Όσοι με γνωρίζουν προσωπικά, ξέρουν πάρα πολύ καλά πόσο εκτιμώ την πένα της κυρίας Δημουλίδου, άσχετα με το αν μου αρέσουν εξίσου όλα της τα βιβλία. Αυτό έχει να κάνει με το κατά πόσο μπορώ να ταυτιστώ με μια ιστορία, έτσι ώστε να με κερδίσει, και όχι με την συγγραφική ποιότητα ενός κειμένου την οποία μπορείς να αναγνωρίσεις και να εκτιμήσεις ακόμα κι αν δεν έχεις αγαπήσει ιδιαίτερα ένα βιβλίο. Όταν πριν από λίγο διάστημα κυκλοφόρησε “Το Κελάρι Της Ντροπής”, πάρα πολλά ακούστηκαν. Ορισμένες κριτικές ήταν μέτριες, οι περισσότερες όμως εξέφραζαν έναν ιδιαίτερο θαυμασμό και εξέπεμπαν μια βαθιά συγκίνηση που δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Και δεδομένου ότι το συγκεκριμένο βιβλίο μου έδωσε την αίσθηση πως είναι κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνα που μας έχει προσφέρει η συγγραφέας του, μέχρι σήμερα, δεν θα μπορούσα να αντισταθώ στην επιθυμία μου να το διαβάσω.
Στη δεκαετία του ’60, σε ένα μικρό χωριό της Μεσσηνίας, τρεις αδερφές, η Δήμητρα, η Αναστασία και η Μυρτώ, γεννιούνται, ζουν και μεγαλώνουν κάτω από το αυστηρό βλέμμα του θεοσεβούμενου πατέρα τους που δεν τους επιτρέπει κανενός είδους ελευθερία, αλλά και υπό το αδιάφορο βλέμμα της μητέρας τους, μιας γυναίκας ολότελα υποταγμένης στα θέλω του άντρα της. Η ζωή των τριών κοριτσιών είναι σκληρή και δύσκολη, χωρίς όνειρα και ελπίδα, μέχρι την ημέρα που ο πατέρας τους εξαφανίζεται μυστηριωδώς και η κάθε μία από αυτές βρίσκει το δρόμο της, και μέσω των γάμων τους ξενιτεύονται στη Γερμανία, στην Αμερική και στην Αυστραλία. Τα χρόνια περνάνε, δημιουργούν οικογένειες και ζουν ευτυχισμένες, γεμάτες και ελεύθερες ζωές, πλέον, έχοντας ορκιστεί πως δεν θα επιστρέψουν ποτέ στην Ελλάδα, χάνοντας σταδιακά την μεταξύ τους επαφή. Η αρρώστια, όμως, της μητέρας τους και ο επικείμενος θάνατός της, όχι μόνο θα τις αναγκάσουν να επιστρέψουν στο χωριό τους, αλλά και να έρθουν και πάλι κοντά, έχοντας να αντιμετωπίσουν τα σκοτεινά μυστικά που βρίσκονται καλά κρυμμένα στο παρελθόν τους και στο σήμερα, απειλούν να βγουν στην επιφάνεια και να καταστρέψουν ό,τι με τόσο κόπο κατάφεραν να χτίσουν, αλλά και την ηρεμία που τους προσέφερε το γεγονός πως έθαψαν τα γεγονότα αυτά, βαθιά μες το μυαλό τους.
Στο σημείωμά της, η κυρία Δημουλίδου, παρακαλεί τους αναγνώστες να μην αποκαλύψουν στις όποιες κριτικές τους, πράγματα που μπορεί να καταστρέψουν την αγωνία των υπόλοιπων αναγνωστών, αναφέροντας ίσως περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε. Σεβόμενη την επιθυμία της, θα προσπαθήσω να το κάνω, αν και μου είναι εξαιρετικά δύσκολο. Γιατί το βιβλίο αυτό με έκανε να θυμώσω. Πραγματικά, όσο διάβαζα, ένιωθα ένα κύμα οργής και αγανάκτησης να σιγοβράζει μέσα μου και σε κάθε επόμενο κεφάλαιο, το συναίσθημα αυτό, να γίνεται όλο και πιο έντονο, όλο και πιο ανεξέλεγκτο. Και όχι, δεν έχει να κάνει με το γεγονός πως είμαι κι εγώ γυναίκα, άρα αντιμετώπισα το θέμα του βιβλίου με περισσότερη ευαισθησία, επειδή θα μπορούσα να είμαι στη θέση οποιασδήποτε από τις πρωταγωνίστριες. Δεν έχει να κάνει με θέμα φύλου, αλλά με την ανθρωπιά. Γιατί όταν είσαι άνθρωπος και γίνεσαι μάρτυρας μιας τόσο τραγικής μοίρας, δεν μπορείς να μείνεις αμέτοχος, είναι αδύνατον να μην αγανακτήσεις, να μην συγκινηθείς, να μην δακρύσεις για το δράμα αυτό που βίωσαν τα τρία αυτά κορίτσια, που έγιναν γυναίκες χωρίς να έχουν ζήσει την αθωότητά τους, παρά που τους άξιζε.
Το βιβλίο αυτό θίγει πραγματικά πολύ δύσκολα θέματα, όπως αυτό της ενδοοικογενειακής κακοποίησης, όπως κι αν την ερμηνεύσουμε. Καμιά φορά, δεν έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται η βία, η καταπίεση και ο έλεγχος μέσα σε ένα σπίτι, αλλά τι αποτελέσματα μπορεί να φέρουν όλα όσα λαμβάνουν χώρα πίσω από κλειστές πόρτες. Η ιστορία αυτή, αποτυπώνει μια τραγική πραγματικότητα που ειδικά κάποια χρόνια πριν, όσο κι αν θέλουμε να στρουθοκαμηλίζουμε, αποτελούσε την καθημερινότητα πολλών οικογενειών. Των οικογενειών εκείνων που βασανίστηκαν από έναν πατέρα τύραννο που όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει την γυναικεία παρουσία στη ζωή του, που τόσο σπουδαίο δώρο αποτελεί στην πραγματικότητα, αλλά που θεωρεί πως έχει τη δύναμη να ελέγχει, να ασκεί τρομοκρατία με χίλιους δυο τρόπους, που θεωρεί πως τα θηλυκά είναι άχρηστα και την ίδια στιγμή, ακόμα κι αν μιλάμε για τα ίδια του τα παιδιά, ιδιοκτησία και κτήμα του, τα οποία μπορεί να αξιοποιήσει με όποιον τρόπο θεωρεί εκείνος κατάλληλο. Υπάρχει όμως και μια μάνα που για μένα, είναι ο πραγματικός θύτης της ιστορίας αυτής. Μια μάνα δουλική, που σκύβει το κεφάλι και υπομένει τα πάντα και που αντί να βρει τρόπους να τα αντιμετωπίσει και να προστατεύσει τα παιδιά της, ζηλεύει και φθονεί, κοιτάζει μόνο το δικό της καλό, αν έχει αρκετό μυαλό για να καταλάβει ποιο είναι αυτό.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Με γλώσσα σκληρή και άμεση, η συγγραφέας μας μεταφέρει πότε στο παρόν και πότε στο παρελθόν, ξετυλίγοντας σταδιακά το κουβάρι μιας ιστορίας που κρύβει τρομακτικές αλήθειες τα σημάδια των οποίων δεν πρόκειται να σβήσουν ποτέ. Γιατί όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε πως έχουμε αφήσει ορισμένα πράγματα πίσω μας, πάντα υπάρχουν τα σημάδια να μας θυμίζουν όλα όσα περάσαμε. Παράλληλα, όμως, είναι μια ιστορία που μιλάει για το ηθικό και το ανήθικο, τη μάχη ανάμεσα στην απόκρυψη και τη δικαίωση, τη λύτρωση που μπορεί να βρει κανείς μέσα από τον αγώνα του για μια καλύτερη ζωή. Είναι η ιστορία τριών γυναικών που παρά το όσα πέρασαν, δεν το έβαλαν κάτω, δεν παραδόθηκαν στη μοίρα τους αλλά αντίθετα, πάλεψαν να απελευθερωθούν από τους δαίμονές τους και να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον από το παρελθόν που τις κράτησε δέσμιες πίσω από σφραγισμένες πόρτες, ατέρμονες σιωπές και θλιμμένα βλέμματα που κρύβανε όλη την αλήθεια της υπάρξής τους μέσα τους, και που κανένας δεν είδε ή για να το θέσω καλύτερα, που κανένας δεν θέλησε να δει. Είναι μια ιστορία αληθινή, δυνατή, σοκαριστική, μια ιστορία που αξίζει να διαβαστεί, να προβληματίσει, αλλά και να μας κάνει να δούμε πως μέσα από το χειρότερο σκοτάδι, μπορεί να αναδυθεί το πιο δυνατό κι αισιόδοξο φως.
Το βιβλίο της Χρυσηίδας Δημουλίδου, με τίτλο “Το κελάρι της ντροπής”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.