Η Odeon παρουσιάζει στις κινηματογραφικές αίθουσες τη νέα ταινία του Αντρέα Ντι Στέφανο, Χαμένος Παράδεισος (Paradise Lost), με τον βραβευμένο με Όσκαρ Μπενίσιο Ντελ Τόρο να υποδύεται τον Πάμπλο Εσκομπάρ.
Ο βραβευμένος με Όσκαρ Μπενίσιο Ντελ Τόρο είναι ο διαβόητος έμπορος ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ στο γεμάτο ένταση και σασπένς ψυχολογικό θρίλερ που αναβιώνει μία από τις πιο συγκλονιστικές και βίαιες περιόδους στην ιστορία της Κολομβίας.
Ο Νικ θεωρεί ότι έχει βρει τον επί γης παράδεισο όταν φτάνει στην Κολομβία, εκεί όπου έχει μετακομίσει ήδη ο αδερφός του. Τιρκουάζ λίμνες, κατάλευκες αμμουδιές, τέλεια κύματα – όλα μοιάζουν όνειρο για τον νεαρό Καναδό σέρφερ, ειδικά όταν συναντά τη Μαρία, μία πανέμορφη νεαρή Κολομβιανή, την οποία ερωτεύεται παράφορα. Ο πρώτος καιρός περνά ειδυλλιακά, μέχρι που η Μαρία τον συστήνει στον θείο της: τον θρυλικό έμπορο ναρκωτικών, Πάμπλο Εσκομπάρ.
Σιγά-σιγά, ο Νικ θα μπει όλο και πιο βαθιά στην τεράστια εγκληματική οργάνωση του Εσκομπάρ, η δεσποτική αλλά και χαρισματική προσωπικότητα του οποίου ελέγχει τους πάντες γύρω του. Θα μπορέσει να ξεφύγει από τα φονικά δίχτυα του καρτέλ όταν πια η κατάσταση εκτροχιαστεί;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ποιος ήταν ο Πάμπλο Εσκομπάρ
Ο Πάμπλο Εμίλιο Εσκομπάρ Γκαβίρια γεννήθηκε τον Δεκέμβριο 1949, σε μια φτωχή οικογένεια – αυτός και τα έξι του αδέλφια μεγάλωσαν σε ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό ή νερό. Ως έφηβος άρχισε να κλέβει αυτοκίνητα και στα 20 του μπήκε στο οργανωμένο έγκλημα, ως λαθρέμπορος και απαγωγέας.
Έπειτα ήρθαν τα ναρκωτικά. Η πρώτη επιτυχία ήρθε το 1975 και, μετά από μια μικρή παύση για μια σύντομη θητεία στη φυλακή, η επιχείρησή του εκτοξεύτηκε, χάρη στις ευφάνταστες κρυψώνες που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποί του, αλλά και χάρη στα βαποράκια, που πρώτος εκείνος σκέφτηκε. Σιγά-σιγά έγινε επικεφαλής του εμπορίου κοκαΐνης, έχοντας εξουδετερώσει την επιρροή των αρχών με φιλοδωρήματα και δολοφονίες. Το 1982 εκλέχθηκε στη Βουλή της χώρας αλλά απορρίφθηκε από την κάστα των πολιτικών και ξεκίνησε μία καμπάνια τρόμου.
Έχοντας αρχίσει να παίρνει μυθικές διαστάσεις στα μάτια του λαού, έκανε πια κουμάντο σε όλη τη χώρα – μόνο το 1989 δολοφόνησε τρεις προεδρικούς υποψηφίους. Οι επιχειρήσεις του απέφεραν πάνω από 30 δις δολάρια το χρόνο. Με μέρος των κερδών, έχτισε σχολεία, νοσοκομεία και σπίτια, κερδίζοντας την αγάπη των Κολομβιανών, που τον έβλεπαν σαν θεό. Εν τω μεταξύ, το δίκτυό του επεκτάθηκε από το Περού ως τη Βολιβία και πλημμύριζε την αγορά των Η.Π.Α., της Ευρώπης και της Ασίας με ναρκωτικά – στο απόγειό του, η οργάνωση εξήγαγε 15 τόνους κοκαΐνης τη μέρα.
Μετά από μια σύντομη σύλληψή του το 1991, ήρθε ένα νέο κύμα βίας: το 1992 πάνω από 6.600 άνθρωποι σκοτώθηκαν εξαιτίας της δράσης του και εκατοντάδες εξαφανίστηκαν. Οι κολομβιανές αρχές, το FBI και η CIA ξεκίνησαν μια πελώρια επιχείρηση σύλληψης, και τον Δεκέμβριο του 1993 ο Εσκομπάρ εντοπίστηκε και δολοφονήθηκε από σκοπευτές. Η οργάνωσή του διαλύθηκε δύο χρόνια αργότερα.
Λίγα λόγια για την ταινία
Έχοντας ξεκινήσει στην κινηματογραφική βιομηχανία ως ηθοποιός, ο Αντρέα Ντι Στέφανο χρόνια έψαχνε μία ιστορία για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Η ιδέα τού ήρθε ξαφνικά όταν ένας από τους φίλους του, που είναι αστυνομικός, του είπε μια ιστορία ενός άνδρας στον οποίο ο Πάμπλο Εσκομπάρ εμπιστεύθηκε μια επικίνδυνη αποστολή: να κρύψει ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Όταν η αποστολή ολοκληρώθηκε, ο Εσκομπάρ διέταξε την εκτέλεση του άνδρα – έπρεπε η τοποθεσία του θησαυρού να μείνει μυστική…
«Πάντα με ενδιέφερε φοβερά το σύμπαν του οργανωμένου εγκλήματος», λέει ο Ντι Στέφανο. «Οι κώδικες ηθικής είναι ίδιοι: δεν χτυπάς γυναίκες ή παιδιά, η οικογένεια είναι ιερή και δεν μπορείς να την προδώσεις, ειδάλλως θα χάσεις την εμπιστοσύνη των γύρω σου. Ο Πάμπλο Εσκομπάρ είναι ο πιο μισητός και αγαπητός εγκληματίας. Ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι προσεύχονται για αυτόν και νομίζουν ότι ήταν καλός άνθρωπος, ενώ πολλοί άλλοι τον θεωρούν έναν κακοποιό που ρήμαξε την Κολομβία. Το γεγονός ότι ήταν κοντά στην οικογένειά του έμοιαζε επίσης πολύ ενδιαφέρον. Όταν βλέπεις τον “Νονό”, το βασικό δεν είναι στο ότι ο Μάρλον Μπράντο και ο Αλ Πατσίνο σκοτώνουν κόσμο, αλλά τι λένε όταν είναι στο σπίτι, όταν κάθονται στο οικογενειακό τραπέζι. Έτσι, είδα την πιθανότητα να δομήσω μια ιστορία γύρω από έναν χαρακτήρα με διττή προσωπικότητα».
Ο Ντι Στέφανο ξεκίνησε την έρευνα, ξεθάβοντας κάθε δείγμα υλικού, διαβάζοντας και βλέποντας ντοκιμαντέρ. «Αλλά μελετώντας τον, όσο πλησίαζα την αλήθεια, μου φαινόταν προβληματικό να δείξω μόνο την σκοτεινή του πλευρά, την εγκληματική του πλευρά. Είχα τόσες πληροφορίες που στο τέλος είχα πειστεί ότι σκεφτόμουν σαν αυτόν. Και τότε σκέφτηκα έναν δεύτερο χαρακτήρα να κάνει ένα παράξενο ταξίδι, ένα είδος ταξιδιού μέσα στο μυαλό του Εσκομπάρ».
Έτσι γεννήθηκε ο χαρακτήρας του Νικ, ενός σέρφερ που συμβολίζει την χαλαρή και ξέγνοιαστη στάση απέναντι στη ζωή και το μέλλον, και η ταινία μετατράπηκε από ένα παραδοσιακό βιογραφικό σε κάτι εντελώς διαφορετικό. «Κάθε φορά που ο μακιαβελισμός του Εσκομπάρ εντείνεται, είχα την νοερή εικόνα ενός τσουνάμι να γίνεται μεγαλύτερο, ικανό να προκαλέσει εκατοντάδες θανάτους. Μπορούσε να γίνει φοβερά καταστρεπτικός, αλλά και υποστηρικτικός σε πολλούς γύρω του. Και το πεπρωμένο του είναι παράλληλο σε εκείνο του Νικ, ο οποίος επίσης φέρει ευθύνη για όλα όσα γίνονται. Είναι σαν τον Ίκαρο, κάποιος που νομίζει ότι θα ζήσει το όνειρό του, πλησιάζει τον ήλιο, και έπειτα όλα παίρνουν λάθος τροπή.»
Η ταινία ξεκινά σε μια χρονική περίοδο όταν οι Κολομβιανοί έβλεπαν τον Εσκομπάρ σαν έναν πολύ ευκατάστατο άνδρα αλλά λίγοι υποπτεύονταν ότι έκανε εμπόριο κοκαΐνης, ειδικά αφού το ναρκωτικό δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα βλαβερό ή ασυνήθιστο. Καθώς ήταν πολύ διαδεδομένη θεραπεία για τη μαλάρια ή και ένα κοινό κρυολόγημα, όλοι πίστευαν ότι το εμπόριο αυτό ήταν απόλυτα φυσιολογικό.
Όλοι ανεξαιρέτως οι διάλογοι του Εσκομπάρ στην ταινία βασίζονται σε πραγματικές δηλώσεις του, όπως και διάφορες λεπτομέρειες που μοιάζουν απίστευτες αλλά είναι αληθινές, όπως το γεγονός ότι ο Εσκομπάρ αγόρασε το αυτοκίνητο μέσα στο οποίο πέθαναν οι πραγματικοί Μπόνι και Κλάιντ, και περνούσε ώρες καθισμένος στο σημείο ακριβώς που ξεψύχησε η Μπόνι.
Η επιλογή του Μπενίσιο Ντελ Τόρο ήταν αυτονόητη για τον Ντι Στέφανο, αφού, όπως εξηγεί, χρειαζόταν έναν ηθοποιό με τόσο μαγνητική παρουσία στην οθόνη που θα είναι το κέντρο βάρους ολόκληρης της ταινίας, ακόμη και στις σκηνές από τις οποίες απουσιάζει. Η απόφαση να δώσει τον ρόλο του Νικ στον Τζος Χάτσερσον ήταν λιγότερο προφανής, αλλά ο νεαρός ηθοποιός τον έπεισε στη συνάντησή του με τα όσα είπε για τον ρόλο, ενώ είχε μία ήδη στενή σχέση με τον Ντελ Τόρο, αφού ο τελευταίος τον είχε σκηνοθετήσει στο «7 Days in Havana».
Για τον Μπενίσιο Ντελ Τόρο, ο ενθουσιασμός του σκηνοθέτη του ήταν μεταδοτικός. «Αφού είναι και ο ίδιος ηθοποιός, έχει συναίσθηση της πίεσης που βιώνει όποιος είναι μπροστά στην κάμερα. Υπάρχει πολλή ένταση πριν από μία σκηνή. Το σημαντικότερο είναι να αποφορτίζεις την ατμόσφαιρα και να χαλαρώνεις τους ηθοποιούς του, ενώ ταυτόχρονα να παίρνεις αυτό που θέλεις από αυτούς. Με εντυπωσίασε η δουλειά του και παρόλο που σκηνοθετούσε ένα δικό του σενάριο, ήταν ανοιχτός σε ιδέες και προσθήκες, κάτι πολύ ευχάριστο.»
«Αφήνει την κάμερά του να πει την ιστορία», προσθέτει ο Χάτσερσον. «Μας άφησε ελεύθερους και πάντα προχωρούσε μπροστά την ιστορία. Καταλαβαίνει τους ηθοποιούς και δεν φοβάται τον αυτοσχεδιασμό. Ήταν απελευθερωτικός.»
«Όλοι έχουν ακουστά τον Εσκομπάρ αλλά κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν», τονίζει ο Ντι Στέφανο. «Είναι από τους πιο συναρπαστικούς ανθρώπους που έχω ακούσει: πήγαινε στο Λας Βέγκας, γνώρισε τον Φρανκ Σινάτρα, τρελαινόταν για τον Έλβις, έβλεπε ποδόσφαιρο, τραγουδούσε όπερα, έχτισε ζωολογικό κήπο δίπλα στην έπαυλή του, λάτρευε τα καρτούν του Ντίσνεϊ, αλλά την ίδια στιγμή ήταν ένας αδίστακτος επικεφαλής καρτέλ. Πλήρωνε 5 χιλιάδες δολάρια για κάθε νεκρό αστυνομικό, ανατίναξε ένα αεροπλάνο με 140 επιβάτες, ανατίναξε ένα κτίριο δίπλα σε κατάστημα παιχνιδιών. Ήταν εκκεντρικός αλλά και ψυχωτικός. Ήταν χαρισματικός και αστείος, αλλά μπορούσε να γίνει τέρας. Και αυτό κάνει την ιστορία του συναρπαστική.»
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Αντρέα Ντι Στέφανο
Σενάριο: Αντρέα Ντι Στέφανο
Παραγωγή: Ντιμίτρι Ρασάμ
Ηθοποιοί: Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Τζος Χάτσερσον, Κλαούντια Τράισακ, Μπρέιντι Κορμπέ, Κάρλος Μπαρδέμ, Άνα Ζιραρντό
Μοντάζ: Μέριλιν Μοντιέ, Ντέιβιντ Μπρένερ
Φωτογραφία: Λουίς Σάνσανς
Σκηνικά: Κάρλος Κόντι
Διάρκεια: 114’
Διανομή: Odeon