Πολλοί θα σε αποκαλέσουν «αγάπη μου» επειδή δεν θυμούνται το όνομά σου, μα εκείνος που δεν θα το ξεχάσει ποτέ, θα σε αποκαλέσει «έρωτά μου». Και μονάχα στη δική του βελούδινη χροιά θα ανακαλύπτεις ξανά και ξανά τον εαυτό σου, και ως διά μαγείας μόνο στη δική του τη μορφή θα εξαλείφεται η κατήφεια αυτού του κόσμου. Ισχύει πάντως, ακόμα κι αν ορισμένοι το βρουν υπερβολή, πως είναι αδύνατο να γνωρίζει τι έρωτας εστί, όποιος δε γνωρίζει πώς «δουλεύουν» τα γρανάζια της ανθρώπινης καρδιάς. Όποιος ζητά μαργαριτάρια αλλά ταυτόχρονα διστάζει να βουτήξει στα βαθιά. Και με στυγνές συνοπτικές διαδικασίες ας θεωρείται αυτός που δε μπορεί να ερωτευτεί, το μονιμότερο σφάλμα της φύσης. Αντιθέτως, όσοι θα πουλούσαν ως και την ψυχή τους για να γίνουν ουράνιο τόξο στο σύννεφο κάποιου άλλου, θα συμφωνήσουν ότι το σύμπαν σε τελική ανάλυση ορίζει το ταίρι μας και κλείνει το ραντεβού μας μαζί του. Το άτομο δηλαδή, που θα κατοικήσει την ψυχή μας, κι όχι απλώς θα την επισκεφθεί. Ναι, το σύμπαν. Ποτέ δεν πέφτει έξω. Η ερωτική ιστορία της Λoρίν Μπακόλ και του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ αυτό μαρτυρά, άλλωστε.
Γεννημένος ανήμερα των Χριστουγέννων του 1899, ο βραβευμένος με Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου, Αμερικανός ηθοποιός που διέπρεψε σε ουκ ολίγα αστυνομικά φιλμ κατά τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ, προερχόταν από εύπορη οικογένεια που ονειρευόταν να τον καμαρώσει γιατρό. Ανυπότακτος χαρακτήρας αυτός, αν και γράφτηκε στην Ιατρική του Γέιλ, έστειλε τον διευθυντή της στο γιατρό, καθώς τον έριξε για πλάκα σε ένα από τα συντριβάνια της σχολής. Εννοείται ότι η αποβολή του από τη σχολή δεν έπεσε και ως κεραυνός εν αιθρία. Οι περιπέτειές του πάντως, δεν είχαν σταματημό. Όταν κατατάχθηκε το 1918 στο ναυτικό, η συμμετοχή του σε έναν καβγά, του άφησε παράσημο ένα χαρακτηριστικό σημάδι στα χείλη, το οποίο αργότερα θα τον έκανε διάσημο. Ο τύπος που ξεχώρισε στα «Απολιθωμένο δάσος» (1936), «Το Γεράκι της Μάλτας» (1941), «Καζαμπλάνκα» (1942), και «Η Σειρήνα της Μαρτινίκα» (1944), αλλά και «Πάθος & Αίμα» (1946), «Ο θησαυρός της Σιέρα Μάντρε» (1948), και φυσικά, στη «Βασίλισσα της Αφρικής» (1951), έμελλε να αντικαταστήσει το νερό με ουίσκι, και έπειτα το ουίσκι με το μαρτίνι, μα και να παντρευτεί τέσσερις φορές, αγαπώντας όμως πραγματικά μονάχα την τέταρτη και τελευταία. Την κατά είκοσι πέντε χρόνια μικρότερή του, δροσερή κι υπέρ ταλαντούχα, Λωρίν Μπακόλ.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν στα γυρίσματα της ταινίας «Η Σειρήνα της Μαρτινίκα» και έγιναν αμέσως αχώριστοι. «Το βλέμμα», όπως την αποκαλούσαν οι σκηνοθέτες αλλά και οι κριτικοί, η λυγερή με την αισθαντική φωνή και την αγγελική χάρη στις κινήσεις της, έπεσε στον έρωτά του όπως το θρυλικό μήλο στο κεφάλι του Νεύτωνα. Η γυναίκα που τη δεκαετία του 1940 καθόρισε τις τάσεις της μόδας, γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1924 στη Νέα Υόρκη με το όνομα Μπέττυ Τζόαν Πέρσκε, σπούδασε την υποκριτική τέχνη για δεκατρία ολόκληρα χρόνια στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, και παρόλο που στην αρχή δούλευε σαν ταξιθέτρια, στο τέλος συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Έχοντας εξασφαλίσει την σχεδόν αυτιστική προσήλωση του κοινού ήδη από τις πρώτα βήματά της ως ηθοποιού, δεν τής ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο να κατακτήσει και τον αντισυμβατικό κύριο με την καπαρτίνα και την ασίγαστη λατρεία για τη θάλασσα. Κρεμόταν στο γέλιο του, σιγόνταρε τα κοροϊδευτικά του σχόλια για την ελίτ της εποχής τους, κι ακόμα κι αν δεν ήταν όμορφος όπως ο Τζίμι Στιούαρτ ή υποκριτικά ευέλικτος όπως ο Σπένσερ Τρέισι, για ‘κείνη ήταν ο γόης της και πάνω σε τούτη τη γη δεν υπήρχε πουθενά ο αντικαταστάτης του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Με τον Μπόγκαρτ παντρεύτηκαν λίγες εβδομάδες αφότου χώρισε την τρίτη σύζυγό του και ως το τέλος της σύντομης ζωής του είχαν χρόνια χαρισάμενα. Πλάι στη Μπακόλ που έδωσε ρέστα στα «Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο» (1953), «Applause» (1970) και «Woman of the year» (1981), κατάλαβε πως όσα περιθώρια και αν ποτέ τού δίνονταν, εκείνος πάλι θα την επέλεγε με κλειστά μάτια. Η μοίρα τού την είχε φυλαγμένη ως ακριβό δώρο, κι ο Μπόγκι απέδειξε πως το άξιζε. Η Λορίν ωρίμασε μαζί του, τον συνόδευε σε πάρτι, και κοντά του δεν πρόσθετε χρόνια στη ζωή της, αλλά ζωή στα χρόνια της. Θα μπορούσε κανείς να πει πως οι κοινές τους μέρες ήταν δεμένες σε ένα από τα αστέρια του ουρανού, κι επιβεβαίωναν ότι φτάνει να το θέλουν κι οι δύο, και τα αόρατα νήματα του έρωτα, εξελίσσονται στους πιο ισχυρούς δεσμούς της αγάπης.
Ακόμα κι οι καβγάδες που είχαν ως ζευγάρι, ήταν πλασμένοι με πάθος. Ίσως και με μια δόση χιούμορ, μια και ο Μπόγκαρτ τσακωνόταν μαζί της πάντα μεθυσμένος τραυλίζοντας κι εκτοξεύοντας ασυναρτησίες. Η Μπακόλ, από την άλλη, όπως κάθε γυναίκα, είχε τον τελευταίο λόγο σε κάθε διένεξη, κι οτιδήποτε έλεγε ο σύζυγός της, ήταν η αρχή μιας νέας διένεξης, που όμως έληγε με έρωτα ως τα ξημερώματα. Ο Μπόγκαρτ πάντως δεν έζησε πολύ. Έκλεισε τα μάτια του στις 14 Ιανουαρίου 1957 ηττημένος από καρκίνο του οισοφάγου, κι άφησε τη Λορίν να στριφογυρίζει σαν πιστό κατοικίδιο πάνω από τον τάφο του. Δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας κανενός, η αλήθεια είναι. Μετά τον θάνατό του έριξε τα πέταλά της σαν μαραμένο ρόδο, και δεν τα ανέκτησε πλήρως ποτέ, ούτε καν για χάρη του γιου τους. Και αν θέλουμε να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, τα αποτελέσματα της αγάπης είναι αναπόφευκτα.
Είτε είσαι η Μπακόλ είτε όχι, κι αγαπάς έναν άνδρα με όλη σου την ψυχή, τού φέρεσαι σα να ναι ο Θεός μεταμφιεσμένος. Και είτε είσαι ο Μπόγκαρτ είτε όχι, το πάθος σου για μια γυναίκα δεν είναι απλώς μια σταγόνα στον ωκεανό της ζωής σου, αλλά ο ίδιος ο ωκεανός στην σταγόνα που λέγεται ζωή. Έτσι δεν είναι; Έτσι είναι, έτσι. Γιατί μόνο μέσω της αληθινής αγάπης, τα φιλιά μας κάνουν άτρωτους, τα βλέμματα συγχρονίζονται σε μια κοινή κατεύθυνση, και μόνο όταν αγαπούμε «κυνηγάμε» τους άλλους. Κι όλο αυτό το κυνήγι είναι με άλλα λόγια η ευτυχία.