Η Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων μετρά σχεδόν δέκα χρόνια πορείας, με μια παρουσία ιδιαίτερα επιλεκτική και άκρως ενδιαφέρουσα. Παραστάσεις όπως ο “Άμλετ” και “Η σφαγή των Παρισίων” προκάλεσαν αίσθηση με το ξεχωριστό στυλ τους και έγιναν αποδέκτες πολλών θετικών σχολίων. Η ομάδα όμως, αντί να εξαργυρώσει γρήγορα την επιτυχία με κάποια επιπόλαιη ρεπερτοριακή επιλογή, προτίμησε να περιμένει και να μελετήσει. Πράγμα ιδιαίτερα ειλικρινές, αν σκεφτούμε ότι τα διάφορα “πυροτεχνήματα” στην θεατρική Αθήνα τείνουν να γίνουν πλέον κανόνας.
Ο φετινός προγραμματισμός του Φεστιβάλ Αθηνών περιλαμβάνει και τη νέα δουλειά της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων, την “Τραγωδία του βασιλιά Ριχάρδου Γ‘”, του Σαίξπηρ. Έχοντας μια καλή ευκαιρία λοιπόν, συζητήσαμε με τον σκηνοθέτη και εμπνευστή της ομάδας, Χρήστο Θεοδωρίδη, για το μέγεθος της τραγωδίας του κεντρικού ήρωα, την αγγλική δραματουργία που φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαίτερα ως δημιουργό, αλλά και την σημερινή κατάσταση στο ελληνικό θέατρο, το οποίο θέλει να τιμά ως συντελεστής μόνο όταν υπάρχει σοβαρός λόγος.
– Δύο χρόνια μετά την έξοχη Σφαγή των Παρισίων επιστρέφετε στο γνώριμο σημείο της Πειραιώς για να αφηγηθείτε την «Τραγωδία του βασιλιά Ριχάρδου Γ’». Για ποιο λόγο επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο;
Η Τραγωδία του Βασιλιά Ριχάρδου του Τρίτου κλείνει τον κύκλο των λεγόμενων ιστορικών δραμάτων του Σαίξπηρ με τα οποία η Ορχήστρα ασχολείται τα τελευταία δύο χρόνια και τα οποία αφηγούνται μια πολύπαθη περίοδο της αγγλικής ιστορίας, τον εμφύλιο μεταξύ δύο Οίκων. Των Γιορκ και των Λάνκαστερ, γνωστό ως Πόλεμοι των Ρόδων. Με τη μελέτη της αντιστοιχίας μεταξύ έργων και πραγματικής Ιστορίας, συνειδητοποίησα τον πλούτο των νοημάτων που εσωκλείεται στο συγκεκριμένο έργο-πολλές φορές πολύ μακριά από τον τρόπο που συνήθως αντιμετωπίζεται σκηνικά. Θεωρούμε ότι στο έργο ενσαρκώνεται το απόλυτο κακό. Πράγματι, έτσι είναι, αλλά όχι μόνο στο πρόσωπο του Ριχάρδου. Γίνεται στην απεικόνιση ολόκληρου του σύμπαντος που τον περικλείει. Βρισκόμαστε στο τέλος ενός πολέμου όπου όλοι έχουν σκοτώσει και “σκοτωθεί”, στο τέλος μιας εποχής όπου τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο, ούτε έξω ούτε και μέσα στις ψυχές των ανθρώπων αυτών. Αυτό το ελλιπές, αυτό το ανολοκλήρωτο, αυτό το “άδειο” των ανθρώπων είναι το στοιχείο που με ενδιαφέρει στο συγκεκριμένο έργο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Τι προσωπικότητα ήταν ιστορικά ο Ριχάρδος; Πιστεύετε πως η… πολιτική «τραγωδία» του στέλνει κάποιο διαχρονικό μήνυμα;
Το συγκλονιστικό με το πρόσωπο του Ριχάρδου είναι ότι για πολλά χρόνια μετά την συγγραφή του έργου, ο κόσμος έτεινε να πιστεύει πως ο ίδιος ιστορικά ήταν το ίδιο πρόσωπο με αυτό που αφηγείται το έργο. Κι αυτό τόσο λόγω της εξαιρετικής επιτυχίας του έργου αλλά και της προπαγάνδας που είχε στηθεί από τον επόμενο βασιλιά, τον Ερρίκο 7ο και την οικογένεια του, τους Τυδώρ. Μην έχοντας στιβαρό δικαίωμα στο θρόνο, ο Ερρίκος επέλεξε να δαιμονοποιήσει τον προηγούμενο βασιλιά Ριχάρδο έτσι ώστε να φανεί πως φέρνει ο ίδιος το τέλος του εμφυλίου και την αρχή μιας νέας φωτεινής εποχής για την Αγγλία.
Αυτή η διαστρέβλωση της Ιστορίας ρίζωσε τόσο βαθιά στη συνείδηση του κόσμου που ακόμη και σήμερα θεωρούμε ότι το έργο περιγράφει ακριβή γεγονότα της Ιστορίας- πράγμα που είναι πολύ μακριά από την αλήθεια. Έτσι, το πρόσωπο του πιστού στην οικογένειά του, ικανότατου πολεμιστή, οξυδερκή βασιλιά που έπασχε από μια μικρή σκολίωση – κάτι που σήμερα σχεδόν δεν το προσέχεις – έγινε στο μυαλό μας ο αποκρουστικός, δόλιος , πονηρός Ριχάρδος που δεν σταματάει σε τίποτα μέχρι να πάρει το θρόνο και σκοτώνει όποιους του στέκουν εμπόδιο. Και επειδή υπήρχε τότε η πίστη πως οτιδήποτε υπάρχει εσωτερικά, υπάρχει και εξωτερικά, δεν μπορούσε παρά αυτός ο άνθρωπος να είναι ο χειρότερος όλων εμφανισιακά: κουτσός, καμπούρης με ένα χέρι κοντύτερο από το άλλο. Μιλάμε δηλαδή για fake news!
Αυτό που με συγκινεί βαθιά στο έργο είναι η συγκέντρωση του μίσους απέναντι στο ένα πρόσωπο. Όλοι εναντίον ενός. Όλοι έχουμε το ίδιο… «ποιόν», αλλά βαφτίζουμε τον έναν χειρότερο. Για μένα, η πολιτική τραγωδία γίνεται περισσότερο κοινωνική. Στέκω άναυδος πια απέναντι στο τόσο μίσος που μας περιβάλλει. Κάτι διαφορετικό, αντί να είναι απλώς διαφορετικό, γίνεται στόχος. Δεν περίμενα ποτέ το μέγεθος της αγριότητας που ζω. Ο άλλος είναι αυτό που εμείς πιστεύουμε για εκείνον και όχι όσα επί της ουσίας «είναι». Κι εν τέλει το διαφορετικό από εμάς πρέπει να το καταστρέψουμε.
– Αν κρίνουμε και από τις προηγούμενες δουλειές της «Ορχήστρας των μικρών πραγμάτων» φαίνεται πως σας απασχολεί ιδιαίτερα μια συγκεκριμένη περίοδος της αγγλικής δραματουργίας. Ποια στοιχεία της βρίσκετε ενδιαφέροντα ως δημιουργός και πώς τα επεξεργάζεστε μέσα από τις παραστάσεις που ανεβάζετε;
Τα στοιχεία που με ενδιαφέρουν στην ελισσαβετιανή περίοδο αφορούν στην μετάβαση που έγινε από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση, ειδικά σε μια χώρα που άργησε να μπει στην Αναγέννηση λόγω των πολέμων αυτών. Είναι μια περίοδος όπου ο άνθρωπος κερδίζει γνώση και παύει σιγά – σιγά να θεωρεί τον εαυτό του κέντρο του σύμπαντος και συνειδητοποιεί την ασημαντότητά του. Μια εποχή όπου ο Θεός και οι επιλογές του αρχίζουν να υφίστανται κριτική. Τίποτα ξαφνικά δεν είναι δεδομένο. Αυτή η δυνατή αίσθηση του μη δεδομένου είναι αυτό που ζω καθημερινά και σήμερα. Η δραματουργία της εποχής και ειδικά ο Σαίξπηρ αντικατοπτρίζει το φαινόμενο με τον καλύτερο τρόπο.
Αυτή η ασημαντότητα έφερε μαζί της και την ευθύνη της επικοινωνίας. Ο Σαίξπηρ γνωρίζει πολύ καλά την αποτυχία του λόγου ως μέσο και προσπαθεί όσο γίνεται περισσότερο να ορίσει τον κόσμο γύρω του με τις καλύτερες δυνατές λέξεις, Για μένα αυτό είναι και η λεγόμενη “ποίησή” του. Τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από μια ισχυρή προσπάθεια να επικοινωνήσει όσο γίνεται πιο συγκεκριμένα και μέσα από το λόγο του οι άνθρωποι με τους οποίους ασχολείται. Έτσι προσεγγίζουμε τον λόγο στη δουλειά μας. Και για αυτό ήταν και μεγάλη ανάγκη μας να βασιστούμε σε μια νέα μετάφραση του έργου, αυτήν της Ιζαμπέλας Κωνσταντινίδου με την οποία δουλεύουμε μαζί τα τελευταία χρόνια.
– Πόσο καιρό πριν δουλεύετε με την ομάδα πάνω σε κάθε έργο που επιλέγετε; Ακολουθείτε κάποια συγκεκριμένη μέθοδο εργασίας; Πώς βλέπετε να μετασχηματίζονται οι αναζητήσεις και τα «θέλω» της ομάδας που μετρά ήδη 9 περίπου χρόνια επιτυχημένης παρουσίας στο χώρο;
Η Ορχήστρα παρουσιάζει δουλειά κάθε φορά που αισθανόμαστε ότι κάτι πρέπει να επικοινωνήσουμε. Αυτό είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό μας. Αυτό φέρνει και μια μεγάλη περίοδο δουλειάς πριν την τελική παράσταση. Για τον Ριχάρδο, η δουλειά μας απλώθηκε μέσα σε δύο χρόνια, μέσα στα οποία εκτός από τη μελέτη της Ιστορίας και των ιστορικών δραμάτων του Σαίξπηρ-ειλικρινά πιστεύω δεν μπορείς να καταπιαστείς με τον Ριχάρδο αν δεν μελετήσεις σοβαρά τα έργα που προηγούνται- ασχοληθήκαμε και με τη οργάνωση εργαστηρίων υποκριτικής , μέσα στα οποία προσπαθήσαμε να βρούμε και να τελειοποιήσουμε τα εργαλεία της δουλειάς μας, να διαμορφώσουμε τη “γλώσσα” μας.
Όσο προχωράμε και όσο δουλεύουμε με μόνιμους συνεργάτες, τόσο πιο συγκεκριμένα γίνονται τα ζητούμενα σας και τόσο πιο ακριβής ο χαρακτήρας σας. Σας ενδιαφέρει πολύ ο διάλογος λόγου, κίνησης και μουσικής ως εργαλείο αφήγησης. Υπάρχει πάντα μια συγκεκριμένη μέθοδος εργασίας που όσο ωριμάζουμε τόσο ωριμάζει κι αυτή και θέλουμε να είναι μονίμως ανοιχτή για να εμπλουτίζεται συνέχεια. Το σίγουρο είναι ότι συνεχίζει να σας ενδιαφέρει αυτή η ποιότητα του “επισκέπτη”. Δεν μπορώ να κατανοήσω τη συνεχή παρουσία καλλιτεχνών και ομάδων όταν δεν υπάρχει η ουσιαστική ανάγκη να επικοινωνήσεις κάτι.
– Παρακολουθώντας σας καλλιτεχνικές εξελίξεις, πώς βλέπετε το ελληνικό θέατρο σήμερα; Ποια η γνώμη σας για τον τρόπο που διαμορφώνεται, αλλά και για αυτά που εν τέλει προσφέρει;
Το γεγονός που σας ανέφερα πριν, μας οδηγεί και στην κατάσταση του ελληνικού θεάτρου σήμερα. Το βασικό που το χαρακτηρίζει-τουλάχιστον στα δικά μου μάτια-είναι αυτή η έλλειψη ανάγκης. Τι τελικά μας σπρώχνει να ασχοληθούμε με μια Τέχνη; Επειδή θα ήταν ας πούμε “ενδιαφέρον” ή επειδή δεν μπορούμε παρά να ασχοληθούμε με αυτήν; Γιατί καλούμε κόσμο να δει τι έχουμε φτιάξει; Για να βγούμε όλοι μαζί μετά για ποτό, να πούμε ο ένας τον άλλο πόσο καλοί ήμασταν και ήσυχα να κοιμηθούμε; Ή επειδή θέλουμε να επικοινωνήσουμε κάτι;
Δεν αντέχω να ξαναδώ κάτι που καταλαβαίνω ότι δεν τυράννησε κανέναν από τους δημιουργούς του. Δεν αντέχω να ξαναδώ κάτι “ωραίο αισθητικά”, λες και ασχολούμαστε με τις σελίδες ενός περιοδικού. Προτιμώ να δω τον ιδρώτα ενός συνόλου ανθρώπων να μου μιλήσει-κι ας είναι και αποτυχημένα, αλλά έστω να καταφέρω να διαγνώσω μια ανάγκη. Και αντί να καθίσουμε να αντλήσουμε από την πλούσια καθημερινότητα της χώρας, από αυτήν την τόσο ταραγμένη περίοδο που ζούμε και να φτιάξουμε μια δική μας γλώσσα, έναν δικό μας τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα, κοπιάζουμε στην αντιγραφή- ωραία το έκανε ο Γερμανός ας το κάνω κι εγώ. Και δεν συνειδητοποιούμε την ευθύνη της θέσης μας. Το πόσο υπεύθυνοι είμαστε για τους ανθρώπους που θα έρθουν να δουν τί έχουμε φτιάξει. Είναι σαν να καλούμε κόσμο στο σπίτι μας και εμείς σπάμε πλάκα ή λείπουμε.
Παγκοσμίως το θέατρο βρίσκεται σε αναζήτηση μιας νέας γλώσσας, αλλά συγκεκριμένα εδώ δεν κάνουμε τίποτα για να προσφέρουμε σ’ αυτήν την αναζήτηση. Τα ποτά, τα κοινωνικά δίκτυα, τα λόγια των φίλων μας είναι πολύ πιο σημαντικά από αυτό που είναι η ουσία της δουλειάς μας, η ανάγκη και η ειλικρίνεια.
– Πού θα σας συναντήσουμε μετά το Φεστιβάλ Αθηνών; Υπάρχουν κάποια ανακοινώσιμα σχέδια;
Ο Ριχάρδος μετά το Φεστιβάλ, θα ταξιδέψει και στην Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο στο ΚΘΒΕ για δύο παραστάσεις . Προς το παρόν, υπάρχουν μια δυο σκέψεις για το «μετά», αλλά ακόμη τίποτα σίγουρο.
– Πώς ονειρεύεστε την καλλιτεχνική συνέχεια της ομάδας, αλλά και την δική σας προσωπικά; Υπάρχουν σκέψεις και επιδιώξεις για το μέλλον;
Δύσκολα τα όνειρα πια. Προτιμώ να ζω όσο γίνεται στο “τώρα” μου. Το μόνο που εύχομαι για την Ορχήστρα και μένα προσωπικά, είναι πάντα να βρίσκουμε θέματα που μας απασχολούν ουσιαστικά και να ευτυχούμε σε συνεργασίες με νέους ανθρώπους, δίνοντας και εισπράττοντας ειλικρίνεια.
Διαβάστε επίσης:
Η τραγωδία του βασιλιά Ριχάρδου Γ΄, του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στην Πειραιώς 260