Ένα σύγχρονο υπαρξιακό νουάρ, οι «Αλεπούδες» της Ντων Κινγκ, σε σκηνοθεσία Χριστίνας Χατζηβασιλείου στο Μικρό Θέατρο Μονής Λαζαριστών.
Σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε κρίση, υπό τον κίνδυνο λιμού και με τις καλλιέργειες να καταστρέφονται από ακραίες βροχοπτώσεις, εντεταλμένοι της εξουσίας αποφασίζουν να στείλουν Επίλεκτο Ανιχνευτή Αλεπούδων για να εντοπίσει τις αιτίες της χαμηλής παραγωγικότητας.
-Έχετε σκηνοθετήσει την παράσταση «Αλεπούδες» της Ντων Κινγκ, που πριν μερικές μέρες έκανε πρεμιέρα στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών. Τι ξεχωρίζετε στο συγκεκριμένο έργο;
Πρόκειται για ένα σύγχρονο έργο γραμμένο από την Κινγκ μόλις το 2011 που έχει αποσπάσει σωρεία βραβείων στη Μ. Βρετανία. Πέρα του ότι αγαπάω ιδιαίτερα τη βρετανική δραματουργία, το κείμενο αυτό με τράβηξε από την πρώτη στιγμή με την λιτότητα του λόγου του, τον ρυθμό και την αβίαστη πλοκή του, που κορυφώνεται αναπάντεχα τραγικά και σε στοιχειώνει.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Ανάμεσα στους χαρακτήρες της ιστορίας είναι ο Ουίλιαμ Μπλορ. Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο για αυτό το ιδιαίτερο πρόσωπο του έργου;
Ο Ουίλιαμ Μπλορ, με πιντερικές καταβολές, αποτελεί το πρόσωπο κλειδί για την εξέλιξη της δράσης. Ο τυπικός αυτός χαρακτήρας του «εισβολέα» που αποτυπώνει την ανάλγητη κρατική επιβολή, σε αντίθεση με ό,τι στερεοτυπικό μπορεί να πιστεύουμε, φέρει μια αλλόκοτη δραματουργική σκιά που αντί να τον ακολουθεί και να τον πλαισιώνει – όπως θα ήταν στις προδιαγραφές κατασκευής του – τον αποπροσανατολίζει. Ο ήχος της «σπασμένης αυτής χορδής» για να δανειστώ την μεταφυσική σκηνική οδηγία του Τσέχωφ στο Βυσσινόκηπό του, αυτής της παραμόρφωσης που βγάζει ο Ουίλιαμ Μπλορ αποτέλεσε για μένα την αφηγηματική εκκίνηση απ΄ όπου εκτείνω όλα τα σκηνοθετικά νήματα που πλέκονται επί σκηνής, για να κάνω δώρο τελικά σε αυτόν τον βασανισμένο χαρακτήρα ό,τι δεν είχε ποτέ: ένα σπίτι.
-Τελικά ποια είναι η επικίνδυνη αλεπού της ιστορίας;
Όπως λέγεται ρητά και μέσα στην παράσταση «Οι αλεπούδες δεν είναι οι εχθροί μας». Όλες οι αλληγορίες και οι βολικές υποθέσεις βρίσκονται εκεί ανοιχτές για σκέψη και τροφοδότηση. Σκεφτείτε την αλεπού σαν ένα logo που προσδίδεται σε ό,τι σας βολεύει να κατηγοριοποιηθεί ως επικίνδυνο και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.
-Πώς μπορεί και συνυπάρχει το ζοφερό σκηνικό των “Αλεπούδων” με το χιούμορ;
Κατ’αρχάς δεν μπορούμε να ξεχνάμε πως πρόκειται για βρετανική δραματουργία και επομένως το γνωστό, λεπτό τους χιούμορ είναι εκεί σύμφυτο, ακόμα και στα πιο ζοφερά έργα, όπως λόγου χάρη της Σάρα Κέιν. Επιπλέον, το χιούμορ «τρυπώνει» στην παράσταση μέσα από επιμέρους στοιχεία μιας και ήταν από πολύ αρχή στις προθέσεις μου έτσι ώστε οι θεατές να μπορούν να παίρνουν «μικρές ανάσες»: από τον υποκριτικό κώδικα του βασικού χαρακτήρα Ουίλιαμ Μπλορ, μέχρι στα διάφορα ενδυματολογικά στοιχεία, στα video.
-Έχει χώρο η ελπίδα στο κόσμο των “Αλεπούδων”;
Φύσει πεσιμίστρια θα σας απαντήσω πως όχι.
-Έχετε χαρακτηρίσει τη σκηνοθετική σας προσέγγιση “κινηματογραφική”. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;
Το ίδιο το κείμενο έχει κινηματογραφική στόφα και θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια σειρά μυστηρίου σε συνδρομητική πλατφόρμα. Η σκηνοθεσία μου ενδυναμώνει, θέλω να πιστεύω, αυτή την ατμόσφαιρα, με πολλαπλές σκηνικές δράσεις των προσώπων σε -συχνά- αντίστιξη με ό,τι ειπώνεται. Παρακολουθούμε «καρέ» διαφορετικών λήψεων, αν θέλετε, της ίδιας ιστορίας, όπως αυτή εκτυλίσσεται μπροστά μας, αλλά ο θεατής καλείται να τοποθετήσει την προσωπική του κάμερα, το βλέμμα του, εκεί όπου επιλέγει να εστιάσει για να ξεκουράσει τη ματιά του ή να επιταχύνει την αγωνία του, να ακολουθήσει τον «προσωπικό του χαρακτήρα» – πάντα αυτό δεν κάνουμε στο θέατρο; Προσπαθούμε να εντοπίσουμε τα σημεία ταύτισης με κάποιον χαρακτήρα-, ή ακόμα και να παρασυρθεί από κάποιον άλλον. Παράλληλα, στην παράσταση υπάρχει ενταγμένη μία κάμερα που ενισχύει την κινηματογραφική αυτή ροή, ενώ και ο γοργός ρυθμός παίζει καθοριστικό ρόλο.
-Θέλετε να μας σχολιάσετε τη συνεισφορά της μουσικής και των σκηνικών στο στήσιμο αυτού του «υπαρξιακού νουάρ»;
Όπως σε κάθε νουάρ η αισθητική του χώρου, αλλά και η μουσική είναι συμπρωταγωνιστές. Στις Αλεπούδες τα σκηνικά της Ελένης Στρούλια αποτυπώνουν με τον πιο δυνατό τρόπο το βαλτώδες, έρημο τοπίο και την απώλεια που ήταν οι βασικοί μου άξονες στις πρώτες μας συζητήσεις τροφοδότησης. Όσο για τη μουσική, είμαι πραγματικά ευγνώμων για την συνεργασία μου με τον σπουδαίο Μπάμπη Παπαδόπουλο που με εμπιστεύτηκε από την πρώτη στιγμή και χάρισε στην παράσταση αυτή μουσική που σε υποβάλλει, σε ταράσσει, σε συγκινεί όπως ελπίζω και το σύνολο της παράστασης.
-Υπάρχει κάποιο άλλο έργο της Ντων Κινγκ ή κάποιας άλλης σύγχρονης δημιουργού με το οποίο θα θέλατε να καταπιαστείτε στο μέλλον;
Περιμένω με ανυπομονησία το τελευταίο wok in progress έργο της που είναι μια διασκευή του Βυσσινόκηπου με τον τίτλο The Trees (Tα Δέντρα) το οποίο και θα σκηνοθετήσει η κορυφαία για μένα γυναίκα σκηνοθέτρια -μαζί με την Αν Μπόγκαρτ – Κέιτι Μίτσελ. Αγαπάω ιδιαίτερα το βρετανικό θέατρο και έχω ξεκινήσει ήδη να μεταφράζω το τελευταίο έργο του Μάρτιν Κριμπ , του οποίου τη γραφή θαυμάζω ιδιαίτερα.
Διαβάστε επίσης:
Αλεπούδες, της Ντων Κινγκ σε σκηνοθεσία Χριστίνας Χατζηβασιλείου στο Μικρό Θέατρο Μονής Λαζαριστών