Η έκθεση «Ζογγολόπουλος-Χουλιαράς: Μεσσάνα», σχεδιάστηκε με απόλυτο σεβασμό και σε οργανική συνομιλία με τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης, μετά από έναν περίπου χρόνο μελέτης αλλά και ενδελεχούς επιτόπιας έρευνας.

Δύο από τους πλέον εξέχοντες Έλληνες γλύπτες που διακρίνονται μεταξύ άλλων για τον οργανικό μεταξύ τους διάλογο αλλά και την εξαιρετική συνομιλία του έργου τους με τις ανάγκες, τις ιδιαιτερότητες και τις δυνατότητες του δημοσίου χώρου, «εγκαθίστανται» στον Δημόσιο Χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης ακολουθώντας νοερά τη διαδρομή του επισκέπτη και υπογραμμίζοντας τη δομή, τον ρόλο και τη σημασία κάθε επιμέρους μνημείου.

Στην υποδειγματικά αναστηλωμένη πόλη της αρχαίας Μεσσήνης (στη δωρική διάλεκτο Μεσσάνα), σε στενή συνεργασία με τον επί σειρά ανασκαφέα της και Πρόεδρο της Εταιρείας Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών, Καθηγητή Πέτρο Θέμελη και σε σχεδιασμό που ακολουθεί και ενδυναμώνει τη διαδρομή της επίσκεψης στον αρχαιολογικό χώρο και τα επιμέρους μνημεία του (Κρήνη Αρσινόης, αρχαία Αγορά, Ασκληπιείο, Στάδιο, Παλαίστρα κ.ά.) τοποθετήθηκαν και παρουσιάζονται 11 γλυπτά του Γιώργου Ζογγολόπουλου και 11 γλυπτά του Γιώργου Χουλιαρά.

Τα έργα, μεγάλης κλίμακας στο σύνολό τους και κατασκευασμένα για εξωτερικό χώρο, ανθεκτικά ως προς το υλικό τους (μέταλλο) και «δωρικά» ως προς τη σύλληψη και την εκτέλεσή τους, με αναφορές μυθολογικές και ιστορικές συμβατές με τον χώρο αλλά και συμβολισμό διαχρονικό ως προς τις παναθρώπινες αναζητήσεις, επελέγησαν από τον Άγγελο Μωρέτη, αρχιτέκτονα και Διευθυντή του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου, τον Ομ. Καθηγητή της ΑΣΚΤ Γιώργο Χουλιαρά και την επιμελήτρια της έκθεσης Ίριδα Κρητικού.

Τα έργα επιλέχθηκαν προκειμένου να τοποθετηθούν στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης, να τον αφουγκραστούν ιστορικά και αισθητικά και να συνομιλήσουν μαζί του, επαναπροσδιορίζοντας το τοπίο, τη δομή και τους άξονες των αρχαίων κτισμάτων αλλά και την ίδια την ιδέα, τον συμβολισμό και τη σημασία του Δημοσίου Χώρου έτσι όπως εκείνος γινόταν αντιληπτός και είχε αποδοθεί πολλούς αιώνες νωρίτερα στους πολίτες και τους επισκέπτες της Αρχαίας Μεσσήνης, τους δημόσιους χώρους της οποίας λάμπρυναν ιστορικά με την παρουσία τους σημαντικά και πολυπληθή αρχαία γλυπτά; «το ιερό του Ασκληπιού με τις μεγαλειώδεις συνθέσεις του φημισμένου Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντα, λειτουργούσε ως ένα ανοιχτό μουσείο, αλλά και όλα τα δημόσια οικοδομήματα, οι στοές, το θέατρα, το στάδια, η αγορά, ακόμη και τα λουτρά στέγαζαν πίνακες ζωγραφικής και εκατοντάδες αγάλματα, μαρμάρινα και ορειχάλκινα».

Πρόθεση της ομάδας εργασίας είναι η συνομιλία των εμβληματικών κτηρίων της αρχαίας Μεσσήνης με εμβληματικά γλυπτά του Γιώργου Ζογγολόπουλου και του Γιώργου Χουλιαρά που έχουν επίσης σχεδιαστεί και φιλοτεχνηθεί ως θεματική και ως κλίμακα προκειμένου να παρουσιαστούν σε δημόσιο χώρο.

Όπως εξάλλου σημειώνει ο Πέτρος Θέμελης «η αρχαία Μεσσήνη, πέρα από τις ποικίλες μορφές, υποστάσεις και λειτουργίες της, αποτελεί μια τρισδιάστατη δημιουργία που συνομιλεί με το φυσικό περιβάλλον και το παγκόσμιο κοινό που την επισκέπτεται, συγκροτείται σταδιακά από τα διάσπαρτα μέλη της, ζει μια δεύτερη ζωή στο παρόν που προοιωνίζεται αιώνια…Τα μνημεία της Αρχαίας Μεσσήνης εμφανίζονται με νέα, εξελισσόμενη διαρκώς μορφή, στεγάζουν και πλαισιώνονται από δημιουργίες, δρώμενα και τέχνεργα υψηλής αισθητικής, αναλαμβάνοντας σημαντικό παιδευτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο και αντιστοιχίζοντας νοητά τη δουλειά του εικαστικού καλλιτέχνη με τη δουλειά του αρχαιολόγου, που είναι η μελέτη της διαδικασίας με την οποία οι κοινωνίες των ανθρώπων, δια μέσου των αιώνων, συνέλαβαν τον υλικό κόσμο και βίωσαν μεταμορφώσεις στην εξέλιξή τους ως σήμερα, προτείνουν ένα αισιόδοξο νέο βήμα στην υπόσταση, την περιήγηση και την οργανική κατανόηση του αρχαιολογικού χώρου».

«Ακολουθώντας τη νοητή διαδρομή αλλά και τη δομή του χώρου, τοποθετούμενα με προϋπόθεση και ζητούμενο την απρόσκοπτη θέαση και στόχο την οργανική σήμανση και την ενίσχυση της δυναμικής κάθε αρχιτεκτονικής μονάδας, τα σύγχρονα γλυπτά των δύο εμβληματικών δημιουργών, συμβάλλοντας με τη λιτή αλλά καθηλωτική παρουσία τους σε έναν νέο συλλαβισμό της γεωγραφίας του χώρου, στην επαναψηλάφηση και τον αναστοχασμό των μνημείων του και της σημασίας τους, αρθρώνουν έναν πολυσχιδή διάλογο σχετικό με την ενεργοποιημένη περιήγηση, την ενδότερη υπόσταση και την υποδόρια κατανόηση του έμβιου και αεί μεταλλασσόμενου αρχαιολογικού χώρου», σημειώνει με τη σειρά της η Ίρις Κρητικού στον κατάλογο της έκθεσης.

Την τελετή των εγκαινίων το Σάββατο 14 Ιουλίου 2018, θα πλαισιώσει αφιλοκερδώς η Χριστίνα Γιαννακοπούλου, σοπράνο, συνοδευόμενη από τον κιθαρίστα Αντώνης Κουφουδάκης, ερμηνεύοντας έργα των Στάθη Γυφτάκη «τα ρω του έρωτα» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και Manuel de Falla «Siete canciones populares».

Με αφορμή την έκθεση κυκλοφορεί δίγλωσσο λεύκωμα σχεδιασμένο από τον Ανδρέα Γεωργιάδη.

Επιμέλεια έκθεσης: Ίρις Κρητικού


Κεντρική φωτογραφία άρθρου: Δέντρο: Γιώργος Χουλιαράς. Κυκλαδικό: Γιώργος Ζογγολόπουλος