Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε θεωρητικά της μουσικής με τους Φίλιππο Τσαλαχούρη και Δημήτρη Λιωνή, καθώς και μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι συνιδρυτής της εταιρείας μουσικού θεάτρου «Οι όπερες των ζητιάνων», μιας ομάδας αποτελούμενης από νέους ανθρώπους, μορφωμένους, ανοιχτόμυαλους και κυρίως δημιουργικούς από τους οποίους έχουμε δει μέχρι σήμερα αξιόλογες και ελπιδοφόρες δουλειές.
Ο Χαράλαμπος Γωγιός είναι μια ιδιαίτερη και σίγουρα αξιοσημείωτη περίπτωση καλλιτέχνη. Αντιμετωπίζει την όπερα ως ζωντανό είδος που μπορεί να εκφράσει το τώρα. Έχει παιδεία και άποψη τεκμηριωμένη και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά που μετατρέπει τη δουλειά του από πείραμα σε πρόταση. Αυτή τη χρονιά το κοινό του Φεστιβάλ Αθηνών θα έχει την ευκαιρία να δει τη νέα παράσταση της ομάδας, με τίτλο «YASOU AIDA!» η οποία θα παρουσιαστεί στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στις 29, 30 Ιουνίου και 1η Ιουλίου. Ο Χαράλαμπος Γωγιός απάντησε στις ερωτήσεις του Culturenow.gr για τις «Όπερες των ζητιάνων», την επερχόμενη παράσταση, τη συνεργασία με τη Neuköllner Oper αλλά και τα μελλοντικά του σχέδια!
Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη
Culturenow.gr: Στις 29, 30 Ιουνίου και 1η Ιουλίου θα παρουσιάσετε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, την παράσταση «YASOU AIDA!». Πείτε μας λίγα λόγια για τη νέα σας δουλειά και τους συνεργάτες σας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Χαράλαμπος Γωγιός: Το «Yasou Aida!» αποτελεί μετεξέλιξη μιας αρχικής ιδέας του σκηνοθέτη της παράστασης, Αλέξανδρου Ευκλείδη, ο οποίος από καιρό επιθυμούσε να ανεβάσει μια εκδοχή «δωματίου» της «Αΐντα» του Βέρντι, που είναι ένα έργο γνωστό μεν για τις μνημειώδεις σκηνές πλήθους του, ωστόσο αποτελείται κατά το πλείστον από εσωτερικές σκηνές ιδιωτικού δράματος, οι οποίες συνήθως υποβαθμίζονται στα παραδοσιακά ανεβάσματα μεγάλης κλίμακας. Όντας άνθρωπος με έντονη πολιτική συνείδηση, ο Αλέξανδρος διέκρινε επίσης στην «Αΐντα», χαρακτηριστικό έργο της μεγάλης εποχής της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, μια ευκαιρία να μιλήσουμε μουσικοθεατρικά για το εδώ και τώρα της Ευρώπης και τις νεοαποικιακές σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στον ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Έτσι, το ευφυές τρίγλωσσο κείμενο του πολυτάλαντου Δημήτρη Δημόπουλου μετέφρασε τους «πολιτισμένους» Αιγύπτιους και τους «βάρβαρους» Αιθίοπες του Βέρντι σε «εργατικούς» Γερμανούς και «χαραμοφάηδες» Έλληνες, παίζοντας δημιουργικά με τα στερεότυπα της κυρίαρχης, λαϊκίστικης αφήγησης για τα αίτια της κρίσης. Η μουσική του Βέρντι αποδίδεται διασκευασμένη για 10 τραγουδιστές (πέντε Έλληνες και πέντε Γερμανούς) που μοιράζονται μεταξύ τους τόσο τους ρόλους όσο και τη χορωδία, και πέντε μουσικούς που μοιράζονται 14 όργανα (φλογέρες, μελόντικες, βιολοντσέλα, φλάουτο, σαξόφωνο, καζού, μπουζούκι, πιάνο, αρμόνιο κ.ά.). Τέλος, στο πνεύμα της λιτότητας, στην παράσταση συμμετέχει και το κοινό εν είδει χορωδίας!
Cul.N.: Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στο Βερολίνο και απέσπασε πολύ θερμές κριτικές. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία και γιατί η πρώτη στάση ήταν στο Βερολίνο; Πώς προέκυψε;
Χ.Γ.: Η ιδέα μιας ελληνογερμανικής συνεργασίας με θέμα την οικονομική κρίση προέκυψε από τους υπευθύνους της Neuköllner Oper, ενός θεάτρου με ισχυρό πολιτικό προσανατολισμό, και είχε αφορμή τους θανάτους στην τράπεζα Marfin στα επεισόδια του Μαΐου του 2010. Οι Γερμανοί συνεργάτες μας αντιλήφθηκαν ότι, για να σημειώνονται τόσο ακραία φαινόμενα σε μια πολιτισμένη ευρωπαϊκή χώρα, η αλήθεια για την κρίση πρέπει να είναι κάπως διαφορετική από την προπαγάνδα του λαϊκίστικου Τύπου. Επεδίωξαν, όπως συνηθίζουν, να προσεγγίσουν το ζήτημα με τον πιο δημιουργικό τρόπο, δηλαδή τη συνεργασία με Έλληνες καλλιτέχνες. Έψαξαν, λοιπόν, και βρήκαν εμάς. Θεωρώ πως η συγκυρία ήταν ευτυχής, δεδομένου του γεγονότος πως το είδος μουσικού θεάτρου που υπηρετεί η Neuköllner Oper (το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «μη δογματική όπερα») είναι εξαιρετικά κοντά στις αναζητήσεις τόσο του Αλέξανδρου κι εμένα όσο και της εταιρείας «Οι όπερες των ζητιάνων».
Παρά τα εθνικά μας συμπλέγματα κατωτερότητας, έχει σημασία να πω πως η ουσιώδης διαφορά της εμπειρίας μας στο Βερολίνο σε σχέση με την Ελλάδα δεν ήταν καλλιτεχνική, ούτε καν καθαυτό οργανωτική. Το πολύ ανακουφιστικό που βιώσαμε στο Βερολίνο ήταν μια στοιχειώδης διαφορά νοοτροπίας στη λειτουργία της ομάδας: με λίγα λόγια, όλοι, στον τομέα τους, εργάζονταν με στόχο τα πράγματα να γίνονται, και όχι για να μη γίνονται. Αυτή η καλόπιστη προθυμία επέτρεψε σε μας να συγκεντρωθούμε στη δουλειά μας, αντί να σπαταλάμε τις δυνάμεις μας «σπρώχνοντας» τα περιφερειακά. Είναι χαρακτηριστικό –και συγκινητικό– πως η πρώτη μας συνάντηση στη Neuköllner Oper έγινε παρουσία όλου του προσωπικού του θεάτρου, κι εμείς βρεθήκαμε να μιλάμε για τον στερεοτυπικό νεοαποικιακό λόγο στις ράφτρες, τους τεχνικούς και την ταμία. Ήταν πεποίθηση του θεάτρου ότι η ταμίας όφειλε να ξέρει για τι είδους παράσταση θα έκοβε εισιτήρια, ότι έτσι θα έκανε διαφορετικά τη δουλειά της. Επίσης διασκεδάσαμε καταρρίπτοντας ό,τι τυχόν εναπομείναντα στερεότυπα για τους «τεμπέληδες Έλληνες»: η Ελληνίδα σοπράνο που κυνηγούσε τον Γερμανό πιανίστα στους διαδρόμους του θεάτρου για επιπλέον πρόβες μετά το τέλος του οκταώρου έγινε ανέκδοτο στη Neuköllner Oper!
Cul.N.: Τι σας γοητεύει στο είδος της όπερας και γιατί πιστεύετε πως στην Ελλάδα το μουσικό θέατρο (γενικότερα) δεν έχει – με ορισμένες χρονικές εξαιρέσεις – την αποδοχή /δημοφιλία που έχει σε άλλες χώρες ; Είναι έλλειψη υποδομής, ταλέντων, ιδεών;
Χ.Γ.: Η τελευταία ταινία του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, με τίτλο «Film Socialisme», ξεκινά με τη φράση: «Το χρήμα είναι κοινό αγαθό, όπως το νερό». Ε, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου η ανθρώπινη Φωνή είναι κοινό αγαθό, και η επίδρασή της πανίσχυρη, αδιαμεσολάβητη και σωματική. Η ως τώρα πείρα μου στο μουσικό θέατρο στην Ελλάδα μου λέει πως, στην πράξη, το καταλαβαίνουμε άμεσα, μας «πιάνει» μια χαρά. Έχουμε, ωστόσο, ορθώσει ένα τεχνητό και συμπλεγματικό τείχος τεχνοκρατίας ανάμεσα σε μας και το μουσικό θέατρο, τείχος που ενισχύεται από την ενοχική μας στάση απέναντι στο (υπαρκτό, κατά τα άλλα) εθνικό μας έλλειμμα παιδείας. Αποτέλεσμα είναι ο μονόφθαλμος να βασιλεύει, και οι άνθρωποι να αποθαρρύνονται από την επαφή με το μουσικό θέατρο επειδή, τάχα, για να το καταλάβεις πρέπει να «ξέρεις». Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα σχόλιο για ένα δικό μου έργο στο φόρουμ του «Αθηνοράματος», όπου ο γράφων, αφού με πληροφορούσε λεπτομερώς πως «όπερα δεν είναι να…» κάνει κανείς ό,τι, τέλος πάντων, έκανα εγώ, υπέγραφε τελικά ως «απλά γνώστης».
Υπάρχει βέβαια, για να πάμε και λίγο βαθύτερα, και το ουσιώδες και υπαρκτό ερώτημα του τι ακριβώς θέλουμε από την όπερα στην Ελλάδα, τι ουσιαστικό ρόλο μπορεί και οφείλει να παίξει μέσα στις πραγματικές συντεταγμένες του δικού μας πολιτισμού. Η αντίληψη πως, όπως έλεγε κάποιος πριν λίγα χρόνια με αφορμή την ολιγοήμερη κατάληψη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, «στη Λυρική τραγουδούν “πέρα βρέχει” αντί να πράττουν» δεν στερείται εντελώς ουσίας, και αυτό έχει να κάνει με πραγματικά ζητήματα πολιτικής και πολιτιστικής ιστορίας, παγίωσης του ρεπερτορίου κ.λπ. (Μάλιστα, με σκοπό να διερευνήσουμε αυτά και παρόμοια ζητήματα, διοργανώνουμε παράλληλα με το «Yasou Aida!» ένα διήμερο συνέδριο στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης με θέμα «Όπερα και πολιτική».) Σε κάθε περίπτωση, νομίζω πως είναι λάθος να προσπαθούμε να μεταφυτεύσουμε με το ζόρι δυτικοευρωπαϊκές λύσεις που δεν ευδοκιμούν στο έδαφος και το κλίμα της Ελλάδας. Εξίσου λάθος θεωρώ να συγκρίνουμε μαζοχιστικά το μουσικοθεατρικό μας έλλειμμα με γειτονικές χώρες με διαφορετική ιστορία, λέγοντας λ.χ. «η Τουρκία έχει τόσα θέατρα όπερας, η Αλβανία τόσα». Η όπερα δεν είναι μουρουνόλαδο, δεν είναι κάτι που πρέπει να καταναλώνουμε υποχρεωτικά ακόμη κι αν δεν μας αρέσει, επειδή τάχα «κάνει καλό». Είναι απαραίτητο να ανακαλύψουμε τους δικούς μας μοναδικούς λόγους να μας ενδιαφέρει.
Cul.N.: Με ποιες λέξεις θα περιγράφατε την Αΐντα του Βέρντι και με ποιες την Αΐντα του 2012; Ποια στοιχεία της όπερας θέλατε οπωσδήποτε να διατηρηθούν και ποια να αλλάξουν-προσαρμοστούν;
Χ.Γ.: Η «Αΐντα» του Βέρντι σηματοδοτεί το απόγειο της «μεγάλης όπερας», του «χολιγουντιανού» υπερθεάματος του 19ου αιώνα, ενός μεγάλου καλλιτεχνικού καμβά όπου ο έρωτας, ο θάνατος, τα ιδιωτικά ζητήματα και οι ανθρώπινες σχέσεις ζωγραφίζονται με φόντο τη μεγαλόπρεπη μοίρα των εθνών (όπως συμβαίνει, λ.χ., μερικές δεκαετίες αργότερα, στο «Όσα παίρνει ο άνεμος»). Έχοντας περάσει από την ιστορική εμπειρία της υποτίμησης των μεγάλων αφηγήσεων, οι χαρακτήρες του «Yasou Aida!» έχουν απολέσει το μέγεθος του πρωτοτύπου. Μικροσυμφεροντολόγοι καθώς αρμόζει στο νεοφιλελεύθερο περιβάλλον όπου κινούνται, αντιλαμβάνονται τον έρωτα ως μια σειρά από «office affairs», το θάνατο ως την απώλεια μιας «θεσούλας», τον ηρωισμό ως «ρεαλιστική» απόπειρα «αναδιάρθρωσης» επιβεβλημένων αποφάσεων που υπογράφονται επειδή «δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς». Αυτό που παραμένει σε σχέση με το πρωτότυπο είναι το αδιέξοδο των ηρώων που, πεπιεσμένοι υπό το βάρος της τύχης των εθνών, αδυνατούν να αλλάξουν τη μοίρα τους. Άλλα στοιχεία της «Αΐντα» που μας ενδιέφερε να διατηρηθούν είναι η χοντροκοπιά της απεικόνισης των εξουσιαστικών σχέσεων, το πνιγηρό μέγεθος που καταπιέζει την προσωπική ελευθερία, το θρησκευτικό προκάλυμμα των επεκτατικών πολιτικών, η κενολογία του δημόσιου λόγου, η γελοιότητα της πομπής, η λεπτουργημένη τελειότητα των σκηνών δωματίου. Επίσης, δώσαμε μεγάλη σημασία στην ακριβή τήρηση των ρυθμικών και δυναμικών ενδείξεων του Βέρντι, που συχνά (σε ένα είδος ειρωνικής mise-en-abyme) ισοπεδώνονται ερμηνευτικά υπό το βάρος του ηχητικού και φωνητικού όγκου. Τέλος, αν και σε καμία από τις «Αΐντες» που έχουμε δει ζωντανά ο Αλέξανδρος Ευκλείδης κι εγώ δεν υπήρχαν πραγματικοί ελέφαντες στη σκηνή, είναι αλήθεια πως το συμπαθές αφρικανικό κτήνος έχει συνδέσει το όνομά του άρρηκτα με την κοινή αντίληψη για την όπερα του Βέρντι. Θεωρήσαμε, λοιπόν, πως ήταν σημαντικό οι ελέφαντες να κάνουν μια εμφάνιση-έκπληξη και στη δική μας παραγωγή.
Cul.N.: Θεωρείτε πως η προσαρμογή – διασκευή ενός έργου (είτε μουσικού, είτε θεατρικού είτε έργου που ανήκει στο μουσικό θέατρο) αποτελεί ή πρέπει να αποτελεί ένα νέο έργο με αξιοσημείωτη αυτονομία;
Χ.Γ.: Όχι αναγκαστικά. Οι μέχρι τώρα διασκευές που έχουμε κάνει με την εταιρεία «Οι όπερες των ζητιάνων» έγιναν κυρίως για λόγους πρακτικούς (οικονομικούς, χώρου, κ.λπ.). Το «Yasou Aida!», ωστόσο, διατηρεί αρκετή απόσταση από το πρωτότυπο ώστε να διεκδικεί το καθεστώς του αυτόνομου έργου. Μου αρέσει να το σκέφτομαι ως παλίμψηστο, νέο έργο γραμμένο πάνω στον πάπυρο ενός παλιού. Πάντως οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν βρίσκω τίποτε το μεμπτό στην (δικαιωμένη από την ιστορία, άλλωστε) πρακτική της μεταγραφής, εφόσον γίνεται με σκέψη και σοβαρότητα. Όπως διάβασα πως είπε πρόσφατα ο Λεωνίδας Καβάκος: «Και ο Μπραμς έγραψε διασκευές και ο Ραχμάνινοφ εμπνεύστηκε από συνθέσεις παλαιότερες. Αυτό δεν σημαίνει ότι τις κατέστρεψαν. Άλλο να παίρνω κάτι και να το ακυρώνω ως ύπαρξη και άλλο να παίρνω κάτι που ως φάρος εκπέμπει ένα μήνυμα και εγώ το μορφοποιώ.» Ιδίως μάλιστα στην περίπτωση ενός τόσο γνωστού έργου όπως η «Αΐντα», ό,τι και να κάνουμε εμείς, το πρωτότυπο είναι πάντα εκεί, απυρόβλητο, διαθέσιμο σε όλους.
Cul.N.: Ανήκετε στους καλλιτέχνες που το ευρύ κοινό γνώρισε μέσω του Φεστιβάλ Αθηνών. Πόσο σημαντική είναι η στήριξη ενός τέτοιου θεσμού και ποιος πρέπει κατά τη γνώμη σας να είναι ο ρόλος του σε δύσκολες περιόδους;
Χ.Γ.: Το «Yasou Aida!» είναι η τρίτη συμμετοχή των «Οπερών των ζητιάνων» στο Φεστιβάλ Αθηνών. Είτε το θέλουμε είτε όχι, πρόκειται για ένα θεσμό που προσφέρει αναγνωρισιμότητα και κύρος. Ας ξεκαθαρίσουμε ωστόσο πως με τη φετινή συμμετοχή μας δεν επιβαρύνουμε οικονομικά το Φεστιβάλ, καθώς, τυπικά τουλάχιστον, είμαστε οικονομικά ανεξάρτητοι (η παράσταση στηρίζεται στην υπεσχημένη επιχορήγηση του, τέως πια, Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, κάποια χρήματα που εξασφαλίσαμε από τη Γερμανική Πρεσβεία, μια χορηγία φιλοξενίας από την Airotel και τις γενναιόδωρες δωρεές φίλων και υποστηρικτών μας). Ωστόσο η ένταξή μας στο πρόγραμμα του Ελληνικού Φεστιβάλ παραμένει πολύτιμη, εκτός από τιμητική, δεδομένου του γεγονότος ότι δίνει την ευκαιρία στην παράσταση να προσεγγίσει ευρύτερα στρώματα κοινού απ’ ό,τι αν στηριζόμασταν αποκλειστικά στις δικές μας δυνάμεις. Σχετικά τώρα με το ρόλο του Φεστιβάλ: είναι γεγονός πως το Φεστιβάλ έχει ανά τα χρόνια ανοίξει νέους ορίζοντες στην πολιτιστική ζωή των Αθηνών. Ίσως, ωστόσο, η παρούσα δύσκολη συγκυρία είναι μια ευκαιρία για το θεσμό να αξιοποιήσει το κύρος του για να καλλιεργήσει στο κοινό μια υπεύθυνη στάση απέναντι στο καλλιτεχνικό γεγονός, απομακρύνοντάς το από την αντίληψη του έργου τέχνης αποκλειστικά ως «σέξυ» εμπορεύματος, καθώς και τους κακομαθημένους, λαϊφσταϊλίστικους δημοσιογραφισμούς. Ίσως η κρίση είναι μια ευκαιρία για τη χώρα μας να στραφεί από τη συμπλεγματική, αποικιακή μεταπρατικότητα και τη δουλοπρέπεια απέναντι στα καλλιτεχνικά «προϊόντα» του εξωτερικού στην εκτίμηση της πρωτογενούς μας δημιουργικότητας, την αναβάθμιση του εντόπιου δυναμικού και την πίστη στις δικές μας καλλιτεχνικές δυνάμεις. Διότι, και οφείλω να το πω, σε αντίθεση με το ηθικό και την αυτοεκτίμησή τους, το επίπεδο των Ελλήνων καλλιτεχνών είναι εξαιρετικά υψηλό.
Cul.N.: Ο ρόλος μιας ομάδας όπως «Οι όπερες των ζητιάνων»; Τι κερδίζει ένας καλλιτέχνης ως μέλος μιας ομάδας και τι χάνει ενδεχομένως;
Χ.Γ.: Η όπερα είναι εξ ορισμού μια «βρώμικη», ομαδική τέχνη. «Οι όπερες των ζητιάνων» δεν έχουν αποτελέσει ως τώρα «ομάδα» με την έννοια του σκληρού καλλιτεχνικού πυρήνα. Ανάλογα με τις προδιαγραφές και τις ανάγκες του κάθε σχεδίου μας, πειραματιζόμαστε με τη σύσταση διαρκώς. Αυτό έχει τόσο τα καλά όσο και τα κακά του, και ομολογώ πως τελευταία σκέφτομαι όλο και περισσότερο πως θα ήθελα να έχω την ευκαιρία να δουλέψω εκτενέστερα με ένα στενό κύκλο συνεργατών, όσο κι αν αυτό είναι δύσκολο στην όπερα, μια διεθνή τέχνη στην οποία δύσκολα μπορείς να κρατήσεις έναν καλλιτέχνη για καιρό στον ίδιο τόπο. Προσωπικά, εκτός από χρήματα, από το συσχετισμό μου με την ομάδα δεν αισθάνομαι πως χάνω τίποτε απολύτως.
Cul.N.: Η παράσταση θα παρουσιαστεί και μετά το Φεστιβάλ; Σε κάποιες άλλες χώρες ίσως;
Χ.Γ.: Άγνωστο ακόμη. Υπάρχουν προτάσεις, αλλά ακόμη τίποτε επιβεβαιωμένο.
Cul.N.: Επόμενα σχέδιά σας;
Χ.Γ.: Συνεργαζόμαστε ήδη με τη Neuköllner Oper για ένα νέο έργο με προσωρινό τίτλο «Helios Corp.». Πρόκειται για μια αισιόδοξη όπερα επιστημονικής φαντασίας, με θέμα την Ελλάδα που στο εγγύς μέλλον δίνει ξανά τα φώτα της στην ανθρωπότητα! Το κείμενο θα είναι και πάλι του Δημήτρη Δημόπουλου και η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη, και η πρεμιέρα προγραμματίζεται για τα μέσα του 2013. Το ερχόμενο φθινόπωρο πρόκειται να οργανώσουμε ένα εργαστήριο μουσικού θεάτρου για εφήβους σε συνεργασία με τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το Δεκέμβριο του 2012, στο πλαίσιο του «Φεστιβάλ Γκριμ» που οργανώνει η Knot Gallery, θα ανεβεί η νεανική μου όπερα «Η Κοκκινοσκουφίτσα και ο (καλός) λύκος» σε ένα νέο ανέβασμα σε συνεργασία με το σκηνοθέτη Κώστα Κουτσολέλο. Παράλληλα συζητάμε με το σκηνοθέτη Ανέστη Αζά την πιθανότητα ενός νέου ανεβάσματος της παλαιότερης όπεράς μου «Ένα σώμα», που γράφτηκε ως παραγγελία της Πειραματικής Σκηνής της ΕΛΣ, και με τον Έκτορα Λυγίζο (που σκηνοθέτησε τον «Τροβατόρε» μας το 2008) ένα δωρεάν εργαστήριο για λυρικούς τραγουδιστές. Με τον Έκτορα Λυγίζο, τέλος, νομίζουμε πως βρήκαμε τη φόρμουλα για να ανεβάσουμε την όπερα «Ο θάνατος του Άντονυ», ένα έργο που μας απασχολεί εδώ και καιρό: θα είναι μια όπερα για συνθέτη και σκηνοθέτη!