Στο Πλατό της Νοσταλγίας: Αναζητώντας ωδές στα ερείπια

 

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, στην πλατεία Κολωνακίου, μια έκπληξη περιμένει, τόσο τον προετοιμασμένο, όσο και τον ανυποψίαστο επισκέπτη. Μια φιλόδοξη εγκατάσταση του Χάρη Κοντοσφύρη, και των συνεργατών του, ένα αλληγορικό συνονθύλευμα από τσιμεντένια γλυπτά, που αναζητούν εναγωνίως τη συμβολική τους υπόσταση, την εννοιολογική τους ταυτότητα.

Από πού ξεκινάει όμως και πως ολοκληρώνεται το μεταφορικό νόημα αυτής της ιδιόμορφης εγκατάστασης; Στην αρχή, αν σταθεί κανείς, στα δυο τελευταία μαρμάρινα σκαλιά, στην αίθουσα υποδοχής, και παρατηρήσει προσεκτικά, έχει μια κάπως συνολική και αποστασιοποιημένη άποψη του χώρου, σάμπως να βλέπει το θέαμα από ψηλά, από εκείνο το σημείο θέασης όπου ο κόσμος μετατρέπεται σε μινιατούρα, σε πρόπλασμα, σε μακέτα του ίδιου του εαυτού του. Ένας γλυκός ήχος από μελωδίες πουλιών συνοδεύει την ενατένιση. «Bird’s- eye view», θα λέγαμε, η προοπτική ματιά δηλαδή που αποκτά ο παρατηρητής από ψηλά, εκεί όπου πετούν τα πουλιά. Στιγμιαία τουλάχιστον, μέχρι η περιέργεια να μας ωθήσει να περιηγηθούμε στο χώρο, σαν δίποδα πλέον, χωρίς φτερά, στην πλατφόρμα όπου ξεδιπλώνεται πληθωρικά και μεγαλόπρεπα το συλλογικό έργο.

Ένα ψηλό συρματόπλεγμα δυσκολεύει την πρόσβαση, λες και όλα είναι περιχαρακωμένα, οριοθετημένα, απομονωμένα. Η γνώριμη πινακίδα μονάχα λείπει, «Απαγορεύεται η διέλευση, Ιδιόκτητος Χώρος». Στο συρματόπλεγμα ισορροπεί μια βαριά, τσιμεντένια φιγούρα, φυσικό μέγεθος, ένας μεσήλικας με κουστούμι, που παραπατά και στηρίζεται ξαφνιασμένος, σάμπως να έχει μόλις δεχτεί επίθεση και στριμώχνεται στα σχοινιά μιας φανταστικής παλαίστρας. Ένας σκύλος φύλακας, από τσιμέντο κι αυτός, τον φερμάρει, σα να του απαγορεύει τη διέλευση. Παρατηρώντας τα έκπληκτα χαρακτηριστικά του μεσήλικα διαπιστώνει κανείς, με δυσκολία, τη γνώριμη όψη του ποιητή Νίκου Καρούζου, αποσβολωμένου να κοιτά το τετράποδο, που καθώς φαίνεται δεν τον απειλεί, αλλά του γνέφει συνωμοτικά, προτείνοντας με το στόμα του ένα λερωμένο τούβλο. Τι κάνει άραγε ο αποθανών ποιητής στα ερείπια; Και γιατί ο σκύλος του προσφέρει ένα δαγκωμένο τούβλο; Είναι περισσότερο απαραίτητος άραγε ο ποιητής από το μηχανικό σε ένα υποτιθέμενο σχέδιο ανοικοδόμησης;

Στο συρματόπλεγμα κουρνιάζουν μικρά πουλιά. Στους τοίχους της γκαλερί εξέχουν ενσωματωμένα κλαδιά, ολόκληρο δάσος θαρρείς, όλα γκρι, στο χρώμα του τσιμέντου, και πάνω τους ισορροπούν εκατοντάδες μικρά πουλιά, όλα από τσιμέντο, παγωμένη αναπαράσταση μιας φύσης παραμελημένης, το καλούπι του αέναου μηχανισμού της πεισματάρας φύσης να διατηρηθεί, να επικρατήσει εκεί όπου το ανθρώπινο πέρασμα άφησε μονάχα συντρίμμια, χαλάσματα, ερείπια.

Διαγώνια στο πάτωμα, στο κέντρο της εγκατάστασης, μια άγονη νησίδα, μια «νέα Μακρόνησος», σκεπασμένη από γκρι, ξερά κλαδιά, κι ανάμεσα να ξεμυτούν υπόνοιες αρχαιολογικών ευρημάτων, γνώριμες εικόνες κούρων, αλλά και άγνωστα κτερίσματα, με αρχετυπικά γνωρίσματα. Στις δυο άκρες του μακρόστενου νησιού, διαμετρικά τοποθετημένες, δεσπόζουν αναπαραστάσεις από εμβληματικές μακέτες του Δημήτρη Πικιώνη και του Άρη Κωνσταντινίδη, σαν σε αντιπαράθεση, υπονοώντας και τη γνώριμη αντιπαλότητα των δύο κορυφαίων αρχιτεκτόνων, διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος, υπενθυμίζοντας συνάμα τους μορφολογικά αντίθετους αρχιτεκτονικούς τρόπους που ο καθένας τους υπηρέτησε, προκειμένου να προσεγγίσει το μοντερνισμό της «νέας αρχιτεκτονικής», σε συνδυασμό με το αίτημα της ελληνικότητας.

Στους λιγοστούς ελεύθερους χώρους του νησιού περιφέρονται λιλιπούτειες φιγούρες από τερακότα, οικογένειες μεταναστών, με βαλίτσες στο χέρι, ένας άντρας φυλακισμένος σ’ ένα κλουβί, με τα χέρια ψηλά, απεγνωσμένος, σε στάση ικεσίας, σα να εκλιπαρεί το μεγαλόσωμο πουλί, που τον κοιτά ανήμπορο έξω από το κλουβί, να τον ελευθερώσει. Μια άλλη αντρική φιγούρα έχει κουρνιάσει σ’ ένα παγκάκι, σε εμβρυακή στάση, ενώ δίπλα του χάσκει ανοιχτή μια βαλίτσα, απ’ όπου λάμπει μια γυάλινη σφαίρα, στο χρώμα του ωκεανού. Μια γυμνή πήλινη φιγούρα καθισμένη στην κορφή ενός κλαδιού, σκεφτική, με το κεφάλι γερμένο, απογοητευμένη θαρρείς, με τα λευκά φτερά του αγγέλου ανοιχτά αλλά ακίνητα, κολλημένα δίχως σκοπό στην πλάτη.

Πιο πέρα, στο πάτωμα, μια επιγραφή φτιαγμένη από τούβλα. «Trümmerfraüen”, ή αλλιώς «οι γυναίκες των ερειπίων», και εννιά μικρές πήλινες φιγούρες κρυμμένες ανάμεσα στα γράμματα, συμβολική αναπαράσταση των νέων κοριτσιών που στη μεταπολεμική περίοδο περιφέρονταν στα ερείπια, συνέλεγαν τα εναπομείναντα τούβλα, τα καθάριζαν και τα επαναχρησιμοποιούσαν για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων πόλεων στη Γερμανία και την Αυστρία. Ένα γλυπτό από τούβλα και τσιμέντο στην κορυφή της επιγραφής, αναπαράσταση ενός μικρού παιδιού, γονατισμένο, θαρρείς σε πόζα αιγύπτιας θεότητας ή γραφιά, σαν μικρογραφία αναθηματικής στήλης, που προσεύχεται στο θεό ήλιο ή άλλη άγνωστη θεότητα, και συμπαραστέκεται στην επίπονη, εξοντωτική εργασία των γυναικών, κατασκευάζοντας με τούβλα το ακριβές ομοίωμά του, τον απαράλλαχτο κλώνο του.

Στη γωνία της γκαλερί παρελαύνει ένας αριθμός από μικρά αναθηματικά γλυπτά, η μορφή του αρχαϊκού κούρου, ένας άντρας μόνο με παντελόνι, που φορά πότε τη μάσκα της τραγωδίας και πότε της κωμωδίας, ένας μετανάστης με κουστούμι και βαλίτσα στο χέρι, φορώντας το γνώριμο bowler καπέλο, ένας επαίτης βιολιστής με μαύρα γυαλιά. Το χορό των φαντασμάτων, παραδόξως, σέρνει μια χήρα, με το πρόσωπο καλυμμένο με ένα μακρύ, μαύρο πέπλο, με φόρεμα που αποκαλύπτει τα τροφαντά της στήθια, μια άλλη «θεά της γονιμότητας», που αντί για φίδια, κρατά στο ένα χέρι δυο μαραμένους κλώνους τουλίπας, ενώ τα ξεραμένα άνθη κείτονται νεκρά στα πόδια της.

Και μέσα σε αυτό το άγονο, ερειπωμένο τοπίο, το ζοφερό σκηνικό μιας κατεστραμμένης ουτοπίας, χαρούμενα κουτάβια παιχνιδίζουν ανέμελα, με τη ζωτική τους ενέργεια να διαχέεται ξέγνοιαστα πάνω στην τέφρα ενός αφανισμένου πολιτισμού.

Το συλλογικό αυτό έργο, τόσο στο σύνολο, όσο και στις λεπτομέρειες των μερών του, σχοινοβατεί σε αντιτιθέμενα εννοιολογικά σύμπαντα, ξυπνώντας εικόνες ζόφου και αποκάλυψης από τη μια, και αναιρώντας αυτόν καθαυτόν το βαθύ πεσιμισμό που ιδιοποιείται από την άλλη. Με τη μελωδική υπόσταση των ωδικών πτηνών στολίζεται χαρμόσυνα κι επιβεβαιώνεται, ως ένα βαθμό, η επαληθευμένη υπόνοια πως με σωματικό και πνευματικό μόχθο, με απαντοχή και κουράγιο, ο γνώριμος, φυσικός κύκλος των πραγμάτων θα ολοκληρωθεί, κι εντέλει μια νέα-αναστύλωση θα διαδεχθεί την αποκρουστική τέφρα των ερειπίων.

Υπογράφοντας την εγκατάσταση αυτή, μαζί με τους συνεργάτες του, ο Χάρης Κοντοσφύρης αμφισβητεί το μύθο της αυθεντίας του μοντέρνου καλλιτέχνη, και συνακόλουθα την έννοια της αυθεντικότητας του έργου, επιχειρώντας μορφολογικά ένα παράτολμο εγχείρημα: να στηριχτεί στην ανθεκτική, διαχρονική, μονότονη αισθητική της θλιμμένης μονοχρωμίας του τσιμέντου, με απώτερο στόχο να συμπιέσει, συμβολικά, την ενότητα της δράσης και της αφήγησης του προσωπικού και ιστορικού χρόνου μέσα στην ενότητα ενός χώρου ενιαίου, ενός φιλόδοξου κινηματογραφικού πλατό. Για να το πετύχει αυτό, σκηνοθετεί τη δραματική ένταση που γεννιέται στις αντιπαραθέσεις των μεγεθών και των διαφορετικών υφολογικών χαρακτηριστικών, σμιλεύοντας μεθοδικά την αύρα του χαμένου χρόνου και τις μεταφυσικές ροπές της ύλης, αφήνοντας άπλετο χώρο στη μελαγχολία να μεταμφιεσθεί σε ποίηση και νοσταλγία, σε προσμονή κι ελπίδα, διακηρύσσοντας υπαινικτικά πως και η τέφρα του ερειπίου μπορεί να κυοφορεί μια νέα αφήγηση, μιαν αναγέννηση, ίσως ακόμη και την προοπτική μιας δεύτερης ευκαιρίας, τη δυνατότητα ενός δεύτερου θανάτου.

«Δὲ σοῦ ῾φτανε τὸ ἀηδόνι νὰ ἐκκλησιάζεται
στοὺς ἀφροδίσιους κλάδους τῶν δέντρων;
Τί διάολο τὴν ἤθελες τὴν ἔκλυτη ᾨδὴ τοῦ ποιητῆ
στὰ σωθικά του τὰ πικρὰ τὰ αἱματοτσακισμένα;
Τώρα τὴ χάνεις δυὸ φορὲς τὴν ὀμορφιὰ
σ᾿ ἕνα φριχτὸ ξερίζωμα οὐρλιάζοντας ζωὴ καὶ τέχνη
Ἂχ μάνα μου τί κατρακύλισμα στὸ μεγαλεῖο…»*

(*Νίκος Καρούζος, απόσπασμα από το ποίημα, Ο Δεύτερος Θάνατος)

 

Η Γκαλερί Ζουμπουλάκη παρουσιάζει από 20 Φεβρουαρίου έως 15 Μαρτίου 2014 την εικαστική εγκατάσταση του Χάρη Κοντοσφύρη, Νέο Ερείπιο – Δρώντας στον Χαμένο Χώρο.