«Σήμερα ήταν τρύγος και πατήσαμε σταφύλια», είναι η πρώτη φράση που ακούγεται από το στόμα της γυναίκας που μπαίνει κρατώντας στα χέρια ένα ηλεκτρονικό σημειωματάριο, του οποίου η οθόνη είναι το μοναδικό πράγμα που φωτίζει το πρόσωπό της στο πυκνό σκοτάδι. Ξεκινά τότε μια επισκοπική απαρίθμηση γεγονότων της πρώιμης ζωής της. «Σήμερα η γιαγιά έφτιαξε τηγανίτες και έβαλε πετιμέζι», «Σήμερα ο μπαμπάς είναι άρρωστος», «Σήμερα η μαμά έβαψε τα ρούχα μαύρα για να είναι έτοιμα», «Σήμερα ο μπαμπάς πήγε στην εκκλησία, γύρισε και πέθανε».
Και η γυναίκα συνεχίζει να απαριθμεί γεγονότα με σύντομο και ελλειπτικό λόγο. Τα χρόνια περνούν. Από τη Θήβα μετακομίζει στην Αθήνα. Όνειρα, έρωτες, αναμνήσεις. Η δραματική σχολή και τότε… το τραγούδι. Οι πρώτοι δίσκοι, οι πρώτες συνεργασίες. «Η Δημητρούλα». Ο Λοΐζος και ο Κουγιουμτζής. Περιοδείες σε Ελλάδα και εξωτερικό. Η αποθέωση. Οι χωρισμοί, οι απογοητεύσεις, το παιδί. Τα προβλήματα υγείας. Τα προσωπικά αδιέξοδα. Και τέλος μέσα στο σήμερα, το ανήσυχο πνεύμα και η συνεχής αναζήτηση, δοσμένα όλα με συγκίνηση, αλλά και αρκετό χιούμορ.
Γενικώς, δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για το μέγεθος της Αλεξίου. Οι καλλιτεχνικές καριέρες έχουν τα πάνω και τα κάτω τους. Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες άλλοτε χάνονται και άλλοτε βρίσκονται με το κοινό τους. Όμως, είναι δεδομένο ότι δε μπορεί κανείς να προσπεράσει φωνές που έχουν γράψει μια δική τους ιστορία, έχουν διαμορφώσει κυριολεκτικά το ελληνικό τραγούδι και εν τέλει το έχουν ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο. Αντικειμενικά, πολύ λίγοι το έχουν πετύχει και η Χάρις Αλεξίου σίγουρα συγκαταλέγεται σε αυτούς.
Πόσοι δεν ξενυχτούσαν και ξενυχτούν ακόμη με τα τραγούδια της, πόσοι δεν νοστάλγησαν με το γρέζι της φωνής της ή δεν ερωτεύτηκαν ακόμη με τους στίχους και τις μελωδίες της; Και φέτος η ερμηνεύτρια της οποίας δίσκοι κρύβονται σχεδόν σε κάθε σπίτι, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό. Να σταθεί απέναντι στο κοινό, με συντροφιά ένα πιάνο με ένα ακορντεόν (Παναγιώτης Τσεβάς), μια κιθάρα (Γιώργος Λιμάκης) και ένα βιολοντσέλο (Αναστάσης Μισυρλής) και να εξομολογηθεί περιστατικά της ζωής της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Δεν πρόκειται για βιογραφική παράσταση με την στενή έννοια που έχουμε συνηθίσει στα θέατρα τα τελευταία χρόνια. Είναι αποσπασμένα κομμάτια λόγου, ημερολογιακού περιεχομένου, συνοδευμένα από διάφορες αγαπημένες ή λιγότερο γνωστές μουσικές στιγμές της. Η ίδια εξαιρετικά ακριβής στις εκφράσεις της, λειτουργεί μέσα σε μια απλότητα και τα λόγια της κυλούν σαν γάργαρο νερό, δίνοντας βαρύτητα στα σωστά σημεία. Και στα τραγούδια της, γίνεται η Χάρις που όλοι αγάπησαν στο πέρασμα των τόσων χρόνων καριέρας. Από την «Πανσέληνο» ως το «Άσπρο σου πουκάμισο» και από το «ο Άνθρωπός μου» μέχρι το «Θα πάθεις έρωτα», η τραγουδίστρια ξεγυμνώνει ουσιαστικά και τις δύο πλευρές της, την επαγγελματική, μα και την προσωπική: τις αγωνίες, τα προβλήματα και τις μυστικές μάχες.
Η λιτή σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη, αν και δε διαθέτει κάποια πρωτοτυπία, πετυχαίνει αυτό που όφειλε: να μεταδώσει το συναίσθημα και τον παλμό της προσωπικότητας στην οποία αναφέρεται, να μην την υπερκαλύψει και να διαθέσει χώρο να κινηθεί ελεύθερα. Έξοχοι οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου, δίνουν βάρος και βάθος σε κάθε μία εξομολογητική σκηνή.
Η Χάρις Αλεξίου ή απλώς Χαρούλα, συνεχίζει ακόμη και σήμερα, να συντροφεύει το κοινό με τη χαρακτηριστική της φωνή. Είναι γοητευτικό για μια καλλιτέχνιδα που τα έχει ζήσει όλα στην καριέρα της, να δοκιμάζει νέα πράγματα, όπως μια θεατρική εξομολόγηση βγαλμένη από την ψυχή και η οποία χτυπάει τους θεατές κάθε ηλικίας και φύλου, κατευθείαν στο συναίσθημα…