Ποια είναι η σχέση μας με τη γη, σε περιβαλλοντικό, διανοητικό, υπαρξιακό, ή μεταφυσικό επίπεδο; Ποια είναι η σχέση μας με τόπους που λογίζονται ως εξωτικά καταφύγια-ακριβοί διέξοδοι ενός υπερ-καταναλωτικού τρόπου ζωής; Ποιοι είναι οι αληθινοί πρωταγωνιστές στους θεωρούμενους από τη Δύση ως γραφικούς τόπους; Αυτές είναι κάποιες από τις ερωτήσεις που γεννώνται στο θεατή όταν αντικρίζει τις πυκνές εικονογραφικές περιπλανήσεις της Hulda Guzman.
Η επιλογή της να απεικονίσει την πλούσια φύση της πατρίδας της έχει ιδιαίτερη σημασία. Μέσα από ένα τοπίο πολυδιαφημισμένο ως τόπος φυγής, λήθης και καλοκαιρινού ρομάντζου, η καλλιτέχνιδα πραγματεύεται την ταυτότητα του όρου του “εξωτισμού”, ως ένας εξωτερικός δορυφόρος της “κανονικότητας” που εκφράζουν οι κεντρικοί πυρήνες λήψης αποφάσεων της Δύσης, και ο οποίος εκλαμβάνεται πότε ως ζωντανό απολίθωμα του πρωτόγονου Grand Tour, ένας ανέγγιχτος δηλαδή τόπος έτοιμος και ανοιχτός στις ακόρεστες θωπείες wasp παραθεριστών και λοιπών εκμεταλλευτών, και πότε ως μία ελλειπτική, ανολοκλήρωτη μεθόριος που υπολείπεται ευκαιριών.
Η Guzman μέσα από το έργο της παρουσιάζει κάτι εντελώς διαφορετικό. Ζωγραφίζει την εικόνα ενός μυθικού και ταυτόχρονα αληθινού αρχιπελάγους, μέσα από τη βιριδιανή φύση της Καραϊβικής, όχι ως γραφικό-picturesque καρτ-ποστάλ αλλά ως βιωμένο όνειρο του καταφύγιου ενός απλούστερου, βιωσιμότερου τρόπου ζωής. Μια φύση που ενώ μοιάζει Γκωγκενική δεν προβάλλεται μέσα από τα λάγνα μάτια κάποιου δυτικού ζωγράφου. Μεταφέρεται σχεδόν αυτούσια από τα χέρια της Guzman σε όλη της την αισθησιακή φαντασμαγορία, με τη ρέουσα ζωώδη ενέργεια που πηγάζει από τα έγκατα των Τροπικών.
Η φυσική αυτή γενναιοδωρία, η βιοποικιλότητα, το ήπιο κλίμα, οι αέρηδες, τα νερά, η μουσκεμένη τύρφη, οι μυρωδιές του κύκλου της ζωής, μοιάζουν να ξεσηκώνουν τις ενέργειες της γης σε ένα μεγαλειώδες κονσέρτο. Μικρές αφηγήσεις, που διαδραματίζονται σε ένα υγρό, θολό, μελαγχολικό και συνάμα ηδονικό τοπίο, συμβαίνουν ταυτόχρονα και ανεπαίσθητα, ενώ τα αντικείμενα μοιάζουν να αιωρούνται στο μπλε λυκόφως που φωτίζεται αμυδρά από μέσα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Είναι εκείνη η εφήμερη και παντοτινή στιγμή που τα χρώματα πυκνώνουν, οι υφές του ξύλινου τελάρου συμμετέχουν στη δράση, οι σκιές που εμφανίζονται δημιουργούν πολλά διαφορετικά επίπεδα μέσα στο έργο, συχνά πλαισιωμένα με δραματουργικά cullis, ενώ ταυτόχρονα μικρές ακατάληπτες ιστορίες διαδραματίζονται από αλλόκοτα ξωτικά του δάσους που συνομιλούν με τον Goya, τον Bosch, τον Ofili, τα προ-αναγεννησιακά βιβλία των Ωρών και τη Μεξικάνικη ζωγραφική.
Αβαθείς μη-τόποι αφηγούνται την ύπαρξη και συνέργεια δυνάμεων πέρα από ότι είναι αναγνωρίσιμο και αντιληπτό, πέρα από το χωροχρονικό συνεχές, και των κόσμο των αισθήσεων και της λογικής. Νοηματικά, είναι μία πιθανή ανάγνωση μιας νέας λατρείας της γονιμότητας, όπου οι ιστορίες εξελίσσονται σχεδόν μαγνητικά, ερωτικά, χωρίς ξεκάθαρο νόημα ή δίδαγμα, δεν ανατρέχουν σε συγκεκριμένα γεγονότα της ιστορίας, δεν φέρουν πρόσημα μιας τεχνητά κατασκευασμένης ηθικής.
Η συχνή τοποθέτηση των αφηγήσεων μέσα σε ένα αρχιτεκτονικό μοντερνιστικό πλαίσιο τοποθετεί το έργο μέσα στη συγχρονικότητα της εποχής και βεβαίως κάνει ορατή την ανθρώπινη παρέμβαση. Εκεί έγκειται η ανησυχία της εικαστικού, στο βλέμμα των προσώπων που ατενίζουν με αμφισημία ένα χώρο, όπου μέσα στο συμβολικό σκοτάδι ελλοχεύει ο κίνδυνος να πάψει να υπάρχει όταν τελικά επικρατήσει η ανθρώπινη απληστία. Αυτή η ανησυχητική διάθεση, χωρίς να είναι στομφώδης, αποτελεί την πιο σαγηνευτική αποτύπωση του φόβου για κάποιο επικείμενο κακό, και καταδεικνύει τα τρωτά μίας λάθος πορείας που ξεκίνησε όταν ο άνθρωπος μετέφρασε στρεβλά τη φυσική του υπόσταση.
Μέσα από την επανεξέταση του πρώιμου φαντασιακού πρωτογονισμού του Jean Jacques Rousseau, η επανασύνδεση του ανθρώπου με τη χθόνια προϊστορία του και με μια νέα μετά-φυσική τοπιογραφία, συντελείται με την τέχνη ως τον τέλειο διάμεσο στη διερεύνηση και επανεγγραφή των περιγραμμάτων μιας αρχετυπικής ουτοπίας.
Διαβάστε επίσης:
With the Mother: Έκθεση της Hulda Guzmán στα Δύο χωριά