Η σύνδεσή μου με τον κόσμο του έργου προέκυψε από την πρώτη κιόλας ανάγνωσή του. Θυμάμαι πως από τότε δε θεώρησα κεντρικό πρόσωπο την Έντα αλλά τον κόσμο στον οποίο ανήκει και δεν ανήκει, το σύστημα που την περιβάλλει. Είναι κομμάτι του και δεν είναι. Αυτή η αντίφαση, αυτό το παράδοξο νομίζω ήταν αυτό που με ενδιέφερε από την αρχή. Ακόμα κι όταν δεν είχα πρόθεση να το σκηνοθετήσω επανερχόμουν σταθερά σε αυτό. Άλλωστε ο Ίψεν, και ειδικά η Έντα Γκάμπλερ, έχει απασχολήσει έντονα τους φιλοσόφους του 20αι. Είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα έργο κυρίως ποιητικό και φιλοσοφικό και έπειτα δραματικό. Και μιλάμε για ένα από τα αρτιότερα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας. Στο επίκεντρο είναι ο άνθρωπος, η ζωή και ο θάνατος.
Δεν φτάνεις ποτέ στον πυρήνα, στο βάθος. Όσο σκάβεις έχει κι άλλο. Οπότε, αν είχα την πολυτέλεια θα μπορούσα να ασχοληθώ για πολλά χρόνια με αυτό. Με το που πήρε μια φόρμα η παράσταση άρχισα να δυσανασχετώ, γιατί οποιαδήποτε φόρμα- ηχητική, κινητική, αισθητική – περιορίζει, δυστυχώς, το πολυπρισματικό υλικό που έχεις στα χέρια σου, όταν καταπιάνεσαι με τέτοια έργα. Γοητεύτηκα τόσο από τον κόσμο του Ίψεν, μέχρι που μου πέρασε από το μυαλό μου να οργανώσω την επόμενη διετία της ζωής μου ένα μεταπτυχιακό πάνω στον Ίψεν στη Νορβηγία.
Τώρα, σε αυτήν την εκδοχή, με απασχόλησαν δύο στιγμές προς το τέλος του έργου: όταν η Έντα μιλάει μιμούμενη τη φωνή του Τέσμαν, του συζύγου της – και όταν, λίγο πριν την εξαίρεσή της από το “παιχνίδι της ζωής”, βγάζει μόνο το κεφάλι της να μιλήσει έξω από μια κλειστή κουρτίνα. Στο τέλος, η Έντα είναι ένα κεφάλι αποκομμένο που μιλάει μιμούμενο μια φωνή που δεν είναι δική του και υπόσχεται απόλυτη ησυχία. Το σώμα είναι ήδη αλλού, Αυτές τις στιγμές ανέπτυξα: στην παράσταση η Έντα από την αρχή είναι και δεν είναι σιωπηλή, είναι και δεν είναι ένα κεφάλι που ορίζει ένα σώμα, μιλάει με μια φωνή που είναι και δεν είναι δική της. Αυτήν την αντίφαση σε αυτήν ακριβώς την δυναμική, της μίας και της άλλης κατάστασης ταυτόχρονα, αναπτύξαμε σκηνικά με τους επτά ηθοποιούς. Η Έντα λειτουργεί μέσα σε αυτό το παράδοξο διαρκώς. Ζει και δεν ζει. Ή μάλλον “ζει διαρκώς το θνήσκειν”.
Ο Κίρκεγκωρ λέει πως στην ύψιστη μορφή απελπισίας ο εαυτός διασπάται, ένα μέρος κλείνεται σε ένα κλειστό δωμάτιο κι από εκεί περίκλειστος οδηγεί την φαινομενική παρουσία του ανθρώπου που ζει και δεν ζει. Όλα φαίνονται να είναι κανονικά και δεν είναι. Έτσι ήρθε και επαλήθευσε ο Κίρκεγκωρ πράγματα που είχα διαισθανθεί στο κείμενο του Ίψεν. Ο ίδιος ο Ίψεν αναφέρει σε σημειώσεις του, ότι το σημαντικό στον σκηνικό χώρο που προτείνει είναι το πίσω δωμάτιο, η μικρογραφία του έξω δωματίου στο βάθος. Αυτός είναι ο μόνος χώρος που της αντιστοιχεί, εκεί κλείνεται στο τέλος, αλλά ακόμα κι αυτόν της τον καταπατούν. Στο τέλος η Έντα δεν έχει τίποτα, τίποτα. Τα δίνει όλα και της τα παίρνουν όλα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Προσπαθήσαμε να προβάλουμε, να φωτίσουμε το σύστημα, τον κόσμο που την περιβάλλει. Για μένα η Έντα λειτουργεί ως αντιδραστήρας, δεν προκαλεί, προκαλείται και εν συνεχεία προκαλεί. Μόνο που στο σύστημα ανήκει και η ίδια, Η ίδια την πολεμά, την αδειάζει και την συστηματοποιεί. Χρησιμοποιώ τον όρο Τεσμανοποίηση – όπου Τεσμαν είναι ένας κόσμος που της επιβάλλεται, θέλει να την αφομοιώσει, να την κάνει ίδια με αυτόν. Αυτό προσπαθεί κι η ίδια να «τεσμανοποιηθεί», αλλά αποτυγχάνει. Η τάση, η φύση της, την πάει αλλού. Τα κεντρικά μοτίβα του έργου η ομορφιά και η ελευθερία, η λύτρωση, για μένα, είναι κι αυτά μια επίφαση. Η Έντα, και όποιος είναι σαν κι αυτήν, δε μπορεί, δε δύναται. Άλλα φαντάζεται ότι είναι και άλλα είναι. Άλλα θέλει να μπορεί και άλλα μπορεί πραγματικά. Και σε αυτό το αδιέξοδο της απροσμέτρητης αλλά μη δημιουργικής φαντασίας εγκλωβίζεται.
Οι άνθρωποι δεν αντέχουν πολλή πραγματικότητα, λέει ο Έλιοτ. Στο έργο όλοι φαντάζονται, δημιουργούν εκδοχές της πραγματικότητας, φτιάχνουν το παρελθόν και το μέλλον όπως το φαντάζονται. Όλα ισχύουν και δεν ισχύουν. Επαναλαμβάνουν διαρκώς τις λέξεις “αλήθεια”, “πραγματικά”, “φαντάσου”, “φανταστείτε”, “ζωή”! Οι άλλοι τα καταφέρνουν μέσα σε αυτόν τον δαιδαλώδη λαβύρινθο πραγματικότητας και φαντασίας, η Έντα όχι. Προδίδεται ακόμα κι από τον εαυτό της. Στο τέλος δεν αντέχει.
Διαβάστε επίσης:
Έντα Γκάμπλερ, του Ερρίκου Ίψεν στο Bios