Η αίθουσα τέχνης ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ Καρτέρης εγκαινιάζει την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017, στις 20.00, την έκθεση του Γιώργου Γιώτσα, με τίτλο Ύλη ή τίποτα, σε επιμέλεια του Giuliano Serafini.
Ο επιμελητής της έκθεσης Giuliano Serafini γράφει:
Γράφει ο Vassili Kandinskij: «Η τέχνη αρχίζει εκεί όπου τελειώνει η φύση»i. Από τα βάθη εικοσιπέντε αιώνων αντηχεί η απάντηση του Ηράκλειτου: «Η φύση αγαπά να κρύβεται» («Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί»)ii.
Αυτές οι δύο θέσεις, με το υψηλό και αμφίσημο μήνυμά τους, θα μπορούσαν να σκιαγραφήσουν τη δουλειά του Γιώργου Γιώτσα, ακόμα και αν αυτό οδηγούσε στην αμφισβήτηση, την αγνόηση ή την αποκήρυξή τους. Το βέβαιο είναι ότι μας υποδεικνύουν την ακτίνα δράσης του καλλιτέχνη, καθώς και την ερμηνευτική οδό πάνω στην οποία θα χρειαστεί να κινηθούμε.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Εξίσου σίγουρο είναι ότι, στην περίπτωση του Γιώτσα, η «φύση» πρέπει να εννοηθεί ως ισοδύναμο της «ύλης»: ένα ζήτημα που η ιστορία της μοντέρνας τέχνης -από τον Schwitters στον Fautrier, από τον Rauschenberg στον Burri, από την Arte Povera στον Beuys και τον Kiefer- κατάφερε να ερμηνεύσει επαρκώς, παρουσιάζοντάς μας ορισμένα από τα σημαντικότερα δείγματα της άμορφης (informel) και της εννοιολογικής τέχνης του χθες και του σήμερα.
«Ομολογημένος» υπόχρεος αυτών των πολιτισμικών προτάσεων, ο Γιώτσας κινείται εξαρχής ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους, στο πεδίο, δηλαδή, όπου η τέχνη και η ύλη, κατηγορίες κατεξοχήν συγκρουσιακές, συνάπτουν ιδιοσυγκρασιακές συμμαχίες, προκαλώντας στο θεατή ένα είδος ιλίγγου, οπτικού και συνάμα ψυχικού, εξαιτίας του οποίου, στο τέλος, χάνουμε τις συντεταγμένες της αισθητικής μας εμπειρίας.
Με άλλα λόγια, στη δουλειά του Γιώτσα φανερώνεται αμέσως η παρέκκλιση από τα περίφημα προαναφερθέντα παραδείγματα, τα οποία ανήκουν στην Ιστορία και στο Μουσείο, ακριβώς γιατί παρήγαγαν τέχνη στην οποία η ύλη συστηματικά «ηττάται», απαλλάσσεται, δηλαδή, από την σημειολογική της απάθεια για να μετουσιωθεί, στη συνέχεια, με όρους μορφής και σημαινόμενου, και να «αποκρυσταλλωθεί», εντέλει, στην οριστική της κατάσταση, αυτή του Έργου, όπου όλα έχουν δια παντός ειπωθεί, όλα έχουν πλέον ολοκληρωθεί.
Στον Γιώτσα, απεναντίας, παρατηρούμε μια ηθελημένη μη ολοκλήρωση στη σχέση του με την ύλη, σχεδόν μία συστολή στο να την καταχραστεί και να τη «βιάσει», προκειμένου να καταλήξει, σύμφωνα με τον κανόνα κάθε αισθητικής διαδικασίας, στη μορφή, στο έργο.
Δισταγμός υπόδηλος ήδη στα προηγούμενα έργα του, εκεί όπου, σαν από κατεπείγουσα παρόρμηση, ξεχείλιζε τον πίνακά του με πλήθος ανομοιογενών και ετερόκλητων υλικών: αποξηραμένα φυλλώματα, μπογιές, αποκόμματα εφημερίδας, υφάσματα και μέταλλα, μαλλί, μαρμαρόσκονη, κερί, μίγματα από κόλλες. Ένα καμένο και αποστραγγισμένο horror vacui υλικών καταλοίπων, επεξεργασμένων μέχρις εσχάτων, πίσω από μία αυταπόδεικτη και αυτάρκη εκφραστική ορμή.
Ορμή που, ακόμη και στις περιπτώσεις της πιο εξέχουσας επινοητικότητας, ήταν, στην ουσία, μια γενική πρόβα, μια εργασία σε εξέλιξη, ανύποπτη για τα θέλγητρα του neo-dada, του brut και του νεορεαλισμού, αλλά συνεπής προς τον ασυνείδητο, οργανικό της χαρακτήρα: τη λειτουργία της, δηλαδή, ως γέφυρα από τη μία ποιητική διαίσθηση στην άλλη, από την προηγούμενη δημιουργική περίοδο του καλλιτέχνη στην επόμενη.
Ήταν, στην πραγματικότητα, όλα όσα χρωστούσε ο Γιώτσας στον εαυτό του για τούτη εδώ την υπέρβαση, για την τωρινή επίτευξη του Ύλη ή Τίποτα, για τον εξαγνισμό των παλαιών «αμαρτιών» που διέπραξε στο όνομα της ύλης και στο όνομα της αλχημικής βουλιμίας που τις προκάλεσε.
Λαϊτμοτίφ αυτής της «υπερβολικής» στιγμής ήταν το συμπαγές υπόστρωμα-υποστήριγμα του έργου, που συχνά μετατρεπόταν σε αναπόσπαστο κομμάτι του. Η γη. Ήδη, το προσωκρατικό στοιχείο -το αρχέτυπο- ενυπήρχε στην ίδια την πεμπτουσία της ύλης, πριν ακόμα από την αναφορά, πριν ακόμα από το σύμβολο. Την ίδια, μάλιστα, στιγμή που ο καλλιτέχνης μάς υποδείκνυε στην κυριολεξία τη γη που βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας, την πρώτη μας επαφή με τον κόσμο. Σαν να μας έλεγε: ας μη την ξεχάσουμε (ακριβώς όπως δεν την είχε ξεχάσει και ο Beuys στις περφόρμανς του για την υπεράσπιση της φύσηςiii, κάτι που ο Γιώτσας γνωρίζει καλά).
Με άλλα λόγια, η πορεία του Γιώτσα εκτυλισσόταν προς μια διαχρονική κατεύθυνση, προς το πεπρωμένο του, μέσω ενεργών, φυσικών και έντονα χειρωνακτικών πειραματισμών.
Και όχι μόνο: αν αναλογιστούμε ότι η λέξη materia (ύλη) προέρχεται από το σανσκριτικό maât, που σημαίνει γεννώ, δημιουργώ, φτιάχνω με τα χέρια, παράγω ενέργεια, επιζητώ Maâtram, δύναμη, αυτή η παθιασμένη και βιωμένη βύθιση στην ύλη αιτιολογεί, τελικά, την ετυμολογία της και όχι αντιστρόφως. Η λέξη επιβεβαιώνει: τίποτα δεν θα βρεθεί εκτός της. Και ο Γιώτσας το μάθαινε, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, μέσω της δουλειάς που έκανε με τα ίδια του τα χέρια.
Ερχόμαστε στο σήμερα. Κατά βάθος τίποτα δεν έχει αλλάξει. Η λευκή τσιμεντόσκονη από την οποία είναι φτιαγμένα τα έργα στο Ύλη ή τίποτα, γίνεται, σχεδόν από φυσική εξέλιξη, η αναπληρώτρια, η αντικαταστάτρια και το alter ego της γης· γίνεται, σαν να λέμε, η τεχνητή της ψυχή.
Για τον Γιώτσα, ακόμα μια φορά, η ύπαρξη παραχωρεί την οντολογική πρωτιά στη σκέψη, στο λόγο, ακόμα και σε αυτό το «τίποτα» που ο Heidegger έθεσε ως όριο της αναγκαιότητάς τηςiv.
Μέσω αυτής της σκόνης που το νερό και η κόλλα μετατρέπουν σε στερεό, η δουλειά του Γιώτσα προχωρά με μια συνοχή που δεν φανερώνεται αμέσως, αλλά που στην πραγματικότητα γίνεται ολοένα και πιο επίμονη, ολοένα και πιο εκλεκτική.
Τώρα η ύλη απελευθερώνεται από τα όρια του κάδρου, μοιάζει κατασκισμένη, απορριμμένη, κράμα και απολιθωμένο κατάλοιπο αυτού που υπήρξε κάποτε, και γίνεται «μνήμη», για να θυμηθούμε τον Bergson. Μνήμη, γιατί είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε να επικαλείται τις ενδογενείς δυνάμεις που τη μεταμορφώνουν στο απομεινάρι που έχουμε μπροστά στα μάτια μας. Γιατί, εν κατακλείδι, η ύλη θέλει να μας αφηγηθεί την ιστορία της.
Είναι θραύσματα ορυκτού συνδετικού ιστού, με κοφτερό, στραπατσαρισμένο περίγραμμα, στην επιφάνεια των οποίων χάσκουν ρωγμές, οπές και κρατήρες που επιτρέπουν στον κενό χώρο, στην τρίτη διάσταση, σε εκείνο το επέκεινα που ήταν μέχρι τώρα ταμπού στην κοσμοθεώρηση του Γιώτσα, να εισβάλλουν στο εσωτερικό.
Ανάμεσα στη ζωγραφική, τη γλυπτική και την εγκατάσταση, αυτά τα γυμνά, διαβρωμένα τσιμέντα μοιάζουν να ενσωματώνονται στις μορφοποιητικές διεργασίες της φύσης. Κυρτώνουν, κοιλαίνουν, συρρικνώνονται, «ζουν» με μια λέξη, αν και σε ένα καταληκτικό στάδιο, αντιδρούν στο τραύμα που κατάφερε η φωτιά πάνω στη σημαδεμένη από γρατσουνιές, από χαρακιές, από βίαια και εγκαυματικά τατουάζ, επιδερμίδα τους.
Τόπους μαρτυρίου, τα ονομάζει ο Γιώτσας, αν και είναι φανερό πως εδώ το μαρτύριο δεν νοείται μεταφορικά ούτε αλληγορικά. Δεν πρόκειται για «δικό μας» μαρτύριο. Και έτσι, δεν απομένει παρά να αναρωτηθούμε: μπορεί η ύλη να υποφέρει;
Ο Γιώτσας δεν ξέρει ή δεν θέλει να μας απαντήσει. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι ποτέ όσο εδώ το πλησίασμά του στην ύλη δεν ήταν τόσο προωθημένο, ποτέ η ενσυναίσθησή του τόσο τολμηρή και ασυγκράτητη. Ο εννοιολογικός φραγμός που τον χωρίζει από την ύλη έχει γίνει τώρα ριψοκίνδυνα εύθραυστος, ο κίνδυνος να τον καταπιεί είναι μεγάλος, το έργο θα μπορούσε να εξουδετερωθεί και να αφανιστεί.
Ο Γιώτσας γνωρίζει ότι η μοίρα του ως καλλιτέχνη παίζεται στο πεδίο αυτής της υπαρξιακής ηδονής, αυτής της επίμονης ανάγκης του, εκεί ακριβώς όπου η διάκριση ανάμεσα στην τέχνη και στην ύλη αγγίζει τα όρια της αντίληψης. Αλλά μια μόλις στιγμή πριν τη σύγκρουση με το άμορφο, με το μηδέν, μία απότομη, αποφασιστική κίνηση τον επαναφέρει στην τάξη, σε μια άγνωστη και ανώτερη αναγκαιότητα.
Ό,τι απομένει είναι το έργο, οριστικό και αδιαφιλονίκητο. Που ανακτάται, ακριβώς, ανάμεσα στην ύλη και το τίποτα.