Η μετάσταση της γλώσσας Η ποίηση δεν επιβάλλει πια τον εαυτό της• τον αποκαλύπτει. — Πάουλ Τσέλαν, 1969 Ανάμεσα στο βράχο της Σικίνου και στο μονόλιθο της Ανάφης η ποίηση του Τσέλαν ανακαλύπτει μια λυτρωτική δίοδο από το σκοτάδι προς το διάφανο πεδίο που ανοίγεται, πίσω από το μαύρο, στον ανοιχτό, ελεύθερο χώρο. Εδώ η ποίησή του λειτουργεί όπως σχεδόν θα λειτουργούσε και σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, καθώς σε τέτοια οριακά επίπεδα ομορφιάς και ασχήμιας οι διαφορετικές αλήθειες συναντιούνται στην πιο ολοκληρωμένη τους μορφή.
Η ποίηση του Τσέλαν δεν είναι ερμητική• είναι κρυστάλλινη. Σε αντιδιαστολή με τους περισσότερους αναγνώστες και μελετητές του, που υποστηρίζουν το αντίθετο, δεν υπάρχει πολυσημία στην ποίησή του, και σίγουρα δεν υπάρχει πανσημία, η οποία άλλωστε ουσιαστικά καταλήγει σε ασημία. Μόλις κάποιος καταφέρει να απαγκιστρωθεί από την εμμονή της μονοσήμαντης κατανόησης και αποπειραθεί να βιώσει ολοκληρωτικά τη γλώσσα, η πολλαπλότητα των νοημάτων μετουσιώνεται σε καθαρή συνομιλία. Ο Τσέλαν δεν είναι ερμητικός, είναι ένας μυστικός ποιητής. Το ποιητικό του έργο ακολουθεί και εξελίσσει μια πορεία που ξεκινάει από τον Κλόπστοκ και τον Χαίλντερλιν και συνεχίζει με τον Ρίλκε και τον Τρακλ, όταν στην εποχή του η κυρίαρχη ποιητική τάση στον γερμανόφωνο χώρο είχε ήδη στραφεί ενάντια σε αυτήν την παράδοση.
Γλωσσική σύντμηση, συμπύκνωση και αφαίρεση σε συνδυασμό με απόλυτη εσωτερική συνοχή και ακεραιότητα. Ο ποιητικός λόγος ανακτά και πάλι το χαμένο του ύψος. Διαβάζοντας την ποίηση του Τσέλαν πρέπει κανείς να προσέχει τις αναπνοές του. Να εισπνέει και να εκπνέει στο ρυθμό της, αλλά κυρίως να κρατάει την ανάσα του όπου η ποίησή του το επιβάλλει. Μέσα από μια επανεφεύρεση της γλώσσας επιτυγχάνει το στόχο της υπέρβασης του παρελθόντος χωρίς τη διαγραφή του. Δημιουργεί αίσθηση μεταρσίωσης• προχωρεί πέρα από κάθε συμβατική ποιητική κατασκευή σε μια σκοτεινή διαύγεια που προσδίδει μοναδική μουσικότητα στο ύφος. Στην ποίησή του τα πάντα είναι ρίσκο, γιατί ο Τσέλαν είναι ένας ριψοκίνδυνος ιχνηλάτης της γλώσσας.
Paul Celan – Σκηνές από τη ζωή του
1920: Στις 23 Νοεμβρίου ο Πάουλ Τσέλαν [αναγραμματισμός του πραγματικού του επιθέτου Άντσελ] γεννιέται στο Τσέρνοβιτς, πρωτεύουσα της Μπουκοβίνας, που ανήκε στη Ρουμανία λίγα χρόνια πριν από τη γέννησή του, και έπειτα στην Ουκρανία. Η οικογένειά του ήταν γερμανόφωνοι εβραίοι από το ανατολικό τμήμα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Μιλούσε πολλές γλώσσες: γερμανικά, ρουμανικά, ρωσικά και γαλλικά. Μπορούσε επίσης να καταλαβαίνει τα Γίντις.
Ο πατέρας του, Λέων Άντσελ, ήταν σιωνιστής και ασχολήθηκε ιδιαιτέρα με την εβραϊκή εκπαίδευση του γιου του. Η μητέρα του, Φρίτζι, λάτρης της γερμανικής λογοτεχνίας ήθελε στο σπίτι τους να μιλούν γερμανικά.
1933: Μετά την εβραϊκή τελετή ενηλικίωσής του, το «Μπαρ Μιτσβά», ο Τσέλαν εγκαταλείπει, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, τον Σιωνισμό. Παράλληλα αναπτύσσει δράση σε εβραϊκά σοσιαλιστικά κινήματα και συμπαρίσταται στις δημοκρατικές κομμουνιστικές και αναρχικές δυνάμεις του ισπανικού εμφυλίου.
Στον Μεσοπόλεμο, όταν η κομμουνιστική δράση ήταν αξιόποινο αδίκημα, ο έφηβος Τσέλαν προσχωρεί σε μια αντιφασιστική οργάνωση νεολαίας, η οποία εξέδιδε το περιοδικό Κόκκινος Μαθητής, στο οποίο τα νεαρά μέλη της οργάνωσης μετέφραζαν κείμενα του Μαρξ.
1934: Ξεκινάει να γράφει κρυφά ποίηση. Οι γονείς του τον προόριζαν για γιατρό.
1938: Σπουδάζει ιατρική στο Παρίσι. Επιστρέφει στη Ρουμανία λίγο πριν το ξέσπασμα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Γράφει το πρώτο γνωστό ποίημά του, με τίτλο «Ημέρα της Μητέρας».
1940: Οι αυταπάτες του Τσέλαν για το σοβιετικό καθεστώς και τον Στάλιν καταρρέουν μετά την κατάληψη της Μπουκοβίνας από τη Σοβιετική Ένωση. Οι Σοβιετικοί επιβάλλουν γρήγορα γραφειοκρατικές μεταρρυθμίσεις στο πανεπιστήμιο, όπου σπουδάζει. Αρχίζουν οι απελάσεις στη Σιβηρία. Ένα χρόνο αργότερα, η Ναζιστική Γερμανία και η Ρουμανία προχωρούν σε φυλακίσεις και καταναγκαστική εργασία.
1941: Τον Ιούλιο τα γερμανικά SS καίνε τη μεγάλη Συναγωγή του Τσέρνοβιτς. Τον Οκτώβριο, οι ρουμανικές αρχές απελαύνουν μεγάλο αριθμό εβραίων, μεταφέροντάς τους σε ένα γκέτο, ανάμεσά τους και ο Τσέλαν, όπου συνεχίζει να γράφει ποίηση και να μεταφράζει. Στο διάστημα αυτό έρχεται σε επαφή με τα παραδοσιακά τραγούδια Γίντις. Υποχρεώνεται σε καταναγκαστική εργασία: αρχικά να καθαρίζει τα ερείπια ενός κατεδαφισμένου ταχυδρομείου, και στη συνέχεια να συγκεντρώνει και να καταστρέφει ρωσικά βιβλία.
1942: Στις 21 Ιουνίου συλλαμβάνονται οι γονείς του [ο Τσέλαν μάλλον εκείνη τη νύχτα δεν ήταν μαζί τους]. Μεταφέρονται με τρένο σε στρατόπεδο εγκλεισμού, και στη συνέχεια σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στην Ουκρανία, όπου ο πατέρας του πεθαίνει μάλλον από τύφο και η μητέρα του δολοφονείται εν ψυχρώ από πυροβολισμό. Την ίδια χρονιά και ενώ ο ίδιος βρισκόταν σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Μολδαβία, πληροφορείται το θάνατό τους. Δεν συγχώρησε ποτέ τον εαυτό του για το θάνατο των γονιών του. Πίστευε ότι αν βρισκόταν στο σπίτι τη βραδιά που τους συνέλαβαν, θα είχε καταφέρει να τους σώσει, όπως έκαναν πολλοί φίλοι του για τους γονείς τους.
Μεταφράζει σονέτα του Σαίξπηρ, ποιήματα του Βερλαίν, του Γέιτς, του Ελυάρ, του Γιεσένιν κ.α. «Άρχισα μαντιλάκι να υφαίνω» – ο τελευταίος στίχος στο πρώτο σημαντικό του ποίημα με τον τίτλο «Μαύρες νιφάδες» που έγραψε όταν έμαθε την εκτέλεση της μητέρας του από τους Γερμανούς. Στίχος δηλωτικός για τον ποιητικό δρόμο που θα ακολουθούσε.
1944: Παραμένει φυλακισμένος ως το Φεβρουάριο του 1944. Επιστρέφει στο Τσέρνοβιτς, όπου εργάζεται ως νοσηλευτής σε ψυχιατρείο.
1945: Μετακομίζει στο Βουκουρέστι και αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με πολλούς κορυφαίους συγγραφείς της εποχής. Εργάζεται ως διορθωτής και μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Το Ρωσικό Βιβλίο. Αρχίζει, επίσης, να δημοσιεύει δικά του ποιήματα και μεταφράσεις με διάφορα ψευδώνυμα.
1947: Υιοθετεί τελικά το ψευδώνυμο Τσέλαν – αναγραμματισμός του Άντσελ. Ζει για ένα σύντομο διάστημα στη Βιέννη.
1948: Εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου σπουδάζει φιλολογία και γερμανική λογοτεχνία και όπου θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του, πιστός στη μητρική του γλώσσα: τη γερμανική.
Εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή Η άμμος των τεφροδόχων, που περνά απαρατήρητη.
Όπως προκύπτει από επιστολές σε συναδέλφους του, συμπεριλαμβανομένου και του παλιού του φίλου Πετρ Σόλομον, τα πρώτα χρόνια του στο Παρίσι σημαδεύονται από έντονα αισθήματα μοναξιάς και απομόνωσης.
1951: Τον Νοέμβριο γνωρίζει στο Παρίσι τη ζωγράφο Ζιζέλ Λεστράνζ. Της στέλνει πολυάριθμα ερωτικά γράμματα, επηρεασμένος από την αλληλογραφία του Φραντς Κάφκα με τη Μιλένα Γιεσένκα και τη Φελίς Μπάουερ.
Στην αρχή εκείνης της χρονιάς αρχίζει να διαβάζει έργα του Μάρτιν Χάιντεγκερ.
1952: Στις 21 Δεκεμβρίου παντρεύεται με τη Ζιζέλ Λεστράνζ παρά τις έντονες αντιδράσεις της αριστοκρατικής της οικογένειας. Στη διάρκεια των επόμενων 18 χρόνων θα ανταλλάξουν περισσότερα από 700 γράμματα. Συνδέεται επίσης πολύ στενά με την Νέλυ Σακς.
Εκδίδεται η ποιητική συλλογή Μήκων και Μνήμη, το οποίο κερδίζει μεγάλη αναγνώριση και καθιερώνει τη φήμη του. Ανάμεσα στα πιο συχνά ανθολογούμενα ποιήματά του είναι η «Φούγκα του Θανάτου» που περιγράφει με μοναδικό τρόπο τη ζωή στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου. Μεταναστεύει στη Βιέννη όπου γνωρίζεται με την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, που μόλις έχει ολοκληρώσει τη διατριβή της στον Χάιντεγκερ.
Η αναγνώριση της ποίησής του εδραιώνεται όταν για πρώτη φορά διαβάζει ποιήματά του στη Γερμανία, καλεσμένος από την Ομάδα 47.3 Λένε πως η ανάγνωση των ποιημάτων του από τον ίδιο θύμιζε κάτι από προσευχή στη Συναγωγή και απαγγελία λαϊκών ουγγρικών ποιημάτων, γεγονός που απωθεί ένα μέρος του γερμανικού κοινού. Η ποίησή του προκαλεί αμφίθυμες αντιδράσεις. Η Μπάχμαν, με την οποία ο Τσέλαν είχε και ερωτική σχέση, κέρδισε το βραβείο της Ομάδας 47. Ο Τσέλαν, που ήταν συνυποψήφιος, έλαβε μόνο έξι ψήφους. Μετά την απονομή είπε: «Έξι μόνο άνθρωποι θα θυμούνται το όνομά μου».
1953: Τον Οκτώβριο γεννιέται το πρώτο τους παιδί με τη Ζιζέλ, ο Φρανσουά, που όμως πεθαίνει την επόμενη μέρα. Ο Τσέλαν αργότερα γράφει το ποίημα «Επιτάφιος για τον Φρανσουά».
1955: Γεννιέται ο γιος του, Έρικ.
Ο Τσέλαν αποκτά την γαλλική υπηκοότητα και ζει στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά η χήρα του φίλου του, Γαλλογερμανού ποιητή Ιβάν Γκολ, αρχίζει συκοφαντική επίθεση κατά του Τσέλαν, κατηγορώντας τον εντελώς αβάσιμα πως έχει αντιγράψει το έργο του συζύγου της. Η υπόθεση αυτή διήρκεσε πολύ, καθώς η Κλαιρ Γκολ ανακινούσε διαρκώς το θέμα. Το γεγονός αυτό είχε δυσάρεστες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία του Τσέλαν και δεν κατάφερε ποτέ να το ξεπεράσει. Του προκάλεσε μανία καταδίωξης, με αποτέλεσμα να χαλάσει τις σχέσεις του με πολλούς παλιούς του φίλους.
Εκδίδεται η ποιητική συλλογή από Από κατώφλι σε Κατώφλι.
1958: Του απονέμεται το λογοτεχνικό βραβείο της Βρέμης.
1959: Διδάσκει γερμανική γλώσσα και φιλολογία στην École Normale Supérieure στο Παρίσι, θέση που θα κρατήσει ως το θάνατό του.
Εκδίδεται η ποιητική συλλογή Γλωσσικό Πλέγμα.
Γράφει το πεζό κείμενο Συνομιλία στα Βουνά, ύστερα από τη ματαίωση μιας συνάντησης με τον Τέοντορ Αντόρνο, την οποία είχε προγραμματίσει ο Peter Szondi στο Sils Maria.
1960: Του απονέμεται το βραβείο Γκέοργκ Μπύχνερ. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 αποκτά πλέον διεθνή φήμη. Μεταφράζει έργα διάσημων ποιητών όπως ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Όσιπ Μαντελστάμ, ο Ρενέ Σαρ, ο Πωλ Βαλερύ και ο Φερνάντο Πεσσόα.
1963: Εκδίδεται η ποιητική συλλογή Του Κανενός το Ρόδο.
1967: Εκδίδεται η ποιητική συλλογή Αλλαγή Πνεύσης.
Επισκέπτεται τη Δυτική Γερμανία σε τακτά χρονικά διαστήματα. Μαζί με τη σύζυγό του, στη διάρκεια των διακοπών τους στην Αυστρία, επισκέπτονται συχνά τη Στουτγάρδη. Σε ένα ταξίδι του, ο Τσέλαν δίνει διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ (24 Ιουλίου, 1967) στην οποία παρευρίσκεται και ο Χάιντεγκερ, ο οποίος τον προσκαλεί να επισκεφθεί την επόμενη μέρα την καλύβα του στο Todtnauberg για να περπατήσουν μαζί στο Schwarzwald. Αν και ο Τσέλαν αρνήθηκε να φωτογραφηθεί με τον Χάιντεγκερ μετά τη διάλεξη στο Φράιμπουργκ, αποδέχεται την πρόσκληση και υπογράφει το βιβλίο επισκεπτών του στην περίφημη καλύβα. Ανάμεσά τους υπάρχει μια βαθιά αλληλοεκτίμηση, ανεκδήλωτη ωστόσο.
Κατά την επίσκεψή του, οι δυο τους περπατούν στο δάσος. Ο Χάιντεγκερ εντυπωσιάζεται με τις γνώσεις του Τσέλαν για τη βοτανική και εικάζεται πως του μίλησε σχετικά με τη συνέντευξή του στο περιοδικό Der Spiegel.4 Το ποίημα «Todtnauberg» γράφεται λίγο αργότερα και αποστέλλεται στον Χάιντεγκερ ως το πρώτο αντίτυπο μιας περιορισμένης βιβλιοφιλικής έκδοσης. Ο Χάιντεγκερ απαντάει με ένα γράμμα τυπικών ευχαριστιών.
1968: Εκδίδεται η ποιητική συλλογή Ήλιοι Νήματα.
1969: Ταξιδεύει στο Ισραήλ.
1970: Εκδίδεται η ποιητική συλλογή Η Τυραννία του Φωτός.
Αυτοκτονεί στις 20 Απριλίου στο Παρίσι πέφτοντας στον Σηκουάνα από τη γέφυρα Μιραμπό.
Στο γραφείο του βρέθηκε μια βιογραφία του Χαίλντερλιν, ανοιχτή σε σελίδα όπου είχε υπογραμμίσει το ακόλουθο απόσπασμα: «Υπάρχουν στιγμές που η ιδιοφυΐα σβήνει και βυθίζεται στο παγερό φρέαρ της καρδιάς».
1971: Εκδίδεται η ποιητική συλλογή Κομμάτι Χιονιού.
1976: Εκδίδεται η ποιητική συλλογή Το Πατρικό του Χρόνου.