Τα αρχεία του μοντέρνου παρουσιάζουν από την Κυριακή 12 Οκτωβρίου έως την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014 την έκθεση ζωγραφικής «Υπαιθριστές ζωγράφοι της γενιάς του ’40».
Η υπαιθριστική γενιά του 40, δηλαδή οι καλλιτέχνες που γεννήθηκαν τη δεκαετία του είκοσι και αρχίζουν να παρουσιάζουν το έργο τους τις δεκαετίες του σαράντα-πενήντα βρέθηκε αντιμέτωπη με ιστορικά γεγονότα που έγιναν τροχοπέδη στη δημοσιοποίηση του έργου της. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η κατοχή και στη συνέχεια ο εμφύλιος υπήρξαν τέτοια γεγονότα ιστορικής φύσεως. Στη συνέχεια η έλευση του μοντερνισμού στη χώρα μας δεν δημιουργούσε τους όρους μιας ευρύτερης δημοσιοποίησης του έργου τους.
Το βάρος της παράδοσης φαινόταν αρκετά έντονο πάνω της. Σε τέτοιο βαθμό που η γενιά αυτή να φαίνεται σαν τον ασήμαντο επίγονο που έχει απλά αργοπορήσει. Μάλιστα πολλές φορές παρουσιάζεται σαν να μη θέλει να προβεί σε μια συνολική «υποκατάσταση» που θα δήλωνε το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών της με την παράδοση. Όλοι οι παραπάνω λόγοι μας οδηγούν να αναφερθούμε σε μια χαμένη γενιά που δειλά-δειλά παρουσιάζεται στις μέρες μας σε θεματικές παρουσιάσεις, κείμενα ή δημοπρασίες.
Συνήθως, λειτουργούσε σαν μια μεγάλη παρέα που ταξίδευαν και ζωγράφιζαν μαζί ή κατά ομάδες. Από αυτήν τη μεγάλη παρέα πέρασαν: ο Αρτίν Αρτινιάν (1917-1989) τα έργα του οποίου διακρίνονται για τις έντονες χρωματικές τους αντιθέσεις. Ο Δημήτρης Δαρζέντας (1915-1998) μαθητής του Παρθένη (1943-1947). Με τις ελαιογραφίες και τις gouache του συνεχίζει την περιορισμένη τοπιογραφία που έκανε ο δάσκαλος του Παρθένης στην πρώιμη φάση της δημιουργίας . Ο Δημήτρης Κόκκορης (1914) ο αγαπημένος μαθητής του Παρθένη αποτέλεσε το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος αυτής της παρέας. Κάνει μια υπαιθριστική τοπιογραφία με έναν διαφορετικό τρόπο. Οι συμβολικές συνθέσεις του δασκάλου του, με τη σχηματοποίηση των μορφών, τα κολπωτά περιγράμματα με τις λεπτές πινελιές χρώματος που μόλις σκεπάζουν το πανί γίνονται στον Κόκκορη λυρικά τοπία Ο συμβολισμός του δασκάλου εισέρχεται –στο έργο του- στον πραγματικό κόσμο. Ο Αρμένο Ματιόλι (1920) μαθητής του Φερούτσιο Ροντίνι, ο Κώστας Κουνάδης(1925) και ο Θεόδωρος Μάρκελλος(1925) μαθητές του Α. Γεωργιάδη δημιουργούν μια μετα-ιμπρεσιονιστική τοπιογραφία που παρατηρεί προσεκτικά το τοπίο. Παρατηρεί –όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κουνάδης– την Άνοιξη με τη διαφάνεια της ατμόσφαιρας, το καλοκαίρι με την αντηλιά να θολώνει τις μορφές και τον ήλιο να πυρπολεί τα πάντα, το φθινόπωρο με τις ομίχλες και τις συννεφιές κι ένα μελιχρό φως να διαχέεται και να ομογενοποιεί τις μορφές μέσα στο γκρίζο του. Οι ιμπρεσιονιστές αυτοί είναι διατεθειμένοι να πάνε και να ξαναπάνε στο τοπίο για να «πιάσουν» τα στοιχεία (χρώματα, φως, ακόμη και τα σύννεφα) που τους «ξέφυγαν» χτες. Οι περισσότεροι από αυτούς με νευρικές πινελιές προσπερνούν τις εξαντλητικές λεπτομέρειες για να αποδώσουν το ουσιαστικό. Πολλές φορές ο ίδιος ο χρόνος είναι αντίπαλος τους. Το καλοκαίρι ένα έργο πρέπει να τελειώσει ανάμεσα στις δέκα και στις δώδεκα γιατί μετά ο ήλιος τα καίει όλα. Το (λαμπρό) χρώμα γίνεται το βασικότερο εργαλείο και το ουσιαστικότερο εκφραστικό τους μέσο. Ο κόσμος τους είναι ενεργητικός, δυναμικός, αποτελεί ένα συνεχές γίγνεσθαι. Σ’ αυτούς, η εξπρεσιονιστική δυναμική του χρώματος διατηρείται χωρίς να διασπά τα όρια της αρμονικότητας. Πλατιές, παστώδεις πινελιές αποτελούν τον τρόπο τους. Οι σκιές αποκτούν μια αντανακλαστική χρωματικότητα μεγάλης έντασης. Παράλληλα εγκαταλείπεται η διακοσμητική χρήση του τοπίου. Όπως όλοι οι υπαιθριστές του 19ου αιώνα, η γενιά του σαράντα δεν ενδιαφέρεται για τη δομική απεικόνιση των μορφών αλλά για τη χρωματική τους αντανάκλαση. Η γενιά αυτή παίρνει τις υποσημειώσεις του πατρικού έργου είτε αυτό λέγεται Παρθένης είτε Μαλέας και τις αναπτύσσει. Σαν να απέτυχε ο πρόδρομος να προχωρήσει αρκετά. Πολλοί βέβαια τους κατηγόρησαν ότι αυτό δεν αρκεί. Πολλές φορές η διακριτική παρανάγνωση υποδηλώνει την αδυναμία της υπέρβασης και της συνολικής υποκατάστασης. Ίσως. Σε κάθε περίπτωση ήλθε η ώρα να τους διαβάσουμε ξανά.