Πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο μπουλβάρ Κλισύ και άρχισε να κατευθύνεται προς το γραφείο του στο τμήμα. Ο λαμπερός ήλιος τον έκανε να ξυπνήσει. Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον ουρανό. Υπέροχο γαλάζιο χρώμα με ελάχιστα λευκά σύννεφα σε εντυπωσιακούς σχηματισμούς. Συλλογίστηκε πόσα δώρα του έδινε απλόχερα η ζωή κάθε μέρα. Μια ανάσα αέρα, έναν καθαρό ορίζοντα μετά την καταιγίδα, την αίσθηση του αίματος να κυλά στις φλέβες του, το θαύμα του έρωτα να κυριεύει το κορμί του.
Εκείνος όμως είχε εδώ και καιρό λησμονήσει να ζει. Για περισσότερο από έναν χρόνο κήδευε μέσα του την Αλίς. Όχι εκείνη που πραγματικά ήταν… αλλά εκείνη που αυτός θεωρούσε ότι γνώριζε. Τη γυναίκα που είχε ερωτευθεί παράφορα. Ξαφνικά ένιωσε πως ήταν πια καιρός να προχωρήσει. Το αίνιγμα που καλούνταν να επιλύσει, ένα παζλ με χιλιάδες κομμάτια, είχε ξυπνήσει όλες του τις αισθήσεις από τη χειμερία νάρκη.