«Πως μπορώ να μείνω ελεύθερος, πως μπορώ να διαφυλάξω τη διαύγεια της σκέψης μου σε μια εποχή ανηλεή και φανατική» αναρωτιέται ο Zweig αναλογιζόμενος την μελαγχολία που του προκαλεί η δραματική κατάσταση της ψυχοσύνθεσής του λόγω της ναζιστικής λαίλαπας που «κατακαίει» τα πάντα στο πέρασμά της και τον βρίσκει θύμα της. Βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και όπως επισημαίνει πολύ εύστοχα στο επίμετρο ο Παναγιώτης Τσούκας, «στη μελέτη της ζωής και του έργου του Montaigne, ο Τσβάιχ αναζήτησε στήριγμα για την παραπαίουσα ύπαρξή του και διαφυγή από την απόγνωση που τον κατέπνιγε, αναζήτησε  το φως που λιγόστευε από τη ζωή του». Ταλαιπωρημένος από την αυτοεξορία του, βασανισμένος από τις θαλασσοταραχές της πληγωμένης του ψυχής αναζητά διέξοδο σε ανθρώπους άλλων χρόνων και τον βίο τους, στα πρόσωπα των οποίων θα βρει λίγο νερό δροσιάς που θα τον ξεδιψάσει από την ξηρασία των ηθών της δικής του εποχής. Μίας εποχής που είναι ποτισμένη από την κόλαση του πολέμου και της κοινωνικής παρακμής, της απαξίωσης των κανόνων και των ηθικών νόμων και από έναν ολοκληρωτισμό που τείνει να καταπλακώσει όλα τα υγιή στρώματα και τις παραγωγικές τάξεις σπέρνοντας τρόμο και πανικό σε όλη την γηραιά ήπειρο. Ο Τσβάιχ μέσα σε αυτές τις πρωτοφανείς συνθήκες συνθλίβεται και καταρρακώνεται ψυχολογικά αδυνατώντας να ανακτήσει τις χαμένες δυνάμεις που τον κρατούν στη ζωή, αποτέλεσμα είναι με μία δήλωση βαθιά συγκλονιστική να οδηγηθεί στον λυτρωτικό θάνατο που μοιάζει για εκείνον με γη της Επαγγελίας.

Ο Τσβάιχ είχε επικεντρωθεί σε όλα τα χρόνια της ζωής του στην μελέτη επιφανών προσωπικοτήτων όπως ο Μπαλζάκ, ο Νίτσε, ο Έρασμος και η περισυλλογή γύρω από το πρόσωπο του Μονταίνιου εντάσσεται σε αυτή την φιλοσοφία του να αναδείξει το έργο στοχαστών της ζωής, της νόησης και της επιστήμης του λόγου που άφησαν ανεξίτηλα το σημάδι τους στον κόσμο μέσα από τα γραπτά τους. Εξάλλου όπως είχε πει και ο Καρτέσιος: «διαβάζοντας τους άριστους κάθε εποχής είναι σαν να συνομιλείς μαζί τους». Σε αυτό το πλαίσιο απομονώνεται από τον γύρω κόσμο που τον απογοητεύει και συγκεντρώνει την σκέψη του στην έκδοση βιογραφιών για να τιθασεύσει τις φλόγες μέσα του λειτουργώντας πυροσβεστικά. Είναι μέσα του ριζωμένες οι απόψεις του Μονταίνιου για την ελευθερία της σκέψης, της ανεξάρτητης βούλησης μακριά από πιέσεις και περιορισμούς, αυτή η αέναη αναζήτηση του ανθρώπινου που δεν θέλει τείχη και φράχτες. Ο ίδιος ο Τσβάιχ γράφει για τον αναγεννησιακό του δάσκαλο με έναν λόγο συγκίνησης αφού θα βρει σε εκείνον όλα αυτά που τον απασχολούσαν, ένας παράλληλος διάλογος ανοίγει χωρίς ποτέ να κλείσει: «Αυτό που ψάχνει ο Μονταίνιος είναι ο εσωτερικός εαυτός του, το δικό του Εγώ,, αυτό που δεν ανήκει ούτε στο κράτος, ούτε στην οικογένεια, ούτε στην εποχή, ούτε στις περιστάσεις. Ούτε βέβαια στο χρήμα ή στην ιδιοκτησία. Το εσώτερο εκείνο Εγώ το οποίο ο Γκαίτε ονόμαζε «φρούριο» και το κρατούσε κλειστό και απρόσιτο για όλους». Ο Τσβάιχ, αφού πρώτα καταθέτει τις ενδόμυχες ανησυχίες για την περίοδο που ο ίδιος βιώνει και με έκδηλη την στενοχώρια για τα κρίσιμα χρόνια που έρχονται, επιδεικνύει την αγωνία του για το μέλλον τόσο το δικό του όσο και το γενικότερο. Εκφράζει αγωνία, άγχος, φόβο και τρόμο που αγγίζει τα όρια της απόγνωσης αφού τα τύμπανα και τα σύννεφα της κυριαρχίας του απολυταρχικού καθεστώτος καλύπτουν όλους τους χώρους και πλήττουν σοβαρά ό,τι πολυτιμότερο, την ίδια τη ζωή και τις δραστηριότητές της.

Σε όλη την διάρκεια της αφήγησής του κανείς διαβλέπει τον σεβασμό και το πάθος το οποίο αφιερώνει στην ανάλυση ενός «ιερωμένου» και προσηλωμένου στα ιδανικά του στοχαστή που αψήφησε την ευκολία της αριστοκρατικής του καταγωγής και προτίμησε να ανέβει το δύσκολο μονοπάτι της γνώσης αφήνοντας πίσω την ματαιοδοξία ενός κόσμου που έπλεε στην υποκρισία και τον σκοταδισμό. Μοναδική του επιθυμία να αμφισβητεί τα πάντα και να τα υποβάλει σε κριτική σκέψη γιατί «ο άνθρωπος που ψάχνει πληροφορίες, πρέπει να ψαρεύει στα νερά όπου οι πληροφορίες κολυμπούν» αλλά «τίποτα μην υποστηρίζεις αδίστακτα, τίποτα μην απορρίπτεις επιπόλαια». Εκούσια αποξενώθηκε από τα εγκόσμια και για δέκα συναπτά έτη ως μοναχός του λόγου, μελέτησε, συνομίλησε με τον άλλο του εαυτό και αρνήθηκε να υποβληθεί στις δοκιμασίες του σύγχρονου κόσμου αλλά και στους πειρασμούς της εξουσίας και να μείνει αγνός, όσο αυτό ήταν δυνατό. Υπερασπίστηκε τις ιδέες του, τις οποίες και θέλησε να μεταλαμπαδεύσει στον περίγυρό του χωρίς όμως να καταφέρει να μεταδώσει την προχωρημένη του σκέψη. «Ο άνθρωπος αποκαλύπτεται με τις πράξεις του» κήρυττε. Τα λόγια του Μονταίνιου φορτισμένα αποκαλύπτουν τον εσωτερικό «πυρετό» και την ήπια μορφή του που δεν αιωρείται και δεν αιθεροβατεί αλλά με προσγειωμένη συνείδηση στο τώρα κοιτάει κατάματα τον καθρέφτη του και δηλώνει: «Δεν είμαι συγγραφέας, κάθε άλλο. Δουλειά μου είναι να δώσω μορφή στη ζωή μου. Αυτό είναι το μοναδικό μου επάγγελμα, η μοναδική μου τέχνη». Και προσθέτει: «Μην ασχολείσαι με τον κόσμο. Δε μπορείς να τον αλλάξεις, δεν μπορείς να τον κάνεις καλύτερο. Ασχολήσου  με τον εαυτό σου, σώσε από τον εαυτό σου ό,τι μπορεί να σωθεί». Και σε αυτό τον δρόμο περπάτησε, προστατεύοντας και «φυλακίζοντας» τον εαυτό του στον πύργο του για να μην φθαρεί από την εξωτερική μεμβράνη ενός μολυσμένου κόσμου που σαν ιστός αράχνης παγιδεύει τον άνθρωπο στα δίχτυα του. Ο Τσβάιχ αναδεικνύει το έργο και την ηγετική όσο και μειλίχια φυσιογνωμία του Μονταίνιου, ενός φιλήσυχου πολίτη που από την παιδική του ηλικία θα δεχθεί τα ερεθίσματα της οικογένειάς του αλλά δέχεται τα διδάγματα και τα ερεθίσματα ενός κύκλου ανθρώπων βιώνοντας ακόμα και την αυστηρότητα που θα τον ωριμάσει ψυχικά και θα τον ολοκληρώσει πρωτίστως ως άνθρωπο και έπειτα ως έναν επιφανή άνθρωπο των γραμμάτων.

«Πως θα διαφυλάξω την ολότελα δική μου ψυχή και την ύλη που ανήκει μόνο σε μένα, το σώμα μου, την υγεία μου, τα νεύρα μου, τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου από τον κίνδυνο να πέσουν θύματα σε ξένη τρέλα και σε ξένα συμφέροντα? Σε αυτό το ερώτημα αποκλειστικά αφιέρωσε ο Μονταίνιος τη ζωή του, τη δύναμή του, τη δουλειά του όλη, την τέχνη και τη σοφία του». Ο Τσβάιχ βρήκε εμμέσως πλην σαφώς το αποκούμπι του και το στήριγμά του στις διδαχές του Μονταίνιου όταν απογυμνωμένος και ξεχασμένος από τον κόσμο, γεύτηκε την απόλυτη μοναξιά εκεί μακριά στη Βραζιλία όπου τα είχε όλα αλλά συνάμα δεν είχε τίποτε. Παραδομένος ουσιαστικά ήδη στον Θεό και αναπνέοντας μόνο για να διαβάζει και να προσπαθεί να γράψει ό,τι είχε ακόμα απομείνει από τον κατεστραμμένο ψυχισμό του για να τον αποφορτίσει, ο Τσβάιχ θα δώσει τέλος στον πόνο που τον κυριεύει με μία δήλωση που συμπυκνώνει όλο του το είναι και έχοντας κατά τον ίδιο ολοκληρώσει την επί γης αποστολή του: «Χαιρετώ όλους τους φίλους μου. Είθε να αντικρίσουν την αυγή μετά τη μακρά νύχτα. Εγώ, υπερβολικά ανυπόμονος, προπορεύομαι».

 

«Δεν είναι αντάξιο των μεγάλων ψυχών να σκορπίζουν γύρω τους την αγωνία που αισθάνονται»

«Το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο είναι να ξέρεις να είσαι ο εαυτός σου» Montaigne



Το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ, με τίτλο Μονταίνιος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.