«Χιόνι»: Ένα μωσαϊκό τεθριμμένης σκέψης και παραλογισμού

Ο κόσμος του Παμούκ είναι σπαρμένος με τα ροδοπέταλα της αμφισβήτησης απέναντι σε ένα καθεστώς που φυλακίζει ψυχές στο νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη με τίτλο «Χιόνι».

Θέλησα να διηγηθώ σ’ ένα μυθιστόρημα τη γιγάντωση και στην Τουρκία της κίνησης που έγινε γνωστή στον κόσμο ως “πολιτικό ισλάμ” όταν το 1979 ανατράπηκε ο Σάχης της Περσίας και την εξουσία ανέλαβε ο Αγιατολάχ Χομεϊνί. Στην πραγματικότητα, όπως το σκεφτόμουν πολλά χρόνια, ήθελα να γράψω για όλα τα πολιτικά κινήματα στην Τουρκία, τον πολιτικό εθνικισμό, τον κουρδικό εθνικισμό, τα αριστερά κινήματα που είχαν αρχίσει να αποδυναμώνονται, τους εκκοσμικευμένους στρατιωτικούς, γενικά την “παραδοξότητα” του πολιτικού κόσμου, γράφει με γλαφυρό τρόπο ο ίδιος ο Ορχάν Παμούκ στο επίμετρο του βιβλίου, όπου και αναφέρεται με λεπτομέρεια στο χρονικό συγγραφής αυτού του εξαιρετικά πλούσιου τόσο σε νοήματα όσο και σε περιεχόμενο βιβλίου.

Ταξίδι στον χρόνο που πονάει

Ο Ορχάν Παμούκ όπως και ο Σάλμαν Ρούσντι αλλά και άλλοι συγγραφείς είναι δυστυχώς εκτοπισμένοι από τις πατρίδες τους για λόγους πολιτικών πεποιθήσεων και δυστυχώς τυχόν επιστροφή τους θα ισοδυναμούσε και με αυτόματη καταδίκη και ενδεχομένως και φυλάκισή τους για το σύνολο των λογοτεχνικών “εγκλημάτων” τους. Όσα περιγράφει στο μυθιστόρημα αυτό δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του όπως άλλωστε και ο ίδιος εξομολογείται στο τόσο πολύτιμο επίμετρο που συμπληρώνει την έκδοση. Ο Παμούκ ξεδιπλώνει με μία αφηγηματική ευφυΐα και δεξιοτεχνία μία ολόκληρη πραγματικότητα που δεν αφήνει περιθώρια για πολλές αμφισβητήσεις. Όσα εκτυλίσσονται στο μυθιστόρημα έλαβαν χώρα στην πόλη Καρς όπου πέρασε αρκετό χρονικό διάστημα ο Παμούκ για να καταγράψει σε σημειώσεις όπως μας λέει ο ίδιος στιγμιότυπα από αυτά που είδε και παρατήρησε ιδίους όμμασι.

Ο Παμούκ έλαβε το βραβείο Νόμπελ για το σύνολο του έργου του, για βιβλία όπως το Μουσείο της αθωότητας, το Με λένε κόκκινο, το αυτοβιογραφικό Ιστανμπούλ. Το Χιόνι γράφτηκε στις αρχές του αιώνα και είναι ένα βιβλίο προφητικό και επίκαιρο αν αντιληφθεί κανείς το τι συμβαίνει ακόμα και σήμερα στην Τουρκία 20 χρόνια αργότερα, σαν τίποτα να μην άλλαξε, σαν οι νοοτροπίες και οι ιδέες να έμειναν κολλημένες σε έναν μεσαιωνικό τρόπο σκέψης και δράσης. Ο Παμούκ δεν διστάζει να καταδείξει με όπλο την σπουδαία λογοτεχνία του την πολιτική κατάσταση σε μία Τουρκία όπου η τρομοκράτηση των ανθρώπων καλά κρατεί, όπου η ελευθερία λόγου είναι κενό γράμμα και η φίμωση της διαφορετικότητας είναι κανόνας. Αυτά μας αναφέρει στο μυθιστόρημα και σαν άλλος Κα θλίβεται για όσα συμβαίνουν σε μία χώρα κολλημένη σε ένα φαύλο παρελθόν.

Καθώς ήμουν επηρεασμένος και από τη μοντερνιστική ηθική του Φλομπέρ, οι κυρίαρχες υποτιμητικές, εξυβριστικές απόψεις γι’ αυτό που λέμε πολιτική σε μια κοινωνία περιορισμένα δημοκρατική, καταπιεστική και απαγορευτική, μου προκαλούσαν ανησυχία: Αισθανόμουν σαν να είχα καταδεχτεί κάτι φτηνό γράφοντας ένα μυθιστόρημα που είχε και πολιτική πλευρά. Η ιστορία που κρύβεται πίσω από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας του βιβλίου καταμαρτυρά έκδηλα το πρόβλημα δημοκρατίας αλλά και τον διχασμό της κοινωνίας στην Τουρκία. Κάθε εκδήλωση καλλιτεχνική, κάθε κοινωνική δραστηριότητα οφείλει να υπακούει σε επιταγές και σε τελεσίδικες αποφάσεις που λαμβάνονται στο όνομα αυστηρών οδηγιών σχετικά με την ενδυμασία των κοριτσιών. Οι τελευταίες δεν έχουν το δικαίωμα στο αποφασίζειν παρά μόνο στο δέχεσθαι και πράττειν κατά τας “γραφάς” στο πρότυπο του Κορανίου.

Οι γυναίκες που θα προσπαθήσουν να επαναστατήσουν οδηγούνται τελικά στο απονενοημένο διάβημα, την αυτοκτονία που είναι και το κύριο “πιάτο” της ιστορίας του Παμούκ. Όλος ο αφηγηματικός του κόσμος ξεδιπλώνεται γύρω από αυτήν την απόκοσμη όσο και αποτρόπαια πράξη στην οποία οδηγούνται κορίτσια μικρά σε ηλικία αλλά και νεαρές γυναίκες που δεν έχουν άλλη επιλογή έπειτα από την καταπίεση που νιώθουν στην οικογένεια, το σχολείο, τα κατηχητικά. Είναι συγκλονιστικά τα όσα περιγράφει ο ίδιος ο Παμούκ στις ιστορίες των οποίων υπήρξε άμεσα ακροατής. Ουσιαστικά, πρόκειται για ανταπόκριση ενός μετώπου πολέμου, πολέμου ανάμεσα στο παράλογο και την λογική, η οποία εμμέσως πλην σαφώς αδυνατεί να επικρατήσει. Με αυτόν τον τρόπο, αποδομείται κάθε έννοια ισονομίας και ισότητας, οι άντρες υπαγορεύουν και χειραγωγούν τις γυναίκες κατά το δοκούν.

Ο ίδιος άλλωστε αναφέρει χαρακτηριστικά στο επίμετρο: Έβρισκα πολλές λεπτομέρειες για το μυθιστόρημά μου στα γεμάτα οργή βιβλία των κοριτσιών που δεν τα παίρνανε στο πανεπιστήμιο επειδή φορούσαν μαντίλα, στα προπαγανδιστικά φυλλάδια των οπαδών του πολιτικού ισλάμ, στις διασκεδαστικές αναμνήσεις μιας χορεύτριας του χορού της κοιλιάς, που ενώ ήταν γυναίκα η οποία κυκλοφορούσε μισόγυμνη, είχε “καλυφθεί” και είχε στραφεί στο ισλάμ. Αυτό που στην ουσία περιγράφει ο Παμούκ είναι μια κοινωνία καθηλωμένη σε έναν θρησκευτικό μεσαίωνα όπου η θρησκεία καθορίζει επιλογές και πράξεις και κατά συνέπεια η λέξη πρόοδος έχει μείνει στα χαρτιά. Η ιστορία του Παμούκ είναι άκρως επίκαιρη, είναι ένα παράδειγμα του τι μπορεί να αντιμετωπίσει μια κοινωνία εναγκαλισμένη με ένα πνεύμα σκοταδισμού και μισαλλοδοξίας.

Αποσπάσματα βιβλίου

Όπως λένε τα παλιά βιβλία, η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα έξι ώρες μετά τον θάνατο. Τότε, σύμφωνα με τον Σουγιουτί, η ψυχή είναι κάτι παιχνιδιάρικο, κάτι ευμετάβλητο, και πρέπει να περιμένει στο Μπερζάχ, στον ενδιάμεσο χώρο, ως την ημέρα της κρίσης.

Αυτός που τον έχει εγκαταλείψει ο Θεός είναι μόνος, ακόμα κι αν κάθε βράδυ πηγαίνει στο καφενείο όπου συναντάει τους φίλους του και παίζει χαρτιά, γελάει και διασκεδάζει κάθε μέρα στην τάξη με τους συμμαθητές του, περνάει όλες τις μέρες του φλυαρώντας με τους φίλους του.

Διαβάστε επίσης:

Ορχάν Παμούκ – Χιόνι

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ