Κουμπί, κούτελο, τάφος, Βράχος ασκήσεις για δυνατούς λύτες. Ήταν όντως αινίγματα ή ο άγριος θάνατος την είχε κλονίσει τόσο που έχανε το νόημα του τετέλεσται και το μέτρο των τετελεσμένων; Άγγιξε το άσπρο πουκάμισο του Στέλιου, άπλυτο από το καλοκαίρι.
Μύρισε λαίμαργα τις κιτρινίλες του ιδρώτα του στις μασχάλες, φίλησε τον γιακά σαν να φιλούσε τον λαιμό του. Εσένα, δεν έχω σκοπό να σε μπουγαδιάσω, ψιθύρισε κι αμέσως μετά κόλλησε στον καθρέφτη. Λαχταρούσε να βρει κατάφατσα εκεί το πρόσωπο του άντρα της, να δει τα ματόκλαδά του να παίζουν, τις φλέβες του λαιμού να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν ολοζώντανες. Θα ακουμπούσε τα δάχτυλά της στο κεφάλι του, θα μετρούσε σωστά το πλάτος του μετώπου, την απόσταση από τα φρύδια ως τις ρίζες των μαλλιών του. Περίμενε, περίμενε, στο τζάμι υπήρχε μόνο το σπασμένο μούτρο της και το θολωμένο βλέμμα της.
Αυτή, η Πηγή Βογιατζή, αυτή που διάβαζε τα μάτια των άλλων, καρφώθηκε εκεί για είκοσι λεπτά και δεν μπορούσε να διαβάσει τα δικά της. Ένιωσε το στήθος και το κεφάλι της να καίνε την ίδια στιγμή που τα πόδια της είχαν ολότελα ξυλιάσει, άλλος άνθρωπος από τη μέση και πάνω, άλλος από τη μέση και κάτω. Έκλεισε τα μάτια και ψιθύρισε πέντε λέξεις κοφτά. Δεν ξέρω πού να είμαι.
Η ζωή τρίβεται πάνω στους ανθρώπους κάποιες φορές σαν χαδιάρα γάτα,
άλλες σαν βούρτσα απολέπισης και άλλες σαν καλοακονισμένο λεπίδι
που γδέρνει, γδέρνει αλύπητα.
Παλεύεται;
Χίλιες ανάσες λοιπόν, γιατί τόσες λείπουν.
Τόσες και άλλες τόσες.