Όπως τονίστηκε στη χθεσινοβραδινή τελετή απονομής, παρόλο που η παράδοση θέλει να τιμάται ο ένας από τους τέσσερις υποψηφίους, σε στιγμές όπως οι συγκαιρινές μας, όταν υπάρχουν τόσα «που χωρίζουν κι απομονώνουν τους ανθρώπους και τις κοινότητες», οι καλλιτέχνες αποφάσισαν να σχηματίσουν μία ‘κολεκτίβα’ και να μοιρασθούν το βραβείο.
Στην τελετή στο Μάργκεϊτ, μίλησε εξ ονόματός τους ο Κάμοκ, εστιάζοντας στις κοινές παραμέτρους των τεσσάρων ‘φιναλίστ’ και στην προσπάθειά τους να μιλήσουν κατά των παραγόντων που διαιρούν την ανθρωπότητα, όπως η κλιματική αλλαγή, ο νομιμοποιημένος ρατσισμός και η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών. Ενώ φανερά συγκινημένος ο Έντουαρντ Ένινφουλ, διευθυντής της βρετανικής έκδοσης του Vogue, ανέγνωσε την ετυμηγορία της επιτροπής, που αποτελεί μία τομή στην ιστορία του θεσμού και απονέμει εξίσου το βραβείο στους τέσσερις καλλιτέχνες «για την στράτευσή τους στους πολιτικούς και κοινωνικούς σκοπούς, κάτι που είναι τόσο απαραίτητο στους καιρούς μας».
Στον ίδιο χώρο του Μαργκέιτ, έως τις 20 Ιανουαρίου 2020 θα εκτίθενται τα έργα των επιλαχόντων για το βραβείο και φυσικά και αυτά των νικητών. Το βραβείο που θα μοιρασθούν οι τέσσερις καλλιτέχνες περιλαμβάνει μία αμοιβή 25.000 λιρών, αλλά τα πιο ανεκτίμητο είναι το κύρος του νικητή του Turner, που θα περιβάλλει τον καθέναν από αυτούς και θα χαρακτηρίζει την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία στο εξής.
Ο καθένας από τους τέσσερις, με τη δική του τεχνοτροπία και τη δική του ματιά, εστιάζει στα έργα του στην κοινωνική δικαιοσύνη και την άσκηση της πολιτικής. Ο Αμπού Χαμντάν, που ζει στη Βηρυττό, που εξερευνά τις εικαστικές δυνατότητες του ήχου και αυτοχαρακτηρίζεται «ακουστικός ερευνητής», υπογραμμίζει τη δύναμη των ηχητικών πειστηρίων στις νομικές υποθέσεις, που εξερευνά με τη δουλειά του, καταγγέλλοντας συνάμα τις βάρβαρες συνθήκες στην φυλακή Σαϊντνάγια, έξω από τη Δαμασκό, ένα κέντρο βασανισμού και εκτελέσεων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Βρετανίδα Χέλεν Κάμοκ εξερευνά με τις φωτογραφίες και την ντοκουμενταρίστικη ταινία της τον πολιτικό και κοινωνικό ρόλο των γυναικών στις εξεγέρσεις και τα κοινωνικά κινήματα στη Βόρειο Ιρλανδία, ιδίως το κοινωνικό φαινόμενο του Ντέρι, το 1968, στηνκ απαρχή της εξέγερσης στην περιοχή.
Οι τεράστιες εγκαταστάσεις της 43χρονης Λονδρέζας επιχειρούν να δημιουργήσουν μία φανταστική κι ουτοπική «πόλη των γυναικών», με συνθήκες που απέχουν από τις παραδοσιακές αρχές της πατριαρχίας. Το αποτέλεσμα είναι μία σουρεαλιστική πραγματικότητα, στις επιμέρους ιστορίες της οποίας κοινωνεί ο θεατής μέσω ακουστικών.
Ο 33χρονος, Κολομβιανής καταγωγής, αλλά από μικρός εγκατεστημένος στο Λονδίνο, Όσκαρ Μουρίγιο αποτολμά μία ανηλεή κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα και την παγκοσμιοποιημένη και διαρκώς σε κίνηση εργατική δύναμη, μέσα από την εγκατάσταση ανδρίκελων από παπιέ-μασέ και το στήθος διάτρητο από μεταλλικούς σωλήνες. Οι τοίχοι του εκθεσιακού χώρου είναι επίσης καλυμμένοι με μαύρα πανιά, για να υποδηλώσουν «τη σκοτεινή πλευρά και την άγνοια που επικρατεί στους σημερινούς καιρούς»¨.
Στην τελετή παρούσα ήταν, ως επίσημη προσκελημένη και μία καλλιτέχνιδα, που αναδείχθηκε ακριβώς από το Turner, η Τρέισι Έιμιν –μία παρουσία που θύμησε εκείνους τους καιρούς όταν το βραβείο, από τις απαρχές του το 1984 προκαλούσε σάλο στον κόσμο της τέχνης μέσα από προκλητικά έργα και προτάσεις. Ένα στοιχείο της πρόκλησης, που όπως φαίνεται δεν έχασε ο θεσμός, χάρις στην πρωτοφανή του χθεσινή απόφαση να τιμήσει και τους τέσσερις τελικούς διεκδικητές.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ