Συνέντευξη: Νώντας Δουζίνας
Ο Χρήστος Στέργιογλου, θα πρωταγωνιστήσει στο θεατρικό μονόλογο του Θόδωρου Γρηγοριάδη «Το Παρτάλι», που θα φιλοξενηθεί στο θέατρο Τριανόν για 10 παραστάσεις, από τις 18 μέχρι και τις 28 Απριλίου. Το έργο, που σκηνοθετεί ο Στέλιος Κρασανάκης, βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίου του ίδιου συγγραφέα, που αναφέρεται στην περίοδο της βουλγαρικής κατοχής στη χώρα μας και αναπτύσσει ζητήματα έμφυλης ταυτότητας και συνάμα, παρενδυσίας. Παρτάλι άλλωστε, σημαίνει παλιό ρούχο, όπως η ζωή του ήρωα που έλκει τα τραύματά του από αυτή την περίοδο.
Ενόψει της πρεμιέρας του έργου, το www.culturenow.gr είχε μια συζήτηση, για το Παρτάλι και όχι μόνο, με τον πρωταγωνιστή του έργου, Χρήστο Στέργιογλου.
Culturenow: Θα θέλαμε να μας δώσετε περιγραφή για το έργο;
Χρήστος Στέργιογλου: Το Παρτάλι είναι ένας μονόλογος, που έχει παρθεί από το ομώνυμο μυθιστόρημα, που έχει γράψει ο Θόδωρος Γρηγοριάδης. Και ο μονόλογος έχει δημιουργηθεί από τον ίδιο. Πρόκειται για την ιστορία ενός παιδιού, αγοριού, ο οποίος από τότε που γεννήθηκε, η μάνα του τον έντυνε με φουστανάκια γιατί επί Κατοχής, οι Βούλγαροι έπαιρναν παιδιά για να τα κάνουν στρατιώτες ή στρατιωτικούς, στην πατρίδα τους. Τα ιστορικά εγώ δε μπορώ να τα κρίνω και δεν ξέρω κατά πόσο οι Βούλγαροι ήταν οι κακοί και οι Έλληνες οι καλοί ή το αντίθετο. Δεν ξέρουμε αυτό, γιατί δεν ήμασταν εκεί. Αυτή τη στιγμή φυσικά δεν έχουμε κανένα πρόβλημα. Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους ανθρώπους και με τις πατρίδες και τις χώρες, τότε όμως υπήρχε πρόβλημα. Δεν ξέρουμε τα αίτια, πάντως αυτά συνέβαιναν τότε. Η μάνα λοιπόν αυτού του παιδιού, το έντυνε με φουστανάκια για να μην το πάρουν οι Βούλγαροι. Το παιδί αυτό είχε περιπέτειες στη ζωή του. Δε μπορούσε να φορέσει αγορίστικα ρούχα, γιατί έτσι είχε συνηθίσει, κατά τη διάρκεια της κατοχής υπέστη ένα βιασμό από ένα Βούλγαρο διοικητή, αλλά δεν ήταν ακριβώς βιασμός, κάπου το ήθελε και ο ίδιος, στα 15 του, αυτό όμως δε γινόταν κατ’ εξακολούθηση. Μετά, ντυμένο κορίτσι ήταν ο ταχυδρόμος των ανταρτών της περιοχής, σε ένα χωριό κοντά στην Καβάλα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ήταν ο ταχυδρόμος, έδινε δηλαδή πληροφορίες στους αντάρτες, σχετικά με ότι έκαναν οι Βούλγαροι. Αλλά χωρίς να το θέλει το παρακολούθησαν και προδόθηκαν οι αντάρτες. Εκεί λοιπόν είχε μια τρυφερή ερωτική περιπέτεια με έναν αντάρτη ο οποίος έπαιζε ακορντεόν, δηλαδή εκεί γεύτηκε το πρώτο φιλί, αλλά ήταν μόνο ένα φιλί. Αργότερα πήγε στη Θεσσαλονίκη και εκεί, δουλεύοντας σε ένα ξενοδοχείο, γνώρισε έναν Αμερικάνο που τον παρότρυνε να δεχθεί περισσότερο τη γυναικεία του φύση. Ερωτεύτηκαν, πήγαν στην Αμερική και έγινε πολύ διάσημη draq queen. Ο μονόλογος είναι μετά από 30 χρόνια, αλλά το σήμερα το έργου βρίσκεται στο 1991, για λόγους ηλικίας δικούς μου. Έρχεται ως διάσημος πια στην πατρίδα λοιπόν, μετά από 30 χρόνια για να κάνει το σόου που έκανε στην Αμερική, ως draq queen. Αλλά μόλις βγαίνει στη σκηνή, κάτι παθαίνει γεγονότα που ίσως δεν ήθελε να τα θυμηθεί και κατά τη διάρκεια αυτής της αφήγησης γίνεται μια εξομολόγηση, όσο μπορεί να είναι εκ βαθέων, της ζωής του μπροστά στο κοινό. Αυτό είναι το έργο.
C.N.: Ο ρόλος αυτός, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πρόκληση;
Χ.Σ.: Δεν υπάρχει ρόλος προκλητικός για εμένα. Υπάρχουν ρόλοι. Από εκεί και πέρα, κάθε ρόλος έχει την ίδια πρόκληση, την ίδια δυσκολία προσέγγισης. Είναι ανθρώπινες ψυχές όλοι οι ρόλοι, δηλαδή έχω παίξει πάρα πολλούς ρόλους κακών ανθρώπων, δολοφόνων, καλών ανθρώπων, ομοφυλόφιλων. Αυτός ας πούμε πως είναι η πρώτη φορά που έκανε draq show. Για εμένα δεν είναι θέμα η εξωτερική εμφάνιση, είναι θέμα το τι λένε οι ανθρώπινες ψυχές. Οι ανθρώπινες ψυχές έχουν όλες τις ίδιες δυσκολίες. Αν κάτσεις και εξομολογηθείς, δεν έχει σχέση το πώς είσαι ντυμένος, έχει σχέση η ανθρώπινη φύση, δεν έχει καμιά σχέση το περίβλημα. Ακόμη, για όλα τα πράγματα, ο έρωτας, ο θάνατος, η πείνα, δεν έχουν φύλο, οπότε δεν το έχω δει έτσι και ούτε η παράσταση το έχει δει έτσι, δηλαδή ο σκηνοθέτης και ο συγγραφέας. Ευτυχώς, επειδή δεν υπάρχει η πρόθεση της πρόκλησης, η παράσταση έχει μια ανθρωπιά και μια ζεστασιά, που ξεχνάς το περίβλημα κατά την παράσταση και ακούς τη ζωή ενός ανθρώπου. Οπότε, επειδή μου την κάνουν συνέχεια αυτή την ερώτηση, επειδή γενικά η πρόκληση δε με ενδιαφέρει, αλλά η ουσία, ούτε καν το συζητάω ότι αυτή η παράσταση είναι προκλητική. Είναι ανθρώπινη.
C.N.: Τι είναι αυτό που κάνει το μονόλογο απαιτητικό;
Χ.Σ.: Δε μπορώ να διαχωρίσω καθόλου τους ρόλους. Όλοι οι ρόλοι, αν τους πάρεις από την ανθρώπινη πλευρά, έχουν μια δικαιολογία. Εγώ προσπαθώ σε όλους τους ρόλους να βρω το δίκιο του ήρωα και να το υποστηρίξω. Μαζί με αυτό να υποστηρίξω και το δίκιο το δικό μου. Ας πούμε έπαιξα έναν πραγματικό serial killer πριν 5-6 χρόνια με τη Μπέττυ Αρβανίτη, ο οποίος έζησε στο Αμβούργο στις αρχές του αιώνα. Εκεί ας πούμε, βρίσκοντας ότι υπάρχει ένας λόγος που γίνονται αυτά τα εγκλήματα και όταν ο ήρωας έχει δίκιο, αμέσως γίνεται πιο τρομακτικό. Όλοι οι ήρωες έχουν ένα «δίκιο», ο Χίτλερ ας πούμε ήθελε να εξαλείψει τους Εβραίους γιατί κατά τη γνώμη του ήταν κακοί άνθρωποι. Αν υποστηρίξεις το δίκιο, αμέσως ο κακός άνθρωπος γίνεται ακόμα πιο κακός. Γιατί δεν έχει συνείδηση ότι είναι κακός και κάνει κακές πράξεις. Όλοι οι άνθρωποι δεν έχουμε συνείδηση των πράξεών μας. Στο Παρτάλι, αυτό που οδήγησε αυτό τον άνθρωπο στην εξέλιξή του, ήταν ο έρωτας. Ο έρωτας δεν έχει αιτίες, αλλά “είναι”… Εγώ τον έρωτα τον βάζω μαζί με την πείνα και το θάνατο, κάτι πολύ δυνατό. Οπότε αν βαδίσεις σύμφωνα με αυτό, δεν προσπαθείς να εξηγήσεις τα πράγματα, τα αφήνεις να σε οδηγήσουν αυτά. Υπάρχει μια θεωρία σε μένα που προσπαθώ να την κάνω πράξη, ότι η ίδια η ιστορία είναι τόσο δυνατή, ώστε αν μπεις μέσα και την ακολουθήσεις, δε χρειάζεται να κάνεις καμιά προσπάθεια. Αλλά για να ακολουθήσεις τη ροή της ιστορίας, θέλει μια παραδοχή όλων των ανθρώπινων πραγμάτων και εκεί, αμέσως και εσύ μπαίνεις σε μια διαδικασία αληθινής προσέγγισης.
C.N.: Πώς μπορεί να συνδέεται μια προσωπική με μια εθνική ιστορία;
Χ.Σ.: Δε μπορείς και να το συνδέσεις πάρα πολύ. Λέει την ιστορία της Ελλάδας, αλλά μέσα από τη δική του τη ματιά. Οπότε μπορείς να κάνεις έναν παραλληλισμό, πώς ήταν η Ελλάδα, σε τί συνθήκες έζησε ο ήρωας. Επίσης, ο τίτλος «Παρτάλι» δείχνει, αν μπορείς να το πάρεις συμβολικά, ότι η χώρα μας ήταν «παρταλιασμένη» τότε. Ναι, υπάρχει μια σχέση. Έχει να κάνει με τα κοινωνικά, με τα πολιτικά. Δε νομίζω ότι μπορείς να πεις πως η ιστορία του παρταλιού είναι η ιστορία της Ελλάδας. Αν μπορείς να πεις ότι δέχεται βιασμούς η χώρα μας, ότι παρασέρνεται η χώρα μας, εκεί μπορεί να υπάρχει ένας παραλληλισμός.
C.N.: Παρτάλι… Κάτι μας φέρνει στο μυαλό από τη σημερινή κατάσταση από το σήμερα… Ο τίτλος φέρνει μια επικαιρότητα;
Χ.Σ.: Όχι! Δε μπορώ να το πάρω έτσι. Υπάρχει μια φράση στο έργο που λέει ότι «οι καταστροφές φέρνουν τις αλλαγές παντού». Ελπίζω να συμβεί στη χώρα μας αυτό. Να είναι μια αφορμή να συνειδητοποιήσουμε για το μέλλον μας. Το θέμα είναι ότι σήμερα τι κεφάλαιο βρίσκεται σε μια κρίση και επειδή είναι αδυσώπητο, αδηφάγο και άπληστο γιατί το μόνο του θέμα είναι το κέρδος, που είναι πολύ κακιά έννοια. Το ίδιο το κεφάλαιο νομίζω ότι αυτή τη στιγμή τρώει το κεφάλι του. Και αυτό είναι πάρα πολύ κακό, γιατί δυστυχώς το υφιστάμεθα και εμείς και το μέλλον δε μπορώ να το προβλέψω. Ελπίζω να μην είναι τόσο κακό όσο λένε. Γιατί καμιά φορά υπό την απειλή του φόβου, οι άνθρωποι όταν λειτουργούμε, δεν κάνουμε καθόλου καλό. Ελπίζω να ξε-φοβηθούμε.
C.N.: Κατά τη γνώμη σας, τα σημερινά μας προβλήματα, έχουν ιστορικές ρίζες τέτοιου τύπου, ή οφείλονται καθαρά σε σύγχρονα γεγονότα;
Χ.Σ.: Δεν ξέρω. Δε μπορώ να ανατρέξω στο παρελθόν. Αλλά έχω την εντύπωση ότι όλοι οι λαοί παρασύρονται από κάτι το οποίο τους κυβερνά, διοικεί ή καθορίζει την τύχη τους και από εκεί και πέρα, οι λαοί δε φταίνε σε τίποτα. Φταίνε οι άνθρωποι που έχουν ηγετικές τάσεις. Όταν έχεις ηγετική τάση, μόνο κακό μπορείς να κάνεις. Και δυστυχώς, αν ανατρέξουμε στην ιστορία και δούμε πώς γίνονται πόλεμοι και κατακτήσεις, πολιορκίες και εισβολές, θα δούμε πως αυτές δεν είναι καλές, αλλά είναι μόνο ηγετικές. Οι λαοί δε φταίνε σε τίποτα. Απλώς οι λαοί έχουν την τάση να πιστεύουν πάρα πολύ αυτούς που τους κυβερνούν, γιατί δε μπορούν κάνουν αλλιώς. Πρέπει να πιστέψουν σε κάτι. Δυστυχώς αυτοί που έχουν ηγετικές τάσεις, δεν έχουν τις καλύτερες προθέσεις και αυτό δυστυχώς ιστορικά συμβαίνει πάντα, ανά τους αιώνες.
C.N.: Πολλοί υποστηρίζουν πως η κρίση που βιώνουμε δεν είναι πρωταρχικά οικονομική, αλλά κυρίως κρίση αξιών. Ποια είναι η γνώμη σας;
Χ.Σ.: Πρέπει να αναγνωρίζουμε την αξία των πραγμάτων. Να μη βασίζουμε σύμφωνα με τη δική μας την καριέρα, κάτι που επίσης είναι πολύ κακό. Η καριέρα δε χτίζεται στη μη αναγνώριση στο να μην αναγνωρίζω τη δική σου την αξία. Ας πούμε πολιτικοί, καλλιτέχνες, το lifestyle κλπ., όλα αυτά είναι πολύ προσωποκεντρικά. Κάνω τα πάντα για να είμαι εγώ ο πρώτος, ο λαμπερός, να μιλούν μόνο για εμένα. Όταν όμως ακολουθείς αυτά τα πράγματα, πηγαίνεις σε ένα δρόμο που δεν είναι της ψυχής, δεν είναι του ανθρώπου. Οπότε αμέσως δεν αναγνωρίζεις την αξία του διπλανού σου. Αν βλέπαμε και την αξία του άλλου ανθρώπου, νομίζω πως δε θα ήμασταν εδώ που είμαστε τώρα, γιατί θα ήταν για το κοινό συμφέρον όλο το θέμα. Εμείς σαν καλλιτέχνες, θα προσφέραμε πράγματα της ψυχής μας και θα είχαμε ένα διάλογο με τους ανθρώπους που μας βλέπουν ή βλέπουν τα έργα μας, που θα ήταν επί ίσοις όροις. Το επί ίσοις όροις πρέπει να δούμε και όχι ότι εγώ είμαι καλύτερος από εσένα.
C.N.: Η Τέχνη πόσο έχει αλλάξει;
Χ.Σ.: Η Τέχνη νομίζω ότι δεν έχει αλλάξει. Και ο ρόλος της Τέχνης πάντα θα υπάρχει. Ποτέ δε θα πεθάνει η Τέχνη. Σύμφωνα με τις συνθήκες, παίρνει από την κοινωνία όπως είναι τώρα και από τα γεγονότα που μας καθορίζουν τώρα και μιλάει τη γλώσσα της. Αυτό πάλι που εύχομαι, είναι οι καλλιτέχνες σε όλες τις συνθήκες να είναι ειλικρινείς και να προσπαθούν να μιλήσουν, ίσως και να φωνάξουν, αυτά που αισθάνονται ακριβώς. Αλλά θα πρέπει λίγο να προσέξουμε όλοι οι καλλιτέχνες, να ξεχάσουμε το θέμα «καριέρα», δεν πρέπει να βασίζουμε σύμφωνα με το δικό μας όφελος και το δικό μας συμφέρον. Πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα πιο σφαιρικά, χωρίς αυτό να είναι πολιτικό ή κοινωνικό απαραίτητα. Απλώς το «ημείς» έχει μεγαλύτερη αξία από το «εγώ».