Ο Στηβ Γιανάκος πρόβαλε στην σκηνή της αμερικάνικης τέχνης περίπου δέκα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση της Pop Art. Άρχισε να εκθέτει την εποχή που η Pop Art εκρήγνυται και τα αστέρια της λάμπουν στο στερέωμα ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται με αξιοσημείωτη δύναμη η Minimal Art. Οι ιδέες του Μινιμαλισμού του ασκούν ιδιαίτερη έλξη, ιδίως η μετατόπιση της χρήσης αντικειμένων και υλικών κατά την οργάνωση του έργου τέχνης και η «απουσία» του καλλιτέχνη από το τελικό έργο, με την έννοια της απουσίας της αναγνωρίσιμης «χειρονακτικής» ικανότητάς του.
Το δεύτερο στοιχείο που ελκύει τον Γιανάκο είναι η δυνατή εικόνα που φτάνει στα όρια της πρόκλησης. Η δουλειά του τροφοδοτείται από την λαϊκή κουλτούρα, τον ερωτισμό και την βία των περιοδικών κόμικς, την επιτηδευμένη αθωότητα των παιδικών βιβλίων της δεκαετίας του ’50. Ο Γιανάκος ανήκει σε μια ομάδα αμερικανών καλλιτεχνών που συγκρότησε μια αντιθετική δύναμη στον αισθησιασμό και τον εμπορικό χαρακτήρα της mainstream Pop Art των 60’s… οι οποίοι παρουσιάζονταν περισσότερο σαν καλλιτέχνες καλλιτεχνών – artists’ artists – παρά σαν τα χαϊδεμένα παιδιά της αγοράς και του εμπορίου τέχνης που είχαν ιδιαίτερη απήχηση στα media.
Στοχεύει τις πολιτικά ορθές αξίες της πουριτανικής Αμερικής – εκείνες της πουριτανικής Δύσης – και βρίσκει μεγάλη ευχαρίστηση να τις βλέπει να εκρήγνυνται στα πρόσωπά μας. Είναι όμως η απουσία του καλλιτέχνη από το τελικό έργο που τοποθετεί την πρόκληση στο χώρο του κοινωνικού. Ο Γιανάκος δεν δημιουργεί προκλητικές, σεξιστικές και βίαιες εικόνες αλλά «αναθέτει» αυτόν τον ρόλο στην ιδιόμορφη λειτουργία της κοινωνίας. Γι’ αυτό τελικά το έργο του είναι περισσότερο Punk απ’ ότι Pop.
“The Image is the Product!”
Το κεντρικό ζήτημα σε αυτήν την σειρά έργων είναι η εικόνα καθ’ εαυτή να αποτελεί το τελικό προϊόν. Με την έννοια ότι ο θεατής δεν πρέπει να «κοιτάει» πέρα από αυτήν, να αναζητά την μέθοδο κατασκευής, την ικανότητα του καλλιτέχνη ή την ματιέρα. Αυτό θυμίζει την προσπάθεια της μινιμαλιστικής τέχνης να παράξει αυτοαναφορικά – self contained – έργα. Ο Γιανάκος αποδέχεται την πρόκληση να το υλοποιήσει αυτό μέσα από την δύναμη της εικόνας. Δεν αποφεύγει τις δυσκολίες της παραστατικής σύνθεσης εγκαταλείποντάς την. Θέλει επίσης να αντιστρέψει την γνωστή διαδικασία της Pop η οποία μετέφερε στο «ευγενές» υλικό του ζωγραφικού καμβά κοινότυπες εικόνες από κόμικς και pop ήρωες. Εδώ η ζωγραφική χάνει το φωτοστέφανό της κι αποχτάει την μορφή ενός συνηθισμένου αντικειμένου, μετατρέπεται σε «αφίσα». Ο Γιανάκος επιλέγει το τελικό προϊόν του να μοιάζει με «αφίσα», ένα τέλειο προϊόν που παρήχθη με βιομηχανικό τρόπο. Θα πρέπει λοιπόν ο επισκέπτης της έκθεσης να ξεπεράσει την αμηχανία του και να πάρει θέση για το κατά πόσον αυτό που βλέπει είναι μόνο μια αφίσα ή όχι. Εάν τελικά η ισχύς της εικόνας κάνει το αντικείμενο-προϊόν έργο τέχνης.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Τα έργα της έκθεσης είναι μοναδικά. Ο καλλιτέχνης δεν ακολουθεί τα μονοπάτια της mec-art των χρόνων του ’60 όπου ο ζωγράφος κατασκεύαζε την φόρμα που υποτίθεται θα παραγόταν μαζικά από την μηχανή. Η επιλογή του είναι η δημιουργία μοναδικών έργων τα οποία θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε διαφορετικές εκδοχές της εικόνας. Η διαδικασία την οποία υιοθετεί προσεγγίζει περισσότερο τον Picabia και τις διαφορετικές εκδοχές που έκανε της δικής του ζωγραφικής. Εκδοχές για τις οποίες ο Picabia αρχικά κατηγορήθηκε και αργότερα υμνήθηκε σαν πρόγονος της σύγχρονης ζωγραφικής.
Στον 1ο όροφο της γκαλερί παρουσιάζεται μια επιλογή τυπωμένων καμβάδων είτε σαν προηγούμενες είτε σαν επόμενες εικόνες-σκέψεις στην διαδικασία κατασκευής των ασπρόμαυρων έργων του 2ου ορόφου. Η έρευνα που τον οδήγησε στην «καθαρή εικόνα-προϊόν», στις «αφίσες» του, έχει κατά κάποιον τρόπο εγχυθεί στον καμβά. Σπάζοντας τους παραδοσιακούς κανόνες και χρησιμοποιώντας κάποιους από τους κώδικες και τις μεθόδους που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά τον προηγούμενο αιώνα για να δηλώσουν το «τέλος της τέχνης», ο Γιανάκος επιδιώκει αντ’ αυτού να ωθήσει την τέχνη ένα βήμα παραπέρα.
Το πρόταγμα όμως Η Εικόνα Είναι το Προϊόν δεν φαινόταν πάντα εξίσου ισχυρό. Σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους η εικόνα δεν ήταν παρά το πρόσχημα. Το σημαντικό συνέβαινε στον «εσωτερικό χώρο» του έργου και αυτό το σημαντικό το καθόριζαν τα ιδιαίτερα μέσα με τα οποία ο καλλιτέχνης συγκροτούσε την εικόνα. Εδώ αυτό αναιρείται. Δεν συμβαίνει τίποτα στο εσωτερικό της εικόνας που βλέπουμε. Η θέση αυτή του Γιανάκου δεν είναι όμως το ανάλογο της φιλοσοφικής συζήτησης περί του «τέλους της τέχνης» ή του «τέλους της ιδεολογίας». Ο καλλιτέχνης θέλει να καταδείξει τους μύθους που συνοδεύουν τόσο το έργο τέχνης όσο και τον ρόλο του καλλιτέχνη στην κοινωνία. Μύθοι που οδήγησαν στην στήριξη των κυρίαρχων κοινωνικών αντιλήψεων γύρω από την σχέση των δύο φύλλων, την σεξουαλικότητα, την οικογένεια ή τον ρόλου του παιδιού. Επιθυμεί να αφαιρέσει τις «παραδοσιακές» αξίες της τέχνης, να καταστρέψει την «αύρα» της, έτσι ώστε τελικά να μπορέσει να αγγίξει την ίδια την ουσία της.
Σε σύγκριση με τους πιο ελκυστικούς καμβάδες, οι αφίσες είναι λιγότερο ελκυστικές από πολλές απόψεις – από την άποψη της εικόνας, από την βιαιότητα του θέματος, από την χρήση του χάρτινου υλικού. Πρέπει να είναι κανείς ένα ελαφρώς «κακόγουστο» άτομο για να το αποδεχθεί αυτό εύκολα σαν τέχνη … «Αλλά το μήνυμα πρέπει να είναι αρκετά ισχυρό για να κάνει την εικόνα ελκυστική» λέει ο Στηβ Γιανάκος. «Ας σκεφτούμε για λίγο ποιος κάνει αφίσες; Για παράδειγμα, τα πολιτικά κόμματα κάνουν αφίσες. Ο σκοπός τους είναι η δημιουργία ενός μηνύματος άμεσου και ισχυρού που δεν χρειάζεται καμία εξήγηση, όπου το νόημα είναι η εικόνα, όπου η εικόνα, και κατά συνέπεια το νόημα, είναι το προϊόν. Αυτός είναι ο στόχος – να μην κάνει κανείς τίποτα … να είναι κοντά στο τίποτα, αλλά να είναι κάτι. Αυτό δεν είναι εύκολο, αλλά είναι ενδιαφέρον να καταλάβεις πώς να μετατρέψεις το πιο άσχημο πράγμα στον κόσμο σε ένα όμορφο πράγμα για να βλέπεις».
Πρόσφατες εκθέσεις:
“Who’s Afraid of Steve Gianakos?”, 2017, αναδρομική έκθεση, Musée des Beaux-Arts de Dole (Γαλλία), “Disturbing Innocence” (2014), επιμέλεια Eric Fischl, FLAG Art Foundation, Νέα Υόρκη, “Exquisite Corpses: Drawing and Disfiguration” (2012), MoMA, Νέα Υόρκη (cover of the exhibition), “Exile on Main Street”, ατομική έκθεση, (2009), επιμέλεια Alexander van Grevenstein και Robert Storr, Bonnefantenmuseum, Maastricht. Η δουλειά του έχει συμπεριληφθεί πολλές φορές σε μεγάλες εκθέσεις επιμελημένες από σημαντικές προσωπικότητες της διεθνούς σύγχρονης τέχνης, όπως ο Robert Rosenblum, ο Robert Storr κλπ. Προσελκύει συχνά κριτικές από τον διεθνή τύπο, όπως στα “Art in America”, “The New York Times”, “Art Forum” κλπ. Έργα του βρίσκονται σε μόνιμες συλλογές μουσείων όπως στο Guggenheim, το MoMA, το San Francisco Museum of Art, το Contemporary Arts Museum of Chicago, το New York State Museum και το Whitney Museum στη Νέα Υόρκη.