Από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορεί το βιβλίο Μονταίνιος του Στέφαν Τσβάιχ  σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.
 
 
ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ μια κατάσταση και μια ιστο­ρική συγκυρία παρόμοια με τη δική του, για να καταλάβουμε τη φιλοσοφία της ζωής του Μονταίνιου και την αναγκαιότητα του αγώνα του για το «soi-même», για το Εγώ το ίδιο· αγώνα που αποδείχθηκε τελικά ο πιο απαραίτητος αγώνας του πνευματικού μας κόσμου. Αναγκαστήκα­με να βιώσουμε πρώτα ένα από κείνα τα φριχτά πισωγυρίσματα του κόσμου – τη στιγμή μάλιστα που ήμασταν σίγουροι για τις κατακτήσεις της προόδου και του πολιτισμού· είδαμε τις ελπίδες μας, τις εμπειρίες, τις προσδοκίες και τους ενθουσιασμούς μας να γίνονται κουρέλια· και βρε­θήκαμε υποχρεωμένοι να υπερασπιστούμε τελικά αυτό ακριβώς το γυμνό Εγώ μας, τη μοναδική και οριστικά χαμένη μας ταυτότητα. Σ’ αυτή τη φάση, λοιπόν, της αδελφοσύνης στον κατατρεγμό και στην απόγνωση, έγινε για μένα ο Μονταίνιος σύντροφος, βοηθός, παρηγορητής και φίλος. Διότι ήταν απελπιστικά όμοια η μοίρα του με τη δική μας. Στο ξεκίνημα της ζωής του μια μεγάλη ελπίδα σβήνει, μια ελπίδα σαν αυτήν που ζήσα­με κι εμείς στις αρχές του αιώνα: η ελπίδα ενός κόσμου ανθρώπινου. […] Είναι παιδί ακόμα, δεκαπέντε χρονών, όταν στο Μπορντώ, μπρο­στά στα μάτια του, συντρίβεται η λαϊκή εξέγερση ενάντια στη gabelle, το φόρο του αλατιού, με απανθρωπιά που θα τον μεταμορφώσει διά βίου σε ορκισμένο εχθρό κάθε βαναυσότητας. O έφηβος Μονταίνιος γίνεται μάρτυρας φρικαλεοτήτων που μόνο τα πιο ζωώδη ένστικτα μπορούν να επινοήσουν.  – S. Z.
 
Με τον Μονταίνιο ο Στέφαν Τσβάιχ έκλεισε το 1942 το δοκιμιακό βιο­γραφικό του έργο, που έγραψε παράλληλα με τηΣκακιστική νουβέλα, λίγο πριν την αυτοκτονία του. Αισθάνθηκε δικαιωμένος από τη στάση και τη σκέψη του Μονταίνιου. Η πρώτη γραφή του δοκιμίου έχει τίτλο Ευχαριστία στον Μονταίνιο.
 
Ο Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1881 και αυτοκτόνησε στη Βραζιλία στις 23 Φεβρουαρίου 1942. Στη ζωή του ασχολήθηκε με πολύ διαφορετικά λογοτεχνικά είδη: ποίηση, θέατρο, μεταφράσεις, λογοτεχνικές βιογραφίες, κριτικές λογοτεχνίας. Οι νουβέλες του τον κατέστησαν παγκοσμίως γνωστό: Η σύγχυση των συναισθημάτων, Αμόκ,Εικοσιτέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας, Η σκακιστική νουβέλα, Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ, Η αόρατη συλλογή κ.ά. Οι νουβέλες του Τσβάιχ είναι σαν μια σειρά από πίνακες που αναπαριστούν την εκλέπτυνση και την ευαισθησία της βιεννέζικης κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα. Οι περισσότερες νουβέλες του, που γράφτηκαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, τη δεκαετία του ’20, σημαδεύουν το δέσιμο του συγγραφέα με έναν κόσμο που άρχισε να μεταβάλλεται, ένα αισθητικό κλίμα βιεννέζικου ιμπρεσιονισμού, και δείχνουν το ενδιαφέρον του για μια ψυχολογία του βάθους. Εκτός από την κοινωνιολογική τους μαρτυρία, γοητεύουν με την ένταση που περιέχουν και που υποφώσκει μέσα από τη φαινομενικά επίπεδη αφήγηση συνδυάζοντας το μοντερνισμό των ψυχολογικών ανακαλύψεων του Φρόυντ με τη ζωντάνια του μυθιστορήματος δράσης.
 
Ο Γιάννης Αντωνιάδης γράφει κριτική για το βιβλίο.