνομικό μυθιστόρημα διαφορετικό από αυτά που έχει γνωρίσει, ένα μυθιστόρημα που κλονίζει με την ωμότητα των περιγραφών και των γεγονότων. Και αυτό ενισχύεται όταν ο Weerts στην πορεία της αφήγησής του προσκαλεί την ιστορία να συγκατοικήσει. Γιατί η ιστορία παντού μπορεί να παντρευτεί αρκεί ο συγγραφέας να μπορεί να στηρίξει την συμμετοχή της!

Ο Αντουάν Νταγιέζ λοιπόν, ένας μάχιμος δημοσιογράφος και ακραιφνής ήρωας της πραγματικότητας της άλλοτε φλαμανδικής πόλης έρχεται αντιμέτωπος με ένα παρελθόν σκοτεινό, το οποίο και καλείται να αποκαλύψει προς ίδιον όφελος και ιδία περιέργεια. Πως θα αντιδράσει στο άκουσμα πως έχει κληρονομήσει από τον παππού του την «Αλεξάνδρεια»? Που είναι τα περίφημα και μυστήρια έγγραφα που βαραίνουν το παρελθόν του όχι και τόσο αθώου παππού του? Φόνοι, κυνηγητό στους δρόμους των Βρυξελλών, πυροβολισμοί από άγνωστους σκίνχεντς και προπηλακισμοί στον ίδιο τον Αντουάν μάλλον είναι η απόρροια ενός γρίφου που μένει να λυθεί. Η ηρεμία διαταράσσεται, ο Νταγιέζ παρεισφρύει σε οργανώσεις και κόμματα παρακολουθώντας πρόσωπα με ύποπτο εθνικιστικό παρελθόν αλλά και φιλόδοξο μέλλον μήπως και καταφέρει να ξεδιαλύνει τον μίτο της Αριάδνης που υπόγεια και κρυφά έπλεξε στα νιάτα του ο κατά τα άλλα μειλίχιος παππούς του.

Από τις αποδείξεις και τα στοιχεία που προσεκτικά συλλέγει, συνομιλώντας με αστυνομικούς, δικαστικούς και θέτοντας σε κίνδυνο πολλές φορές την ίδια του την ζωή, ο παππούς του ανήκε στον ASVOG, μία «φιλανθρωπική» οργάνωση που στην ουσία συνδεόταν άμεσα με τις βιαιοπραγίες και τα φρικτά όσο και αποτρόπαια εγκλήματα των ναζιστών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Για τον παππού του, Μορίτς Νταγιέζ, η δραστηριοποίησή του στο εμπόριο γυναικών μεγάλωσε τα ερωτήματα του εγγονού για την όχι και τόσο αξιότιμη συμβολή του στην εξόντωση πλήθους ανθρώπων και την κατάληξη των χρημάτων των Εβραίων που οδηγούνταν στα κρεματόρια και στα άλλα δωμάτια της φρίκης. Οι εναπομείναντες υμνητές αυτού του ατιμωτικού για το ανθρώπινο είδος παρελθόντος αναβιώνουν στις Βρυξέλλες της δεκαετίας του 1980 και ο Νταγιέζ βρίσκεται ακούσια μπλεγμένος σε έναν λαβύρινθο που δεν έχει διαφυγή. Το νήμα της διεξόδου θα φανεί για αυτόν πολύ αργότερα όταν και αποκαλύπτεται όλο το παρασκήνιο των δωσίλογων – μέσα από ντοκουμέντα και σελίδες λερωμένες από την ενοχή – ανάμεσα στους οποίους και ο παππούς του. Ποια θα είναι άραγε η τελική έκβαση της αναγεννημένης εθνικιστικής τάσης που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει;

Επειδή ουδέν κακό αμιγές καλού ο Αντουάν, τυχερός στην ατυχία του και μέσα σε όλο αυτόν τον πυρετό της ανασφάλειας του αλλά και της ατίμωσης του ονόματός του θα καταφέρει να έρθει κοντά με την Σονιά, μία αφανή ηρωίδα των βιτρινών του έρωτα. Γιατί όπως έλεγε και ο Μπαλζάκ «Ο έρωτας δεν είναι μόνο ένα συναίσθημα, είναι και τέχνη». Εύχεται λοιπόν η Σονιά να είναι το φως που θα τον οδηγήσει στο τέλος του τούνελ και αυτή που θα προσπαθήσει να του κοιμίσει και να τον απαλλάξει από τις όποιες τύψεις του δημιουργήθηκαν για κάτι δεν φέρει καμία ευθύνη! Η ευχή του αυτή θα βρει ανταπόκριση όταν πολλά χρόνια μετά όλα αυτά θα έχουν παρέλθει και θα έχουν μείνει μόνο οι αναμνήσεις μίας πόλης που μύριζε διαφθορά και απαξίωση; Οι απαντήσεις εντός των τειχών της «Αλεξάνδρειας» και των ήχων των σειρήνων της, εύσημα στην πολύ καλή μετάφραση της Αριάδνης Μοσχονά που κατάφερε να προσδώσει στο μυθιστόρημα την ζωντάνια που χρειαζόταν.

«Τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται πριν από τις εκλογές, κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά το κυνήγι» – Georges Clemenceau

Το βιβλίο του François Weerts, Οι Σειρήνες της Αλεξάνδρειας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ